ΑΛΚΗΣΤΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΛΚΗΣΤΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.7/5 κατάταξη (13 ψήφοι)

Την Άλκηστη του Ευριπίδη σκηνοθέτησε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά το 438 π.Χ. και ήταν το τέταρτο (και μόνο σωζόμενο) μέρος της τετραλογίας που τη συνιστούσαν οι τραγωδίες Κρήσσαι, Αλκμέων ο δια Ψωφίδος και Τήλεφος.
Ο Θεός Απόλλωνας τιμωρημένος από το Δία, καταλήγει στην αυλή του βασιλιά Άδμητου δουλεύοντας στην υπηρεσία του ως βοσκός και για να του ανταποδώσει τη χάρη και τη φιλοξενία, του δίνει τη δυνατότητα να διαφύγει τον πρόωρο θάνατο που του μέλλεται, αρκεί βεβαίως να δεχτεί να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του. Οι ηλικιωμένοι γονείς του αρνούνται να αποχωριστούν τη ζωή τους για χάρη του και η μόνη που αποδέχεται αυτή την υπέρτατη θυσία είναι η γυναίκα του, η Άλκηστη. Για αντάλλαγμα του ζητά να δεσμευτεί ότι δε θα παντρευτεί κάποια άλλη γυναίκα, η οποία θα γίνει μητριά των παιδιών τους. Με τη γυναίκα του άταφη ακόμα και τον πόνο ακόμα πολύ νωπό, στο παλάτι καταφτάνει ο Ηρακλής και ο Άδμητος για να μην τον κακοκαρδίσει του κρύβει την αλήθεια του λόγου του πένθους του. Αυτός μη υποψιαζόμενος την αλήθεια, τρώει, πίνει και γλεντά, μέχρι να του αποκαλυφθεί η αλήθεια από τον υπηρέτη του βασιλιά. Για να τιμήσει τη φιλοξενία του φίλου του αποφασίζει να επαναφέρει στη ζωή την Άλκηστη και του την παραδίδει σα μια άγνωστη πεπλοφορεμένη γυναίκα. Ο Άδμητος αρχικά αρνείται να τη δεχτεί ενθυμούμενος την υπόσχεσή του, αλλά τελικά υποκύπτει στην πίεση του Ηρακλή. Όταν τραβάει το πέπλο, έρχεται αντιμέτωπος με ένα βουβό αίνιγμα. Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου έγινε από τον Κώστα Τοπούζη και η δραματουργική του επεξεργασία από την ίδια τη σκηνοθέτιδα. Ο λόγος έχει ροή, συνέχεια και όλη τη στιβαρότητα και τη μεστότητα του Ευριπίδειου κειμένου. Η φιλοξενία, η σχέση γιου και γονιών, η συζυγική αφοσίωση, η απολυτότητα της εξουσίας και ο φόβος του θανάτου είναι οι κεντρικοί θεματικοί άξονές του.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος προσπαθώντας να αποδώσει στη σκηνή όλη την αμφισημία και τις συμβολιστικές προεκτάσεις του συγκεκριμένου έργου του Ευριπίδη και να αναπτύξει στις σωστές του διαστάσεις τόσο το δραματικό κομμάτι του, όσο και την κυνικά κωμική του πλευρά. Παράλληλα, εμπλούτισε το λόγο με έντονες εικόνες και ενέταξε σε αυτές τη λειτουργικότητα της μελωδίας θέλοντας οι ενότητες τις παράστασης να έχουν μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική προσέγγιση και να αποτελέσουν μία δομημένη σκηνοθετική οπτική. Η αμφισημία του ευριπίδειου έργου δεν περιορίζεται μόνο στο λόγο. Το φως συνομιλεί με τις σκιές, ο θάνατος κλείνει το μάτι στη ζωή, ο βασιλιάς και ο Θεός φλερτάρουν με τις αδυναμίες του κοινού θνητού, ο κυνισμός και η πικρία βαδίζουν χέρι χέρι με το πένθος και την αφοσίωση (του φίλου, του γονιού, της συζύγου) σε επάλληλα πεδία. Ο λόγος στο πρώτο μισό ακροβατούσε συνέχεια ανάμεσα στο δάκρυ και στο πικρό χαμόγελο, με ελαφρά υπερτονισμένη μια διάχυτη ειρωνεία, η οποία σε κάποια σημεία ένιωσα να πελαγοδρομεί, να ξεπερνά τα εσκαμμένα και να γίνεται αυτοσκοπός. Κι εκεί που η σκέψη και το ερώτημα του μυαλού μεγάλωνε η ισορροπία επανερχόταν και ο σκηνοθετικός προσανατολισμός φάνταζε σαφής και συγκεκριμένος. Υπήρξαν στιγμές που ο λόγος σίγησε, η εικόνα κυριάρχησε και με την ενεργή συμμετοχή της ζωντανής μουσικής με συνεπήρε και με ταξίδεψε. Και τα νοήματα, οι συμβολισμοί και τα συναισθήματα έμοιαζαν να "ρέουν" από την παράσταση αβίαστα, αλλά συνάμα με μια δυναμική και μια συνέχεια. Αξιοσημείωτη η χρήση ολόκληρης της σκηνής, ακόμα και του πίσω μέρους αυτής όπου οι ηθοποιοί ως επί το πλείστον έμοιαζαν "εν αναμονή" μέχρι την τελική είσοδό τους στην κυρίως σκηνή. Γενικότερα είδα μια σκηνοθεσία που είχε αποκρυσταλλωμένη άποψη για τον τρόπο που θέλησε να "διαβάσει" το κείμενο του Ευριπίδη και παρά τις όποιες ατέλειες είχε συνέπεια, έμπνευση, προσανατολισμό και χρησιμοποίησε εύστοχα και λειτουργικά την εικόνα για να περιγράψει γεγονότα και συναισθήματα.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ανέλαβε το ρόλο του Άδμητου προσπαθώντας να συνθέσει στη σκηνή τη σύνθετη και μπερδεμένη ψυχολογία του, το ναρκισσισμό του ηγέτη, αλλά και τη συντριβή του ανθρώπου. Στο πρώτο μέρος ήταν κυνικός, ειρωνικός, ακκιστικός, με μία ρητορική γεμάτη από κομπασμό και με απουσία αληθινού συναισθήματος, φλερτάροντας κάποιες στιγμές ελαφρά με την υπερβολή, αλλά ικανοποιητικά πειστικός στο πρότυπο ηγέτη που φιλοτέχνησε. Στη συνέχεια ήρθε η συντριβή, η στάση του σώματος άλλαξε, το ίδιο και ο τόνος της φωνής του, με τον άνθρωπο να υπερτερεί του βασιλιά. Το ηχόχρωμά του έντονο, στιβαρό, δωρικό έφτανε με άνεση μέχρι τα άνω διαζώματα.

Η Κίττυ Παϊταζόγλου ερμήνευσε την ομώνυμη ηρωίδα του Ευριπίδη αποδίδοντας μια αφοσιωμένη, σχεδόν υποταγμένη σύζυγο, εύθραυστη και ευαίσθητη. Με κοριτσίστικη σχεδόν κίνηση, έδειχνε εύθραυστη σαν μπιμπελό. Η φωνή της όμως ήθελε μεγαλύτερη ένταση και πάθος, καθώς κυμαινόταν συνήθως σε χαμηλές οκτάβες και δεν κατάφερε να βγάλει όλο το μεγαλείο και τη στόφα μιας βασίλισσας και συζύγου που θυσιάζεται για τον άντρα της. Υποδειγματική (σχεδόν σεμιναριακή) η στάση του σώματός της όταν κείτεται νεκρή στη σκηνή, καθώς και στις σκηνές που περιφέρεται σαν άψυχη κούκλα από τα χέρια του Άδμητου.

Ο Γιάννης Φέρτης στο σύντομο πέρασμά του ως Φέρης, πατέρας του Άδμητου, επιδίδεται σε ένα ανελέητο λεκτικό πινγκ πονγκ με το γιο του, όπου το κωμικό φλερτάρει με την καρικατούρα, χωρίς ποτέ να διολισθαίνει σε αυτή, αλλά αντίθετα αποκαλύπτει όλη την πικρή αλήθεια της κίβδηλης αγωνίας του βασιλιά. Μέσα από μια λεπτή ειρωνεία εκστομίζονται αλήθειες που τσακίζουν κόκκαλα και η παρουσία του έμπειρου ηθοποιού στη σκηνή, είναι απλά σαρωτική.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου υποδύεται τον Ηρακλή, ένα χαρακτήρα που εμφανισιακά δείχνει παράταιρος, σα μέλος περιοδεύοντος θιάσου θεατρίνων, αλλά υπηρετεί απόλυτα την ειρωνική ματιά του ευριπίδειου λόγου στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Απόλυτα συγκεντρωμένος, με καθαρή άρθρωση και με κίνηση που υποστήριζε απόλυτα το λόγο, ήταν από τις καλύτερες παρουσίες στην παράσταση, έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων και κάνοντας λελογισμένη και γενναιόδωρη χρήση τους.

Ο Κώστας Βασαρδάνης σε μια μυστηριακή και λίγο ροκ προσωποποίηση του Απόλλωνα, είχε μία διστακτική είσοδο στη σκηνή, αλλά βρήκε άμεσα το βηματισμό του και δούλεψε σωστά και με λεπτομέρεια τη λεπτά ειρωνική υφή του ρόλου του.

Ο Σωτήρης Τσακομίδης ήταν ένας Θάνατος στυγνός, στεγνός, χωρίς φαντασία, κοστουμαρισμένος και ταγμένος με απόλυτο τρόπο στο μακάβριο καθήκον του, αδιαπραγμάτευτος στη θλιβερή του αποστολή και φυσικά απόλυτα συντονισμένος με τις απαιτήσεις του χαρακτήρα του.

Ο Ερρίκος Μηλιάρης στο ρόλο του Υπηρέτη είχε δυναμική στην ερμηνεία και ένα εσωτερικό πάθος που τον βοήθησε να σκιαγραφήσει ένα βασιλικό ακόλουθο πιστό και αφοσιωμένο, αλλά και με βαθύ πένθος και συγκίνηση για τα τεκταινόμενα στο βασιλικό οίκο. Η συνομιλία του με τον Ηρακλή, στην οποία δείχνει γνήσια συντριβή αποτελεί το σπινθήρα των μετέπειτα εξελίξεων της πλοκής του έργου.

Το Χορό απάρτισαν οι Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Γιώργος Ζυγούρης, Στάθης Κόικας, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Αντώνης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Νούσης, Χρήστος Ξυραφάκης, Στέλιος Παυλόπουλος, Δημόκριτος Σηφάκης, Περικλής Σκορδίλης, Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης και Βαλάντης Φράγκος και αποτέλεσαν ένα από τα ουσιαστικά εργαλεία του σκηνοθετικού οράματος. Έβγαζαν φρεσκάδα, διάθεση, πάθος και δυναμισμό και στη σκηνή του ομαδικού θρήνου με την κίνηση και την αυταπάρνησή τους έκοβαν την ανάσα του θεατή.

Σπύρος Γουλιέλμος και Νικόλ Φαλτσέτα ήταν τα δύο παιδιά που ερμήνευσαν σκηνικά τα τέκνα της Άλκηστης και αποτελούν την αιτία της υπόσχεσης αγαμίας του βασιλιά προς τη μελλοθάνατη γυναίκα του.

Η μουσική ερμηνεύεται ζωντανά επί σκηνής από τους Κωνσταντίνο Τσιώλη, Κωνσταντίνο Κωστίδη, Θοδωρή Σοφόπουλο και Πέτρο Κασιμάτη και έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην ένταση των εικόνων που δημιούργησε η σκηνοθέτις.

Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη απόλυτα λειτουργικά και με μεγάλη συμβολή στους συμβολισμούς του λόγου του Ευριπίδη. Ο λάκκος που σκορπά τη θλίψη στους πρωταγωνιστές του δράματος, γίνεται ο καθαγιαστικός τόπος των πρότερων αμαρτιών τους, αλλά και ο στίβος του βουβού και γοερού τους θρήνου. Κι ένα κυπαρίσσι που προβάλλει στη μέση του στέκεται εκεί για να υπενθυμίζει και να γαργαλά τη μνήμη εις το διηνεκές.

Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα είχαν ποικιλία και έντυσαν τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές του, υπηρετώντας τη σκηνοθετική οπτική. Ίσως άγγιξαν σε κάποιες περιπτώσεις την υπερβολή, αλλά η συνολική δουλειά ήταν προϊόν σκέψης και λεπτομερούς επεξεργασίας της ψυχολογίας των ηρώων.

Η μουσική του Γιώργου Πούλιου ήταν ίσως από τα καλύτερα soundtrack παράστασης που έχω ακούσει ποτέ σε αρχαία τραγωδία. Εξαιρετική συνεργασία τόσο με το λόγο, όσο και με τα κάδρα που έπλασε η σκηνοθέτιδα. Στη σκηνή του θρήνου οδήγησε την αδρεναλίνη των θεατών σε υψηλές πτήσεις.

Η κίνηση της Πατρίσιας Απέργη έδωσε πνοή και σφρίγος στις εικόνες, αιχμηρότητα στο λόγο και αποτέλεσε ατού της παράστασης, αν και, ειδικά στην αρχή, είχε κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα.

Οι φωτισμοί του Σίμου Σαρκετζή έπαιξαν αρκετά με τις σκιές και ήταν άψογα εστιασμένοι στους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Για τη μουσική διδασκαλία υπεύθυνη ήταν η Μελίνα Παιονίδου.

Συμπερασματικά, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, είδα μια παράσταση που αντιμετώπισε το έργο του Ευριπίδη με αποκρυσταλλωμένη άποψη για τη φύση και τα βαθύτερα νοήματα του αρχαίου κειμένου. Ισορρόπησε ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία, χρησιμοποίησε μια λεπτή ειρωνεία στην οπτική της, έπλασε εικόνες που υπηρέτησαν απόλυτα το λόγο και συνεργάστηκε άψογα με τη μουσική και την κίνηση για να συντονίσει ένα καλοκουρδισμένο επιτελείο ηθοποιών. Κάποιες μικρές ατέλειες ή αρρυθμίες υπήρξαν, αλλά δεν επηρέασαν παρά ελάχιστα το άρτιο τελικό αποτέλεσμα. Και αποτέλεσε μία από τις πλέον ευτυχείς στιγμές του φετινού Φεστιβάλ.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.