ΕΝΑ ΑΓΡΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ!

ΕΝΑ ΑΓΡΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ!


5.0/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Ο Δημήτρης Πετρόπουλος και η Κατερίνα Παπουτσάκη βρίσκονται αντιμέτωποι στην «Oλεάννα» του Ν. Μάμετ.

- Τι συμβαίνει στην «Ολεάννα» του Μάμετ που παρακολουθούμε στο Θέατρο Οlvio σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη;

Δημήτρης Πετρόπουλος: Καταρχάς να πούμε ότι το έργο τοποθετείται στην Αμερική του 1992 κι αυτό έχει σημασία. Ιστορικά, από τη δεκαετία του ΄60 και μετά, υπήρξε μια απελευθέρωση, σεξουαλική κι όχι μόνο. Τη δεκαετία του ‘90 λοιπόν γίνεται ένα πισωγύρισμα σε έναν συντηρητισμό. Εμφανίζεται το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που εμείς ως χώρα προς το παρόν γλιτώσαμε από τις υπερβολές του, οι οποίες οδηγούν σε ακρότητες και φονταμενταλισμούς. Όταν ένας συγγραφέας γράφει, θεωρώ ότι απευθύνεται στη δική του κοινωνία κι εποχή, δεν σκέφτεται το πώς θα προσλάβουν τα κείμενά του οι επόμενες γενιές, η ανάγκη της επικοινωνίας είναι άμεση. Εμείς ψάχνουμε να βρούμε τις αναλογίες. Στο έργο λοιπόν, μια φοιτήτρια πανεπιστημίου, η Κάρολ, κατηγορεί τον καθηγητή της για σεξουαλική παρενόχληση. Εκείνος δεν αποδέχεται την κατηγορία, λέει μάλιστα σε ένα σημείο: « Εγώ τα έκανα όλα αυτά; Το ξέρεις ότι προσπάθησα να σε βοηθήσω και τώρα ακόμα προσπαθώ να σε βοηθήσω». Στην ουσία παρακολουθούμε το πώς εξελίσσεται η σχέση τους.
Κατερίνα Παπουτσάκη: Το έργο πραγματεύεται το πρόβλημα της επικοινωνίας, τις εναλλαγές εξουσίας και τι αντίκτυπο έχει η εξουσία τόσο στον εξουσιαστή όσο και στον εξουσιαζόμενο. Όντως, η πολιτική ορθότητα, που είναι καθεστώς στην Αμερική, παίζει τεράστιο ρόλο. Σκεφτείτε ότι ακόμα και οι νηπιαγωγοί δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τα παιδιά, γιατί μπορεί να κατηγορηθούν για παρενόχληση. Εμείς λειτουργούμε διαφορετικά.

- Πώς περιγράφεται αυτή η έλλειψη επικοινωνίας;

Κ.Π: Ο Μάμετ καταδεικνύει την αδυναμία επικοινωνίας μέσω του λόγου. Ο λόγος είναι ελλειπτικός και διακοπτόμενος. Αυτό φαίνεται από την πρώτη πράξη, που οι δύο τους αδυνατούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Ο καθηγητής έχει μια νεανίζουσα συμπεριφορά μεν, αλλά ξεχνάει από πού έχει έρθει, έχει ξεχάσει τις αγωνίες ενός φοιτητή. Όμως ίσως είναι και ελαφρώς ταξικό το ζήτημα, καθώς οι δύο τους προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα.
Δ.Π: Η Κάρολ έχει πρόβλημα λεξιλογίου, είναι περιορισμένο, της λείπουν λέξεις, άρα της λείπουν έννοιες. Οι λέξεις είναι πλούτος: αν έχω πέντε λέξεις να ορίσω την πέτρα, για παράδειγμα, μπορώ να την ορίσω με μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτό διευκολύνει την επικοινωνία, δεν είναι απλώς ένα καλολογικό στοιχείο. Υπάρχει όμως και μια πρόθεση, να έχω πραγματική ανάγκη να επικοινωνήσω. Αυτό συμβαίνει αν πιστεύω ότι η επικοινωνία βοηθάει στην κατανόηση κι όχι μόνο στη συνεννόηση. Επιλέγουμε να μην κατανοήσουμε κάποιον, γιατί έχουμε αντικρουόμενα συμφέροντα. Και φόβους και ανασφάλειες.
Πρέπει να αποδεχτώ τις δικές μου ανεπάρκειες για να αποδεχτώ τον άλλον.

- Τι προκαλεί αυτή τη φοβερή διαμάχη ανάμεσά τους στην πραγματικότητα;

Δ.Π: Ο Τζον, πιστεύω, ότι έχει δικές του εκκρεμότητες. Έχει βιώσει την απόρριψη αλλά έχει βρει τρόπο να τη διαχειριστεί. Και προσπαθεί να εξηγήσει στην Κάρολ με ποιο τρόπο τα κατάφερε. Η Κάρολ είναι ένα παιδί οργισμένο – αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί ο Μάμετ συχνά. Δεν ξέρω βέβαια τι σημαίνει οργισμένο νιάτο σήμερα. Ποιοι είναι οργισμένοι, πώς εκδηλώνεται αυτή η οργή; Μήπως οι νέοι θα ήθελαν να είναι οργισμένοι, αλλά δεν μπορούν, γιατί είναι ψόφια η οργή τους; Η Κάρολ πάντως βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια των άλλων, που είναι απορριπτικά, κι αυτό της πυροδοτεί μια σειρά από αντιδράσεις.
Κ.Π: Η Κάρολ είναι μια προβληματική προσωπικότητα, όπως και ο καθηγητής. Συναντιούνται δυο άνθρωποι με θέματα, τα δικά του ο καθένας, και φτάνουν σε αυτό το σημείο. Εκείνη είναι ένα καταπιεσμένο πλάσμα, είναι δειλή, έχει ανάγκη να περάσει το μάθημα, γιατί αυτό θα κρίνει το πτυχίο της. Ο καθηγητής από την άλλη δίνει λαβές παρεξηγήσιμες. Στη δεύτερη πράξη όμως, η Κάρολ αλλάζει, έχει ισχυροποιημένο λόγο, γιατί έχει ενταχθεί σε μια ομάδα, και βρίσκει νόημα ύπαρξης μέσα από αυτή την ομάδα. Νιώθει ισχυρή, δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Στην τρίτη πράξη, ξεφεύγει η κατάσταση, είναι πλέον με τη γροθιά σφιγμένη.

- Ποιες αναλογίες βλέπετε εσείς σήμερα με τη δική μας κοινωνία;

Δ.Π: Με τη σημερινή κατάσταση στην εκπαίδευση, προτιμώ να λέμε, γιατί όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Αυτό το πεδίο μεταλαμπάδευσης γνώσεων και δεξιοτήτων αλλά και κοινωνικοποίησης είναι από μόνο του σημαντικό, δεν χρειάζεται διεύρυνση. Νομίζω ότι υπάρχουν ελλείμματα επικοινωνίας. Το χάσμα γενεών άλλωστε δεν το επινοήσαμε σήμερα, πάντα ίσχυε.
Κ.Π: Δεν έχω υπάρξει φοιτήτρια σε πανεπιστήμιο, σπούδασα στη δραματική σχολή που είναι αλλιώς οι συνθήκες, και σίγουρα για τα δικά μας δεδομένα είναι υπερβολικά όσα γίνονται στο έργο. Τα γεγονότα μόνο, γιατί ο βασικός άξονας μας αφορά όλους.

- Είστε και ο ίδιος καθηγητής, κύριε Πετρόπουλε. Πώς η προσωπική σας εμπειρία, σας έχει βοηθήσει στο ρόλο;

Δ.Π: Ναι, όσα ζω στο σχολείο μου είναι χρήσιμα, αν και στην Ελλάδα πράγματι δεν έχουμε ανάλογα περιστατικά. Μερικές φορές με πείραζαν στις πρόβες, γιατί τους έλεγα τι θα συνέβαινε γενικά σε μια πραγματική τέτοια συνθήκη. Είμαι δεκαοχτώ χρόνια παιδαγωγός και ασχολούμαι με ΄΄παιδιά΄΄ διαφόρων ηλικιών, από την εφηβεία και μετά. Βλέπω τα λάθη, το ότι πρέπει να βρεις ένα άλλον τρόπο για να επικοινωνήσεις με το κάθε παιδί. Η ανάγκη εξατομίκευσης είναι σημαντική. Αλλά πάντα καταφέρνεις πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που θες. Έχω πολλά κοινά ελαττώματα με τον ρόλο, πολλές κοινές καλές προθέσεις. Αν και πιστεύω ότι οι καλές προθέσεις δεν εξυπηρετούν ποτέ κανέναν. Κρυβόμαστε πίσω από τις καλές προθέσεις για να καλύψουμε την αναποτελεσματικότητά μας. Οι άνθρωποι κρίνονται από τις πράξεις τους. Αυτή η αρχαιοελληνική προσέγγιση με βρίσκει σύμφωνο. Οι καλές προθέσεις μπορούν να σε χρεώσουν ακόμα και με παραπλάνηση δική σου και των άλλων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και στη σχέση των δύο χαρακτήρων του Μάμετ.

- Τελικά ο Μάμετ περιγράφει ένα παιχνίδι εξουσίας, όπου οι ρόλοι του θύματος και του θύτη διαρκώς εναλλάσσονται, σωστά;

Δ.Π: Όλα είναι ένα παιχνίδι εξουσίας σε αυτή τη ζωή. Από την ώρα που συνειδητοποιείς ότι αν κλάψεις κάποιος ανταποκρίνεται, έχεις ασυναίσθητα εγκαθιδρύσει μια σχέση εξουσίας. Παίζουμε συνέχεια αυτό το παιχνίδι σε παραλλαγές συνέχεια. Αυτό που γίνεται στην «Ολεάννα» δεν είναι ειδικό. Τα παιχνίδια εξουσίας είναι αλληλένδετα με την ύπαρξή μας. Όπου κι οπότε μπορούμε κάποιον εξουσιάζουμε ή κάποιος μας εξουσιάζει. Ο μεγαλύτερος βαθμός ωριμότητας, κατά τη γνώμη μου, είναι να αντιμετωπίζεις με χιούμορ και αποτελεσματικότητα την ακατανίκητη επιθυμία να εμπλακείς σε παιχνίδια εξουσίας.

- Υπήρχαν θεατές που όταν πρωτοπαίχτηκε το έργο διαφωνούσαν έντονα για το ποιος έχει δίκιο. Εσείς τι πιστεύετε;

Δ.Π: Νομίζω ότι είναι σαφής ο Μάμετ, παρά το παιχνίδι που παίζεται. Ο καθηγητής δίνει λαβές, δεν τις επινοεί η Κάρολ, οι προθέσεις του μπορούν να αμφισβητηθούν από κάποιον, αλλά σίγουρα ο Μαμετ δεν παίρνει τη θέση της Κάρολ.Ο Πίντερ όταν ανέβασε το έργο στο Λονδίνο έλεγε ότι η Κάρολ είναι αμετανόητη, έτοιμη να του κόψει το λαρύγγι. Μέχρι τέλους καμιά αλλαγή δεν επέρχεται από την πλευρά της, σας λέω τη γνώμη του Πίντερ. Ο Μάμετ τότε απάντησε, αν και γενικά οι συγγραφείς δεν θέλουν να τοποθετούνται, ότι με την τελευταία της φράση αποδέχεται επιτέλους τον καθηγητή χωρίς επιφυλάξεις, έστω την τελευταία στιγμή.
Κ.Π: Και στη δική μας παράσταση μένει ο κόσμος στο φουαγιέ του θεάτρου και θέλει να συζητήσει. Είναι ενδιαφέρον το πώς έχει αντιληφθεί ο καθένας την όλη ιστορία, ανάλογα με τα δικά του βιώματα. Κατά τη δική μου γνώμη, και οι δυο έχουν δίκιο. Εξαρτάται από τον κάθε θεατή το πώς θα εισπράξει αυτή την αναμέτρηση. Ο καθηγητής μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο μαζεμένος, θα έπρεπε να είχε διορατικότητα και να καταλάβει ότι η Κάρολ χρειάζεται ειδικό χειρισμό. Μάλιστα εκείνη τον κατηγορεί ότι κατ' ουσία ισοπεδώνει το θέμα της παιδείας, τη παγιδεύει σε λούμπες, που δεν καταλαβαίνει, της διαλύει το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκείνη είναι καλά. Γιατί αυτή είναι ένα κορίτσι που έχει δώσει τα πάντα κι έχει περάσει πολλά για να είναι εκεί που είναι. Γι’ αυτό θέλει να τον εκδικηθεί, να τον φέρει στη θέση της με έναν τρόπο. Στην τελευταία σκηνή μάλιστα, σχεδόν ικανοποιείται.

- Πραγματικά αυτή η σκηνή είναι πολύ σκληρή. Πώς αντιμετωπίζετε το θέμα της βίας στην παράσταση;

Κ.Π: Είναι εξαιρετικά αληθοφανής. Όταν τελειώνει η παράσταση, αισθανόμαστε τους θεατές παγωμένους, σοκαρισμένους μέχρι να ανάψουν τα φώτα για το χειροκρότημα. Υπάρχει και έντονη λεκτική βία από το ίδιο το κείμενο. Αισθάνομαι όμως ασφαλής με το ανέβασμα του Νικορέστη Χανιωτάκη. Νομίζω ότι είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η παράσταση ξεκινάει ρεαλιστικά και στη συνέχεια ξεφεύγει, παράλληλα πάντα με τις ψυχολογικές πορείες των ηρώων.
Δ.Π: Συν Αθηνά και χείρα κίνει. (γέλια)


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.