ETERNA FE, MARIA

ETERNA FE, MARIA


4.5/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

– ΄΄Ισως να θέλω να οδηγήσω μερικά χιλιόμετρα ακόμη. Με μουσική. Και μετά να αυτοκτονήσω΄΄.
Φαντάσου έναν τύπο, στη δύση της ζωής του, που θέλει να τελειώνει με τη ματαιωμένη του την ύπαρξη. Έναν τύπο που κλέβει ένα αμάξι να ξεφύγει –μετά από μια ολωσδιόλου ακατανόητη ληστεία, που στράβωσε κι αυτή– και μέσα βρίσκει μια πιτσιρίκα ηθοποιό, ένα παιδί-θαύμα, που ο οδηγός την πήγαινε για γύρισμα νυχτερινό σε μια απομακρυσμένη λίμνη μες στο δάσος. Έναν τύπο που ξαφνικά αποφασίζει να ζητήσει λύτρα για το μικρό αστέρι και καταλήγει νάχει στο κατόπι του τόσο τις ειδικές δυνάμεις που τον αντιμετωπίζουν ως άκρως επικίνδυνο όσο και τα τηλεοπτικά συνεργεία που τον αντιμετωπίζουν ως θήραμα για θεαματικότητα. Ένα αγρίμι στριμωγμένο από παντού.
Φαντάσου τώρα το τοπίο. Υποβλητικό, πρωταγωνιστικό, μεγαλειώδες. Νύχτα χωρίς φεγγάρι μέσα σε παγωμένο δάσος, χιονοθύελλα, να γυροφέρνουνε οι λύκοι και ο κλοιός να σφίγγει όλο και πιο ασφυκτικά γύρω από το ανορθόδοξο αυτό ντουέτο. Μια διαδρομή μες στο σκοτάδι όπου θα συναντηθούν εντέλει όλοι με τον εαυτό τους.
– ΄΄Μπορούμε τώρα ν΄ακούσουμε τη μουσική;΄΄ είπε η Μικρή.
– ΄΄Αν πετύχει΄΄ είπε και σύρθηκε στο χιόνι μπροστά από την κρυψώνα, τη φωλιά. Και μετά τέντωσε το χέρι του με το τηλεχειριστήριο προς το αυτοκίνητο, στην άλλη άκρη της λίμνης, κρατώντας την ανάσα του.
Και ΄΄μέσα στο σκοτάδι και το τσουχτερό κρύο στην όχθη μιας παγωμένης λίμνης, που ακόμα και στους στρατιωτικούς χάρτες δεν είχε όνομα, ακούστηκε η άρια που ξεπερνούσε όλες τις δυνάμεις΄΄. Όλοι ΄΄κάρφωσαν τα μάτια τους στο αυτοκίνητο από όπου ερχόταν η φωνή της Κάλλας με την άρια από τη Νόρμα για να μη χρειάζεται να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο.
Ήταν ένας αργός συλλαβισμός για την αγάπη, για την παντοδυναμία της, σε ένα και μοναδικό τραγούδι που τον διαπερνούσε όσο κανένα άλλο, με ένα ζενίθ –τραγουδισμένο όπως ποτέ άλλοτε ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον– που διέτρεχε όλο σου το σώμα για να συνεχίσει όλο και πιο σιγά και με τον τελευταίο τόνο να σβήσει. Θα τέλειωνε γρήγορα αυτό το παράπονο που μόνο μια και μοναδική φωνή μπορούσε να αποδώσει, όπως ίσχυε εξάλλου και για όλα τα τραγούδια που σε έκαναν λιώμα και μετά σε πέταγαν στα ουράνια, σε μια παραδείσια κατάσταση διάλυσης. Ή πώς μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει το γεγονός ότι η Μικρή τον κοίταζε τώρα με ένα βλέμμα που πήγαινε πολύ μακριά, όπως κάθε πραγματικό βλέμμα΄΄.
Την παρακάλεσε να του δώσει ένα μαντίλι.
- ΄΄Μαντίλι;΄΄ είπε η Μικρή. ΄΄Δεν έχω΄΄. Την έπιασε από τους ώμους.
- ΄΄Κοίταξέ με. Αλίμονο σ΄αυτόν που λέει ψέματα έχοντας ακούσει αυτή τη μουσική΄΄.
- ΄΄Κλαις πραγματικά;΄
- ΄΄Ποιος ξέρει!΄΄ είπε χωρίς να κάνει τίποτα για να σταματήσει τη σιωπηλή ροή των δακρύων.
– ΄΄Ξέρουμε που είσαστε΄΄ αντήχησε πέρα πάνω από τον πάγο ΄΄Μιλάει η αστυνομία! Γνωρίζουμε την κρυψώνα σας μετά την όπερα με το τηλεχειριστήριο΄΄.
– ΄΄Πέντε λεπτά΄΄ φώναξε στο σκοτάδι ΄΄και θα έρθω! Και δεν ήταν μια κάποια όπερα, ήταν η Νόρμα με τη Μαρία Κάλλας στο Royal Albert Hall, στις 12 Οκτωβρίου του 1953΄΄.
– ΄΄Δεν είναι δυνατόν να το ξέρεις κι αυτό, έτσι το λες!΄΄ είπε η Μικρή.
– ΄΄Κι όμως την ξέρω αυτή την ηχογράφηση΄΄.
Εγώ δεν ήξερα καμία ηχογράφηση της Κάλλας, όταν την είδα και την άκουσα πρώτη φορά, παιδάκι, ζωντανά –τότε δεν λέγαμε live– στη Λευκάδα, μισόν αιώνα πριν –και κάτι παραπάνω.
Η Λευκάδα, τόπος για μένα αγαπημένος –από τις πιο όμορφες παραλίες στον πλανήτη– ήταν η μόνη προσιτή νησιώτικη απόδραση για μας που ζούσαμε σε πόλεις κοντινές όπως η Άρτα, πολύ πριν την ανακαλύψουνε των τουριστών τα στίφη, ανόθευτη ακόμα τότε και απείραχτη. Και στο Νυδρί πηγαίναμε για ψάρι. Απέναντι ο Σκορπιός με τον Ωνάση και την Κάλλας. Το βράδυ, στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης. Ήταν κι αυτές για μας, τους απομονωμένους, ένα ακόμη δέλεαρ.
Να τραγουδήσει η Κάλλας στην πλατεία της Λευκάδας, σε ένα πρόχειρο πατάρι, δεν πέρναγε από κανενός το νου ούτε για αστείο. Ήτανε ήδη ένας μύθος διεθνώς. Καθιερωμένη ως η καλύτερη στο είδος της. Και ζόρικη. Χωρίς εκπτώσεις. Να τη δεις να σεργιανάει στα σοκάκια, ναι. Μπορούσε να συμβεί. Μα ως εκεί.
Κι όμως συνέβη. Παρότι είχε, λέει, ορκιστεί να μην ξανατραγουδήσει στην Ελλάδα. Γιατί; Δεν ξέρω.
Ιδού πώς περιγράφει το γεγονός ένα περιοδικό της εποχής –το Ντομινό, σας λέει κάτι; Τέλη Αυγούστου του 1964.
΄΄Πριν αρχίσει το τραγούδι, μίλησε: «Με συνεπήρε το περιβάλλον» είπε «και πατώ τον όρκο μου… Θέλω να σας πω ότι είμαι απροετοίμαστη… Έχω τρεις μήνες να ασχοληθώ με το τραγούδι… Το στόμα μου το ανοίγω μόνον για να φάω και, δόξα το Θεό, για να γελάσω… Φίλοι μου, σας ομολογώ, είμαι ευτυχισμένη!» Την φράση της την υπογράμμισαν χειροκροτήματα και ευχές να είναι πάντα ευτυχισμένη. Και η Μαρία Κάλλας συνέχισε με φωνή βραχνή από συγκίνηση: «Θα σας τραγουδήσω την «Καβαλερία Ρουστικάνα». Διαλέγω αυτή την άρια, γιατί μ’ αυτήν έκανα ντεμπούτο εδώ στην Ελλάδα, σαν ήμουν 14 χρονών!… Και την τραγουδάω τώρα πάλι, μόνο για σας…»
Όταν τελείωσε, οι 7.000 άνθρωποι που είχαν μαζευτεί στην πλατεία και κρεμαστεί στα μπαλκόνια, έμειναν βουβοί… Δεν ακούγονταν μύγα να πετά… Η Μαρία Κάλλας έμεινε και εκείνη καρφωμένη στην θέση της ακίνητη… Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα κι έβρεχαν τα μάγουλα της… Ξαφνικά, ξέσπασε ένα ομαδικό χειροκρότημα που αντήχησε στον ουρανό… Όταν κατέβηκε από το πάλκο, αποθεώθηκε. Έσκυβαν και της φιλούσαν τα γόνατα. Ένα γέρος Λευκαδίτης, ξεκρέμασε από το σπίτι του ένα παλιό κλουβί μ’ ένα καναρίνι που είχε και της το πρόσφερε. Στιγμές μεγάλης συγκίνησης, που χάρισε και που τις μοιράστηκε η Κάλλας με τους ταπεινούς νησιώτες. Το δώρο της θα μείνει αξέχαστο… Και στο χρυσοποίκιλτο γιώτ, τη «Χριστίνα», είχε κρεμαστεί σε περίοπτη θέση το κλουβί με το καναρίνι…΄΄
Χωρίς να θέλω, προφανώς, να διαψεύσω την περιγραφή –η μαρτυρία ενός παιδιού δεν θάχε άλλωστε ιδιαίτερη βαρύτητα– ούτε το πλήθος ήταν τόσο μέγα ούτε το δέος. Η Κάλλας ήταν για τον μέσο Έλληνα κάτι αξιοπερίεργο αλλά συνάμα και κάτι δικό του, μ΄ αυτή την ανεξήγητη οικειότητα και… οικειοποίηση που φέρνει πιο κοντά τα είδωλα στα μέτρα εκείνου που πιστεύει πως μόνον έτσι γίνεται ισότιμος –απομυθοποιώντας. Άκουσα ανθρώπους ΄΄της δουλειάς΄΄ να εντοπίζουν μέχρι και λάθος νότες, λες και θα σήμαινε αυτό κάτι.
Η συγκινησιακή δύναμη της μουσικής είναι ανυπέρβλητη έναντι όλων, πιστεύω, των τεχνών και η ανθρώπινη φωνή ένα πανίσχυρο εκφραστικό εργαλείο. Και το κοινό στην πλατεία της Λευκάδας, εκείνο το βράδυ, μυημένο και αμύητο, δεν ήταν δυνατόν να μείνει ασυγκίνητο. Ήταν μεγαλειώδης.
Στο πιάνο τη συνόδεψε ο τότε δεκαοχτάχρονος Κυριάκος Σφέτσας. Ακόμα τον ρωτάνε τι ένοιωσε και πόσο τον καθόρισε αυτή η εμπειρία.
Η άρια που τραγούδησε μιλάει για προδοσία και εγκατάλειψη. Προφητική επιλογή; Φόβος; Διαίσθηση; Ποιος ξέρει; Ο αγαπημένος της την άφησε για κάποια άλλη.
Κατά πως φαίνεται η Κάλλας δεν έπαψε ποτέ να αγαπάει τον Ωνάση, μέχρι τέλους. Δεν έμαθε να ζει χωρίς αυτόν. Προσπάθησε. Δεν τα κατάφερε.
Ορκίστηκε αιώνια πίστη. Τα κατάφερε. Eterna fè. Εκείνος όχι.
Το τέλος ήρθε πρόωρα, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977. Ήταν 54 ασυμπλήρωτα.
΄΄Τον άρπαξε από μένα
Με άφησε, με ατίμασε
Και κλαίω με λυγμούς΄΄.
Μην κλαις.
Eterna fè, Maria.
Eterna fè.

Υ.Γ. Αυτό που πάντα με αφόπλιζε στην Κάλλας ήταν η φυσική της συστολή παρά την καταξίωση. Μια συστολή που διαφαίνεται ακόμη και σε ρόλους επιθετικούς, διεκδικητικούς όπως η Κάρμεν. Παρά τον όποιο φόβο όμως, η Κάλλας παραδίδεται ολοκληρωτικά, ανυπεράσπιστη. Και περιμένει από σένα –αν περιμένει κάτι– να το συναισθανθείς και να προσέλθεις με τη δικιά σου αλήθεια.
Αυτή την αίσθηση ήθελα να καταθέσω –και να αφηγηθώ, παρεμπιπτόντως, την εμπειρία μου στη Λευκάδα. Έτυχε όμως να διαβάζω τη ΄΄Μικρή Γκάρμπο΄΄ του Μπόντο Κίρχοφ που αναφέρεται σε διαδρομές αυτογνωσίας με όχημα τη μουσική κυρίως, με αποκορύφωμα –ας πούμε κάτι σαν συμπύκνωση– το απόσπασμα που παραθέτω. ΄΄Αλίμονο σ΄αυτόν που λέει ψέματα έχοντας ακούσει αυτή τη μουσική΄΄. Τη μουσική της ψυχής της. Δεν γίνεται να μεταφέρω τη συγκίνηση που ένοιωσα, δεν γίνεται όμως και να μην αναφερθώ καθόλου.
Επιπλέον, για μένα τυχαίνει να μην υπάρχει καλύτερη συνθήκη από το φυσικό περιβάλλον για ν΄ακούσεις αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε κλασική μουσική, ακόμη κι αν η φύση προσθέτει την ανάσα της –απόλυτη σιωπή στη φύση δεν υπάρχει. Αυτή ακριβώς η ανάσα διευρύνει τα όποια όρια του χώρου και του χρόνου και ανασαίνει η μουσική μαζί με το στερέωμα. Εντός μας.
Απουσίες. Σαράντα χρόνια σήμερα χωρίς την Κάλλας, τριάντα πέντε χρόνια αύριο χωρίς τον Μάνο το Λοϊζο. ΄΄Σ΄ακολουθώ και ξέρω πως χωράω μες στο λακκάκι που΄χεις στο λαιμό΄΄.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.