ΜΗΔΕΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΜΗΔΕΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.5/5 κατάταξη (15 ψήφοι)

Την τραγωδία του Ευριπίδη "Μήδεια" σκηνοθέτησε στο μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου ο Δημήτρης Καραντζάς. Το υλικό του αρχαίου Έλληνα τραγικού ποιητή (σε μετάφραση Μ. Βολανάκη) έχει μπολιαστεί και εμπλουτιστεί με χωρία από το έργο του Χάινερ Μίλλερ "Μήδειας Υλικό" (σε μετάφραση Νίκου Φλέσσα), το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι (σε μετάφραση Δημήτρη Αρβανιτάκη) και το ομότιτλο έργο του Ζαν Ανούιγ (σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη).
Στη σκηνή τρεις άντρες στη διανομή των ρόλων. Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Η Μήδεια, ανηψιά της Κίρκης και άρα θεϊκής καταγωγής, παντρεύεται τον Ιάσονα και του χαρίζει δύο άρρενες απογόνους. Αυτός μη αρκούμενος στα δώρα της, προδίδει τον έρωτά της και παίρνει με γάμο και τη Γλαύκη, την κόρη του Κορίνθιου βασιλιά Κρέοντα, ενώ η Μήδεια αποπέμπεται ως βάρβαρη. Οργίζεται δικαιολογημένα για την αδικία αυτή και εκδικείται στέλνοντας δηλητηριώδη δώρα στη Γλαύκη και τον Κρέοντα θανατώνοντας τους, ενώ σφάζει και τα ίδια της τα παιδιά για να τα γλυτώσει από την εξορία.
Η αρχετυπική αντίθεση αρσενικού και θηλυκού, το μέγεθος της οργής της απατημένης συζύγου στα ηθογραφικά πρότυπα της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής, αλλά και μία βαθύτερη αντίθεση μεταξύ της μαγείας της δέσμευσης του όρκου (που μοιραία αντιπροσωπεύει το δίκαιο) και της κατάλυσής του από τον Ιάσονα (που αντιπροσωπεύει μία πιο υλιστική προσέγγιση των πραγμάτων), αποτελούν το θεματικό πυρήνα του μύθου της Μήδειας. Το κείμενο με τις προαναφερθείσες προσθήκες στους στίχους της αρχαίας τραγωδίας, έχει ενότητα, ροή και συνέχεια και αποτελεί μια ενιαία εννοιολογική οντότητα. Η δραματουργική επεξεργασία του ανήκε στο σκηνοθέτη και τη Θεοδώρα Καπράλου.

Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί αυτή τη φρέσκια προσέγγιση του αρχαίου μύθου, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της κλασσικής οπτικής της ιστορίας και των πράξεων της γυναίκας, αλλά και της μάγισσας και μιας πιο ανδροκεντρικής προσέγγισης των ενεργειών της, για τις οποίες θα τη δικαιολογήσουν ή θα την ψέξουν. Οι αντιθέσεις και τα ψυχολογικά δίπολα μπήκαν από την αρχή στο προσκήνιο, με τα "γιατί" να πλανώνται στην ατμόσφαιρα της παράστασης και να ψάχνουν για δικαίωση, ή έστω μια δικαιολογία. Το εντυπωσιακό σκηνικό (για το οποίο θα μιλήσω αναλυτικότερα) ερέθιζε πριν την έναρξη την όραση του θεατή και στο πρώτο τέταρτο του έργου επισκίασε το λόγο. Ίσως γιατί αυτός είχε μεν βαρύτητα, αλλά ο τρόπος της απαγγελίας τον απογύμνωσε από τη μεστότητα και τους χυμούς του. Αφηγηματικός, αλλά κρατώντας αποστάσεις από το συναίσθημα, ακούστηκε στεγνός και συνοδεύτηκε από μια στυλιζαρισμένη κίνηση των σωμάτων. Λίγη από τη μαγεία του συμβολισμού του σκηνικού, χάθηκε νωρίς στη ροή της ιστορίας, αλλά διατήρησε τη δραματουργική του χρησιμότητα και αξία ως το τέλος. Μόλις η ίδια η Μήδεια γίνεται κοινωνός της ιστορίας και σχολιαστής των ιδίων, προσωπικών της παθών, η παράσταση αποκτά ρυθμό, ροή και στόχο. Οι θεατές γίναμε μάρτυρες μιας χαμηλότονης, αλλά ψυχωμένης αφήγησης της Μήδειας, έχοντας απέναντί της επικριτικούς τους Κρέοντα, Αιγέα και Ιάσονα και δίπλα της συμπαραστάτες Χορό και Τροφό. Ο σκηνοθέτης απογύμνωσε την ιστορία από κάθε ερωτικό στοιχείο, αλλά δεν άφησε την τρυφερότητα και την κατανόηση έξω από τη ματιά του. Κάποια χορικά αποσπάσματα ίσως ακούστηκαν λίγο άκαιρα και εκτός τόπου, αλλά ο σκηνοθέτης κατάφερε να πλάσει διακριτούς χαρακτήρες και να αποσπάσει καλές και συντονισμένες ερμηνείες από τους ηθοποιούς του. Ίσως θα προτιμούσα σε κάποια σημεία μια ακόμα πιο αιχμηρή και ακραία προσέγγιση, αλλά και αυτή που είδα είχε ένταση, αγωνία, προσωπικότητα και έξυπνα ευρήματα. Επιπρόσθετα η τελική σκηνή των ηθοποιών να ερμηνεύουν σχεδόν αθέατοι στο σκοτεινό τμήμα της ορχήστρας και μια άμορφη ηλιακή μάζα στο κέντρο να μας τυφλώνει είχε μυστικισμό, ένταση και αισθητική άποψη.

Ο Γιώργος Γάλλος ανέλαβε το ρόλο της Μήδειας και βλέποντάς τον να ερμηνεύει έναν τόσο διαφορετικό ρόλο με τόση πληρότητα, συνειδητοποίησα πόσο μας έλειψε από τα θεατρικά πεπραγμένα του περασμένου χειμώνα. Κινείται στο κέντρο της σκηνής και πέριξ αυτού και σημειολογικά γίνεται το κέντρο της ιστορίας. Ο λόγος του δεν έχει άχρηστες φωνητικές εξάρσεις, αλλά έχει όλη την ένταση της μελαγχολίας και της τραγικότητας της ηρωίδας του, αλλά και έναν υπόγειο τόνο χειραγώγησης του κοινού για την ταύτισή του με το δίκιο του χαρακτήρα της. Ερμήνευσε με ένα "ήρεμο" πάθος, ελέγχοντας σχεδόν απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. Θύτης και θύμα μέσα στη Μήδειά του βρίσκονται σε μια γλυκιά σύγχυση και μια πικρή αντίθεση.
Ο Χρήστος Λούλης κράτησε τους αντρικούς ρόλους της παράστασης (Κρέοντας, Αιγέας, Ιάσονας) και μας ξανασύστησε το ταλέντο για το οποίο τον είχαμε ξεχωρίσει από τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις. Άλλοτε αγέρωχος και ανδροπρεπής, άλλοτε υπόγεια φοβικός και ενίοτε αυτοσαρκαστικός, με το σώμα του να ακολουθεί αρμονικά το λόγο του και τις εντάσεις του να εναλλάσσονται με την ήρεμη συνειδητοποίηση του ρόλου του στον κόσμο της Μήδειας, κάλυψε μια ευρεία ερμηνευτική γκάμα στη διαδρομή των χαρακτήρων του.
Ο Μιχάλης Σαράντης σαν χορός, τροφός και αγγελιαφόρος είχε κεντρικό ρόλο στον ιδιαίτερο σχολιασμό του δράματος της Μήδειας. Συχνά λειτούργησε ως ψυχολογικό δεκανίκι της και όντας συμπονετικός και ευαίσθητος στήριξε τις επιλογές της. Ήταν άμεσος και είχε καθαρή και σωστά τονισμένη εκφορά του λόγου, αλλά και κίνηση μετρημένη και υποστηρικτική. Ως αγγελιαφόρος είχε την καλύτερή του στιγμή στην παράσταση, αποτυπώνοντας μια ανθρώπινη και εσωτερικά φορτισμένη απάντηση στη βία που σκορπά γύρω της η Μήδεια και τις επιπτώσεις της. Και οι τρεις ηθοποιοί είχαν συντονισμό, δυναμική και σκηνική χημεία, αποτελώντας μια συμπαγή ερμηνευτική ομάδα.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου ευφάνταστο και εντυπωσιακό, αποτέλεσε ένα σημαντικό εργαλείο στην εξέλιξη της ιστορίας και στη δραματουργική της κορύφωση. Λευκά κοριτσίστικα ενδύματα-πτώματα παιδιών κάλυπταν τη σκηνή και στο μέσο της ένα μικρό δέντρο που έδειχνε να αγωνιά να μεγαλώσει και να βρει το ρόλο του στη φύση. Και όταν αυτό ξεριζώθηκε, αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος σπειροεοδής ήλιος, που κάλυψε με το φως του τα ανθρώπινα πάθη.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, μαύρα επίσημα ενδύματα, είχαν μια ισοπεδωτική ομοιομορφία που δε λειτούργησε υποστηρικτικά στην τελετουργική δραματουργική εξέλιξη της ιστορίας, ενώ η μουσική του Ανρί Κεργκομάρ δεν ενόχλησε, αλλά δεν άφησε και το ηχητικό αποτύπωμά της στην παράσταση.
Η κίνηση του Χρήστου Παπαδόπουλου ήταν λειτουργική, σχεδόν τελετουργική και έδωσε σημασία στη λεπτομέρεια, στήνοντας τα σώματα έτσι ώστε να εναρμονίζονται σε μεγάλο βαθμό με το λόγο.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υπηρέτησαν σε απόλυτο βαθμό τη σκηνοθετική οπτική και ανέδειξαν το εντυπωσιακό σκηνικό.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του μικρού Θεάτρου της αρχαίας Επιδαύρου, είδα μια διαφορετική, πειραγμένη εκδοχή της Μήδειας, η οποία όμως δεν αλλοίωσε το μύθο, αλλά επιχείρησε να φωτίσει κάποιες άλλες πτυχές του. Η παράσταση ξεκίνησε διστακτικά και άργησε λίγο να βρει το ρυθμό και τα πατήματά της, αλλά στη συνέχεια κύλησε με αξιοπρέπεια και αξιόλογη αισθητική, ενώ ευτύχησε να συνεπικουρείται από πολύ καλές και συντονισμένες ερμηνείες από τους ηθοποιούς της. Η προσέγγιση, παρά τα κάποια κενά και τις αρρυθμίες της, είχε έμπνευση, κράτησε ενεργό το ενδιαφέρον των θεατών και είχε κάποιες πολύ δυνατές σκηνές.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.