ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ 'ΘΕΡΙΣΜΟ'

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ 'ΘΕΡΙΣΜΟ'


4.7/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Αν καταλαβαίνω καλά, ο Δημητριάδης πρέπει να θεωρείται ο πρώτος Ελληνας συγγραφέας που αναδεικνύει ο νέος αιώνας. Οι βιολογικές και λογοτεχνικές ρίζες του ανήκουν βέβαια στον προηγούμενο, γεγονός που τον καθιστά εκ των πραγμάτων «μεταβατικό»∙ ωστόσο η πρόσληψή του έχει σημειώσει τόση πρόοδο την τελευταία εικοσαετία, ώστε ο ίδιος να ανάγεται πλέον σε βασικό εκφραστή της νεότερης σκηνής.

Ακόμη περισσότερο, το έργο του έχει αποκτήσει πια γερή θεωρητική αρματωσιά κι απολαμβάνει την υποστήριξη επιφανών ρυθμιστών του διεθνούς θεάτρου. Τα δύο αυτά του δίνουν επιπλέον το φωτοστέφανο ενός προφήτη, που έγινε επιτέλους δεκτός και στον τόπο του, μετά την αρχική απόρριψη.

Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θα λέγαμε -αν θα λέγαμε κάτι…- στην περίπτωση που ο «Θερισμός» της Νέας Σκηνής δεν έγραφε «Δημητριάδης» στην ούγια. Ενοχλητική ερώτηση… Πιο ενοχλητική αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για έργο το οποίο φέρει αρκετά κωμικά στοιχεία, σημεία ας πούμε ενός άλλου κλίματος από αυτό που μας συνήθισε ο συγγραφέας τόσα χρόνια.

Κι όμως. Καθώς το έργο παραδίδεται στα 2010, συμπίπτει χρονικά με εκείνον τον άλλο δικό του «Τόκο», που είχε προκαλέσει τη χρονιά εκείνη στο Φεστιβάλ από τον Βογιατζή παρόμοια αμηχανία.

Κι εκείνο είχε να κάνει με μια παρέα προσώπων αναγνωρίσιμων κι (ας ξεστομίσω κάποτε τη φοβερή λέξη) «ηθογραφικών», που κουβαλούσαν μέσα τους μια αλλοιωμένη αίσθηση για το τι εστί μεταπολίτευση και ελληνικότητα, τεκνοποίηση και ανθρωπότητα, μηδαμινότητα και συμπαντικότητα…

Ετσι κι εδώ. Δυόμισι ζευγάρια -Ελληνες ασφαλώς σε όλα, με περίεργα όμως ονόματα- βρίσκονται στο Ακαπούλκο, στο ξενοδοχείο «Ο Κόσμος» των 57 αστέρων (57 είναι οι αστέρες της «Κύριας Ακολουθίας», τα κοντινά αστέρια δηλαδή στη Γη). Ακόμη ωστόσο και στην ατμόσφαιρα του φασόν τουριστικού ηδονισμού, το κινητό δεν αφήνει τους τυχερούς παραθεριστές να χαρούν την ηρεμία τους.

Επιμένει με διάφορα μεταμοντέρνα κουδουνίσματα να επαναφέρει τα πράγματα στην αρχική -διόλου παραδείσια- κατάσταση: ο γιος τού ενός ζευγαριού είναι καταθλιπτικός με τάσεις αυτοκτονίας. Η κόρη του άλλου είναι νυμφομανής... Η μόνη κι έρημη της παρέας έχει κι αυτή το κινητό της βάσανο: ο μεγάλος της έρωτας που τη βασανίζει με την υπενθύμιση της δικής της αδυναμίας…

Η ατμόσφαιρα, όπως είναι επόμενο, χαλάει για τα καλά. Γεγονός που κάνει τους παραθεριστές στο τέλος να καταλήξουν στο ότι το μόνο που επιθυμούν είναι τον θάνατο να έλθει ως θεριστής να δρέψει τις ζωές όλων.

Κι αν δεν δυσκολεύομαι να αποδώσω τον «Θερισμό» στον συγγραφέα, δυσκολεύομαι να τον συγκρίνω ποιοτικά με τον παλιό «Τόκο» του. Μου μοιάζει καταρχήν σχηματικός στο υπαρξιακό συμπέρασμά του. Από το «να πεθάνω, να ησυχάσω με όσα τραβάω από τα παιδιά μου» μέχρι το «να έλθει ο θεριστής θάνατος» υπάρχει απόσταση που δεν καλύπτεται εύκολα.

Και από την άλλη, εμφανίζει τεχνητά ζητήματα: μια άτεχνη εκκίνηση και ρόλους, για παράδειγμα του Περικλή Μουστάκη, που μοιάζουν να περιμένουν πότε θα πουν τις ατάκες τους. Ακόμη και ως απότοκο του «περίεργου» εκείνου κλίματος που καλλιεργεί το ελληνικό θέατρο τελευταία, ο «Θερισμός» μοιάζει να έχει κουρασμένη θεματολογία και σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξή του.

Σύμφωνοι, δεν πρόκειται για ρεαλιστικό έργο, αλλά για υπονόμευση του ρεαλισμού «εκ των έσω». Το ξέρουμε καλά: Αυτός που καλεί στο τηλέφωνο δεν είναι το εκάστοτε παιδί ή ο εραστής, αλλά ο τόκος της αμφιβολίας, ο διαρκής φόβος και οι φοβίες μας, μεγεθυμένες σε παραισθήσεις, εκφρασμένες σε απροκάλυπτα ψυχαναλυτική γλώσσα.

Οπως ξέρουμε ακόμα ότι οι σεζλόνγκ στις οποίες κυλιούνται οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας είναι στην πραγματικότητα βολικές θεωρίες εξασφάλισής τους από τον ίλιγγο και τη «ναυτία». Ο προσεκτικός αναγνώστης θα αναγνωρίσει ορισμένες από αυτές: επίκουρους κι ηδονιστές, πραγματισμό, common sense αλλά και new age φιλοσοφία.

Η αγωνία του «Θερισμού» μπορεί να παραπέμπει εξίσου καλά σε κάτι έξω από τα ανθρώπινα όρια. Στην αγωνία να βρεθούν ένας τόπος και μια πράξη απόλυτης απραξίας και ατοπίας, όπου θα αυτομηδενιστούμε με τη λησμονιά του παρελθόντος (που δεν έχει υπάρξει), του παρόντος (που δεν έχει σημασία) και του μέλλοντος (που φέρνει μοιραία την ώρα του «θερισμού»). Η ζωή είναι μια σπορά-βάσανος με στιγμές ανάπαυλας που κάνουν το φορτίο μετά ακόμη βαρύτερο... Αυτά έλεγε τότε ο «Τόκος», αυτά υπονοεί ο «Θερισμός».

Εχει την τύχη να γνωρίσει μια πολύ καλή παράσταση, στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου και στις αξιοπρόσεκτες ερμηνείες της Νέας Σκηνής. Ο Τάρλοου βύθισε το θέατρο σε μια ανησυχητική πιντερική σιωπή, κολλώδης σαν την υγρασία του Ακαπούλκο. Προσέξτε ιδιαίτερα τις σκιές που περνούν στη μετόπη του σκηνικού (της Ελένης Μανωλοπούλου).

Είναι οι περαστικοί του δρόμου, ίσως της Αγίου Κωνσταντίνου, που διαβαίνουν έξω από το θέατρο. Και τι κάνουν όλοι αυτοί στο… Ακαπούλκο; Το ξενοδοχείο του Κόσμου και το ψέμα του βρίσκεται πάντα λίγα μέτρα μακριά μας, το σκηνικό του διαρκεί τόσο όσο μια παράσταση.

Ο Περικλής Μουστάκης έχει όπως είπαμε μικρό χώρο δράσης – είναι όμως σπάνιος ηθοποιός. Περιφέρει μια μορφή ρημαγμένη από το βάρος της ζωής, μια φιλοσοφική στάση που, πιστεύω, αποτελεί περισσότερο κτήμα του ιδίου, παρά του «ρόλου». Ο Νίκος Ψαρράς είναι ο πιο ζωντανός και περιέργως ο πιο ευάλωτος ρόλος: δίνει το νόημα μιας ζωής που αναζητεί το νόημά της.

Η Μάρω Παπαδοπούλου, με τη σαρκική ένταση, γίνεται από κωμική φιγούρα μια κραυγή στο τηλέφωνο: ο έρωτας είναι γι’ αυτήν άσκηση θανάτου. Απέναντί της έχει δύο «βολεμένες» αστές: Την περίφημη Αλεξία Καλτσίκη που μεταφέρει στο έργο κάτι από αβάσταχτη ελαφρότητα, γυναικεία αίσθηση των πραγμάτων, γειωμένη αντίληψη που πονάει περισσότερο όσο βαθύτερα κόβει.

Και τέλος την Αννα Μάσχα στο τελευταίο ξέσπασμα μιας «μυθικής» εκτόνωσης: μια μητέρα αρνείται τον καρπό της, ζητάει τον θάνατο της κόρης της. Λίγοι ηθοποιοί μπορούν να φέρουν αυτό το ρίγος του τέρατος στο μέσον μιας «αθώας» αφήγησης. Η πιο δυνατή στιγμή της παράστασης, ο αληθινός Δημητριάδης, ανήκει σε αυτήν.

Οτι τα πράγματα οδηγούνται από την πισίνα του ρεαλισμού στη λεωφόρο του τραγικού το καταλαβαίνουμε σταδιακά: από την υπόγεια παρέμβαση του Αγγέλου-τραγουδιστή μέχρι, στο τέλος, τη μετάδοση μιας αποξενωμένης εμπειρίας (η αυτοκτονία του γιου ανακοινώνεται από το τηλέφωνο) σε ρυθμό (ραπ) μουσικής, παρηγοριά και εμβρυουλκό του τέρατος που θα γεννηθεί σε λίγο.

Στο τέλος η παρέα είναι πλέον Χορός, ο παλιός Χορός της τραγωδίας που θα συνοψίσει την υπόθεση με ένα οδυνηρό απολογισμό για τη σημασία του ανθρώπου και το πεπρωμένο του. Σε μια αξιοπρόσεκτη μεταφορά, ένα ακόμη έργο του Δημητριάδη γίνεται, παρά τις αδυναμίες του, σπουδαία σπουδή θανάτου.

Γρηγόρης Ιωαννίδης - efsyn


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.