ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


1.0/5 rating 1 vote

Το γνωστό έργο του William Shakespeare, τη "Δωδέκατη Νύχτα", διασκευάζει και σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Δημήτρης Καρατζάς.

Η Βιόλα και ο Σεμπαστιάν, δίδυμοι, ναυαγούν στις ακτές της Ιλλυρίας και μεταμορφώνονται η πρώτη σε αγόρι και ο δεύτερος σε κορίτσι, προκαλώντας αρκετά ερωτικά μπερδέματα στους ανθρώπους, με τους οποίους έρχονται σε επαφή.
Ο Σεζάριο-Βιόλα στην υπηρεσία του κόμη Ορσίνο, μεταφέρει τα ερωτικά του μηνύματα προς την κόμησσα Ολίβια, ενώ ο Σεμπαστιάν που σώζεται από τον πλοίαρχο Αντώνιο, μόλις εμφανίζεται στο προσκήνιο περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Τη Δωδέκατη Νύχτα, όπου όλα επιτρέπονται και γίνονται αποδεκτά, πολλά ερωτικά μυστικά αποκαλύπτονται και πολλοί γρίφοι βρίσκουν τη λύση τους.

Η μετάφραση του έργου ανήκει στο Νίκο Χατζόπουλο, ο οποίος δίνει μια προσέγγιση, όπου ο ποιητικός λόγος εναλλάσσεται με έναν πιο πεζό και καθημερινό λόγο και η οποία, αν και κάνει την παράσταση ίσως πιο προσιτή σε ένα ευρύ κοινό, κάπου μπερδεύει και δεν κρατάει συνέχεια τις ισορροπίες μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου. Πάντως ο θεατής δε θα αντιμετωπίσει δυσκολίες ως προς την ευρύτερη κατανόηση του κειμένου.

Ο Δημήτρης Καρατζάς σκηνοθετεί το εγχείρημα με μια σύγχρονη οπτική, η οποία δίνει μεγάλη σημασία στην αισθητική και στη σκηνική παρουσία των ηθοποιών. Διατηρεί μόνο τμήματα του έμμετρου λόγου και σε όλα τα υπόλοιπα, προσπαθεί να κάνει μια ανάγνωση πέρα από τα καθιερωμένα. Μετατρέπει τη μεγάλη σκηνή σε μία θάλασσα από κόκκινο τούλι και μέσα εκεί μετακινεί τους ηθοποιούς του, τοποθετώντας όλους τους χώρους δράσης των ηρώων.
Το σκηνικό γίνεται έτσι ένα ενεργό εργαλείο, που παίζει και αυτό το ρόλο του στην εξέλιξη της ιστορίας, για άλλους θετικό και για άλλους αρνητικό. Σε κάποιες σκηνές ένιωσα να περιορίζεται το πεδίο δράσης των ηθοποιών, καθώς ο χώρος κίνησής τους αυτοπεριοριζόταν από τη σκηνοθεσία.
Η αισθητική των κοστουμιών ήταν τέτοια που αποσπούσε το μάτι του θεατή από τα σκηνικά τεκταινόμενα και από το λόγο. Οι ήρωες είναι συχνά απογυμνωμένοι από αισθήματα και ερμηνεύουν στυλιζαρισμενα και με συγκεκριμένο τρόπο κίνησης και εκφοράς του λόγου, με αποτέλεσμα να υπάρχει συχνά μια ομοιομορφία και μια επανάληψη μοτίβων που γίνεται κλισέ. Τα νοήματα του σαιξπηρικού λόγου δε χάνονται, κυρίως ό,τι έχει να κάνει με τον έρωτα και τη δυναμική του, αλλά συχνά χάνουν την έντασή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την κωμική "οξύτητα" της παράστασης. Οι κωμικές καταστάσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ηρώων, φαίνεται να "συγκρατούνται" και να μην αναπτύσσονται επαρκώς και παραμένει μια αίσθηση πικρής μελαγχολίας να πλανάται στην ατμόσφαιρα.
Τέλος, οι ήρωες δείχνουν ηθελημένα άσχημοι και ελαφρώς παραμορφωμένοι και συχνά άφυλοι ή αντιερωτικοί. Τα όρια μεταξύ άντρα και γυναίκας συχνά είναι ασαφή, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την αμφιφυλοφιλία και τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες που ακολουθούν το φύλο.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση σε ευρεία χρήση, καταλήγει να αποτελεί σχόλιο της παράστασης, χωρίς όμως να προτείνει κάτι ή να δίνει μια λύση. Κι έτσι η ουσία της παραμένει ψυχρή και απόμακρη, χωρίς να δείχνει ότι ζει και βιώνει πραγματικά την προβληματική της.
Το γυμνό στην τελική σκηνή, δε με έπεισε για την αναγκαιότητά του σα μια προσπάθεια αναζήτησης ταυτότητας, αλλά μου έμεινε σα μια σκηνή εύκολου εντυπωσιασμού.
Δεν είμαι οπαδός μιας κλασσικής ή κλασσικίζουσας προσέγγισης στα σαιξπηρικά έργα, αλλά η μοντέρνα οπτική πρέπει να υποστηρίζεται συνολικά και να έχει πατήματα να αναπτυχθεί και να δώσει το στίγμα της, ενώ όταν είναι αποσπασματική αλλοιώνει τη μορφή και την ευκρίνεια της παράστασης.
Ο ρυθμός του έργου είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα με τις σιωπές και τις σκηνές με τους ήχους του μικροφώνου να παίζουν αποπροσανατολιστικό ρόλο και να αποεστιάζουν το ενδιαφέρον του θεατή από το κείμενο.

Ο Γιάννης Κλίνης αναλαμβάνει το ρόλο του Φέστε, του γελωτοποιού, ενός άτυπου αφηγητή, ο οποίος παίζει ενεργό ρόλο και στην εξέλιξη του έργου. Είναι από τους λίγους χαρακτήρες που δείχνουν να πατούν στην πραγματικότητα, παράλληλα με τη φαντασία και αφηγείται γαλήνια και ψύχραιμα, συνδέοντας πολλές φορές σκηνές με κενά στην εναλλαγή τους.

Η Έμιλυ Κολιανδρή υποδύεται τη Βιόλα/Σεζάριο, με μία ήρεμη αποφασιστικότητα και μια εσωτερική ένταση που εκφράζεται κυρίως στη χροιά της φωνής της. Ισορροπεί μεταξύ κίνησης και λόγου με την πρώτη κοφτή και ελεγχόμενη και το δεύτερο κοντρολαρισμένο και χωρίς αχρείαστες εξάρσεις. Υπηρετεί έτσι και το κείμενο, αλλά και την αισθητική ματιά του σκηνοθέτη με συνέπεια.

Η Εύη Σαουλίδου παίζει την Ολίβια, το ερωτικό αντικείμενο του κόμη Ορσίνο, συνήθως άψυχα και χωρίς πάθος, ενώ μόνο σε κάποιες σκηνές ο λόγος της αποκτά ειδικό βάρος και χρώμα. Δεν ξέρω αν η διακύμανση αυτή, προέρχεται από σκηνοθετική οδηγία ή αποτελεί επιλογή της ηθοποιού, αλλά η παρουσία της γενικά κυμάνθηκε σε μέτρια επίπεδα και χωρίς ενδιαφέρον. Ο Νίκος Χατζόπουλος στο χαρακτήρα του Μαλβόλιο είχε δύο όψεις. Αξιοπρεπής και με ελαφρώς σκωπτικό και κωμικό προφίλ στο πρώτο μέρος του έργου, έδωσε έναν ήρωα που είχε κάποιο εκτόπισμα και με την παρουσία του επηρέαζε τις εξελίξεις.
Στο δεύτερο μισό της παράστασης, ο ρόλος κατέληξε να είναι καρικατούρα και με κωμική αμετροέπεια. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης τον κράτησε στο πίσω μέρος της σκηνής και περιόρισε σημαντικά την παρουσία του στις εξελίξεις, ο ηθοποιός δεν ένιωσα ότι έδωσε ότι μπορούσε στην υπηρεσία του έργου.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου σαν Ορσίνο, έδειχνε αμήχανος σε ένα ρόλο που θεωρητικά του έδινε την ευκαιρία να αναδείξει το ταλέντο του, αλλά ο λόγος του ηχούσε συχνά κενός και χωρίς να τον υποστηρίζει με το αντίστοιχο πάθος του ερωτευμένου. Χωρίς εξάρσεις, χωρίς ερωτικούς χυμούς, έμοιαζε σχεδόν υποταγμένος σε μια ανώτερη μοίρα από την αρχή και δε συμμετείχε όσο ενεργά θα τον ήθελα, δημιουργώντας ένα άχρωμο (και αταίριαστο) υποψήφιο ζευγάρι με την Ολίβια.

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης στο ρόλο του πλούσιου σερ Τόμπι Μπελτς είχε μια φυσικότητα και έναν αυθορμητισμό στο λόγο και τις αντιδράσεις του και ήταν από τις περιπτώσεις που υποστήριξε επαρκώς στην παράσταση τις κωμικές στιγμές του τόσο λεκτικά, όσο και κινητικά. Και γενικότερα είχε μια απολαυστική και δυναμική παρουσία στο έργο.

Αντίθετα, ο Μιχάλης Σαράντης (σερ Άντριου Έιγκιουτσικ), κωμικός συνοδοιπόρος του Τόμπι Μπέλτς σε αρκετές σκηνές, δεν είχε εκτόπισμα για να ακολουθήσει τις επιταγές της παράστασης και μάλλον υστέρησε σε μια παρουσία αδύναμη και ανέμπνευστη.

Ο Άρης Μπαλής έπαιξε τον Σεμπαστιάν στην αρχή χωρίς ιδιαίτερο πάθος και ένταση, ενώ στη συνέχεια έδειξε να φορτώνει και να ανεβάζει στροφές, φτάνοντας σε ικανοποιητικό επίπεδο προς το τέλος. Διατήρησε χαμηλούς τόνους, αλλά δούλεψε τις λεπτομέρειες του ρόλου του.

Η Ελίνα Ρίζου δε στάθηκε πειστικά και με την απαραίτητη ένταση την ωφελιμιστική παρουσία της Μαρίας, χρησιμοποιώντας πολλά κλισέ. Και έμεινε εκεί, χωρίς να προσπαθήσει να δουλέψει το ρόλο περαιτέρω και να τον εξελίξει.

Ο Αινείας Τσαμάτης έπαιξε τον Αντόνιο, έχοντας μικρή συμμετοχή στην εξέλιξη του έργου και κυρίως προς το τέλος του. Με σταθερό και δυνατό λόγο και αποφασιστικότητα στην κίνησή του στάθηκε καλά στη σκηνή.

Ο Βαγγέλης Αμπατζής, ο Δημήτρης Κίτσος, ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης σε πολλαπλούς και εναλλασσόμενους ρόλους (Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν κλπ.) συμπλήρωσαν επιτυχημένα το καστ και συνεργάστηκαν πολύ καλά μεταξύ τους.

Τα σκηνικά της Κλειώς Μπομπότη είχε το κόκκινο τούλι κυρίαρχο της παράστασης, το οποίο δημιούργησε κατ'αρχήν μια ιδιάζουσα και ενδιαφέρουσα αισθητική εικόνα, σύντομα όμως η πρωτοτυπία της αρχής ξεπεράστηκε και χρειαζόταν κάποια ανανέωση.

Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη άγγιξαν το κιτς και συχνά αποτέλεσαν πρωταγωνιστή κάποιων σκηνών, χωρίς να χρειάζεται. Ίσως η αρχική σκέψη ήταν η προσθήκη μιας παιγνιώδους διάθεσης στην ατμόσφαιρα.

Η κίνηση της Σταυρούλας Σιάμου, υπηρέτησε το σκηνοθετικό όραμα με συνέπεια και υποστήριξε με επάρκεια το λόγο σε όλες του τις εκφάνσεις.

Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού με έντονη και συνεχή παρουσία στη ροή του έργου, γενικά ευχάριστη, χωρίς να γίνεται ενοχλητική.

Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού είδα μια παράσταση που διατήρησε ένα βασικό ιστό από το σαιξπηρικό κείμενο και χρησιμοποίησε μια μοντέρνα και αφαιρετική αισθητική για να εκφράσει τον έρωτα και τα προβλήματα που αυτός δημιουργεί. Δίνοντας μεγαλύτερη σημασία και δυναμική στην εικόνα και λιγότερο στο λόγο και τις ερμηνείες, θέλησε να αποτυπώσει μια προσωπική σφραγίδα στο έργο, αλλά αυτή δεν κατάφερε να συμβαδίσει με την ουσία του. Η προσωπική αισθητική του σκηνοθέτη δεν κατάφερε να δώσει μια ολοκληρωμένη ματιά, όπου το διαφορετικό να μπορεί να διατηρήσει αναλλοίωτη τη στιβαρότητα του λόγου και να ενισχύσει την προβληματική του. Γι'αυτό και έμεινε στις καλές προθέσεις της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.