ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το πρώτο μέρος της εμβληματικής τριλογίας των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα με τίτλο "Η Λέσχη" σκηνοθετεί στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης η Έφη Θεοδώρου. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή δύο μεγάλων θεατρικών οργανισμών, του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης, με το πρώτο μέρος να παίζεται ήδη και τα υπόλοιπα δύο να ακολουθούν σε ορίζοντα διετίας από άλλους σκηνοθέτες.
Στο μεταίχμιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής διασταυρώνονται με τις βαθιές προσωπικές ιστορίες των ηρώων και βαδίζουν χέρι χέρι. Στο πρώτο βιβλίο η δράση λαμβάνει χώρα στην Ιερουσαλήμ, σε μία πανσιόν με πελατεία πολυπολιτισμική, μια παρέα από διάφορες χώρες της Ευρώπης, η οποία σπαράσσεται από τις μάχες και την αγωνία της επικράτησης σε μία μεγάλη παγκόσμια σύρραξη. Ο Μάνος Σιμωνίδης, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, βιώνει τις πολιτικές ζυμώσεις, καταγράφει τις στρεβλώσεις τους, γίνεται μάρτυρας της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας και παράλληλα συναντά τον έρωτα στο πρόσωπο της Έμμης, έναν έρωτα σχεδόν καταδικασμένο εκ προοιμίου, δεδομένων των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε. Οι πολιτικές και στρατιωτικές φιγούρες που συμμετέχουν σε στιγμιότυπα της ζωής του Σιμωνίδη, δεν έχουν ονόματα, αλλά κατονομάζονται με παρατσούκλια, περιγραφικά και συχνά αντιπροσωπευτικά της προσωπικότητάς τους (κομμένες κεφαλές, ανθρωπάκι κλπ.). Στο μωσαϊκό αυτό γεύσεων, αρωμάτων και ανθρώπων, που μεταφέρεται στη σκηνή, τη δραματουργική επεξεργασία έχει κάνει η ίδια η σκηνοθέτις με τη βοήθεια της Παναγιώτας Κωνσταντινάκου.

Η Έφη Θεοδώρου κινεί τα σκηνοθετικά νήματα της παράστασης, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της εξιστόρησης γεγονότων και καταστάσεων και των προσωπικών ιστοριών των ηρώων που συμμετέχουν. Η φύση του έργου είναι τέτοια όμως, ώστε η θεατρική του μεταφορά να απαιτεί λεπτομέρεια και να αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο στην ύφανσή του εργόχειρο, ώστε να κρατήσει στον ιστό του το θεατή και να μην αφήσει το ενδιαφέρον του να ατονήσει κατά τη διάρκειά του. Η φωνή του Στρατή Τσίρκα μας υποδέχεται και μας εισαγάγει τρόπον τινά στο σύμπαν του, που θα παρακολουθήσουμε να αναβιώνει. Στην προσπάθεια που είδα επί σκηνής, η αφήγηση είχε τον κύριο και σημαντικότερο ρόλο και μάλιστα με τη μορφή μιας καλλιτεχνικής απαγγελίας και επισκόπησης γεγονότων, με μία όμως "ψυχρή" και ανοίκεια εκφορά του λόγου, που τον απομάκρυνε από το στόχο του και τον έκανε να φτάνει ξένος και αποστασιοποιημένος στην πλατεία. Υπήρξε λιγότερος χώρος για ερμηνείες και οικοδόμηση στέρεων και δυνατών χαρακτήρων, με αποτέλεσμα οι μεταξύ τους σχέσεις να μοιάζουν αποσπασματικές και συχνά σχηματικές, χωρίς έκταση και βάθος. Το ψηφιδωτό που δημιουργείται στη σκηνή του Τέχνης, μπορεί να απαιτεί κόπο και ιδρώτα για να απεικονισθεί, αλλά η τελική εικόνα δε θέλγει, ούτε αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του συγγραφέα. Η εμμονή στο δεύτερο μέρος του έργου στις παθογένειες και τα τρωτά αριστερών ιδεοληψιών, δε νομίζω να άγγιξαν το νεώτερο κοινό, ενώ μάλλον κούρασαν και το μεγαλύτερο με τη φλυαρία και τον πλατιασμό τους. Και αγγίζοντας την τρίωρη διάρκεια, στην παράσταση είδα ανισοκατανομές θεατρικού χρόνου και ενέργειας, ερμηνειών και σκηνικής οικονομίας, καθώς θα προτιμούσα πιο συμπυκνωμένα γεγονότα και πιο αναλυτικούς και ψυχογραφημένους χαρακτήρες. Η σκηνοθετική ματιά έδειξε με αυτόν τον τρόπο να περιηγείται στο κείμενο, αντί να εμβαθύνει και να αναλύει σε αυτό. Η ζωγραφική απεικόνιση της ακυβέρνητης πολιτείας σε καμβά ζωντανά στη διάρκεια της παράστασης αποτελεί ένα έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα, αλλά δεν αρκεί για να αποτυπώσει πλήρως το δημιούργημα του συγγραφέα.

Ο Δημήτρης Πασσάς ανέλαβε το μεγαλύτερο κομμάτι του ρόλου του Μάνου Σιμωνίδη (καθώς συχνά υπήρχαν και παράλληλες φωνές και προσωποποιήσεις ρόλων) και κράτησε την ερμηνεία του σε χαμηλούς τόνους και οκτάβες, χωρίς να δώσει τη δωρικότητα, την αποφασιστικότητα και τη στιβαρότητα που απαιτούσαν κάποια στιγμιότυπα από τον ήρωα. Ακόμα και στη ροή της προσωπικής του ιστορίας με την Έμμη, έπλασε ένα χαρακτήρα με ρομαντικές εκφάνσεις, με τις ερωτικές του να είναι μάλλον απούσες.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου ερμήνευσε την Έμμη και είχε μεγαλύτερο και εντονότερο πάθος και εσωτερική ορμή να συνοδεύει το λόγο της. Κινήθηκε σε ευρύτερη γκάμα και προσπάθησε να αποτυπώσει "κρυφές" λεπτομέρειες της ηρωίδας της και να της δώσει τη δέουσα ευαισθησία, έναν ερωτισμό, αλλά και βάθος σκέψης.
Η Κατερίνα Λυπηρίδου ήταν επίσης πολύ καλή στη σκιαγράφηση της σύνθετης ψυχολογίας της οικοδέσποινας φράου Άννας και έπλασε μια πολύπλευρη γυναίκα με δυναμισμό, προσωπικότητα αλλά και συνάμα εύθραυστη.
Ο Θανάσης Βλαβιανός, η Ανθή Ευστρατιάδου, ο Γιώργος Κριθάρας, ο Μανώλης Μαυροματάκης, η Γιώτα Μηλίτση και ο Μάνος Στεφανάκης ερμήνευσαν πολλούς μικρούς αυθύπαρκτους ρόλους και αναπαρέστησαν πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες-κλειδιά, που είχαν ο καθένας τη συμμετοχή του στο σύμπαν του Τσίρκα και χωρίς αυτούς δε θα μπορούσαν να υπάρξουν και οι πιο κεντρικοί ήρωες.
Άφησα τελευταίο στην αναφορά μου το Θανάση Δήμου, γιατί πέρα από τη σκηνική του συμμετοχή στην παράσταση, είναι και αυτός που με το ταλέντο και την προσωπική του αισθητική ζωγραφίζει ζωντανά στη σκηνή και δίνει το στίγμα της ακυβέρνητης πολιτείας που παρακολουθούμε και γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της εικονοπλασίας και της εξέλιξης της όλης παράστασης.

Το σκηνικό αποτέλεσε έμπνευση της Άσης Δημητρολοπούλου, η οποία κατάφερε να συμπυκνώσει τους διαφορετικούς κόσμους των ηρώων του Τσίρκα στην ίδια σκηνή, χωρίζοντάς την σε επίπεδα με απλό, αλλά λειτουργικό τρόπο.
Τα κοστούμια της ίδιας ήταν κομψά και αντιπροσωπευτικά της εποχής, αλλά και του διαφορετικού κοινωνικού και οικονομικού background κάθε ήρωα ή ηρωίδας.
Η μουσική του Νίκου Πλάτανου συνόδεψε τα επί σκηνής δρώμενα, αλλά δεν άφησε το στίγμα της στο νου μου καθώς δεν την ένιωσα να αποτελεί μέρος των αναμνήσεών μου από την Ιερουσαλήμ του συγγραφέα.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στον Ερμή Μαλκότση που είχε αρκετές καλές στιγμές, αλλά σε κάποιες άλλες χάθηκε στο αφηγηματικό σύμπαν της παράστασης και δεν μπόρεσε αντικειμενικά να συντονιστεί πάντα με το λόγο.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ενάλλασσαν τα γενικότερα πλάνα με τα πιο εστιασμένα κάδρα και φώτισαν επαρκώς τους ήρωες και το σκηνικό του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης είδα το πρώτο μέρος μιας φιλόδοξης προσπάθειας, η οποία είχε να αντιπαλέψει το μεγαλείο του ίδιου του κειμένου, το οποίο αντιμετώπισε με σεβασμό και αγάπη, αλλά και στο οποίο έδειξε να βουλιάζει. Διατηρώντας μια έντονα αφηγηματική φόρμα δεν είχε τη ζωντάνια και τη δυναμική που χρειαζόταν για να γίνει ένα αυθεντικό ψηφιδωτό της εποχής που διαδραματίζεται και των ηρώων που θέλει να αναπαραστήσει και να σκιαγραφήσει. Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο και στις ερμηνείες που δεν είχαν έκταση, συναίσθημα και βάθος και αντίστοιχα δεν άφησαν ένα έντονο σκηνικό ίχνος στο έργο και στο μυαλό του θεατή. Το εγχείρημα ήταν εκ προοιμίου ένα δύσκολο στοίχημα, το οποίο απομένει να κερδηθεί στις επόμενες δύο παραστάσεις της τριλογίας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.