ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΙΖΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΙΖΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το κείμενο του Μυρώδη Αδαμίδη με τίτλο "Μετά τη Βάρκιζα" σκηνοθετεί στη μικρή σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος. Σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας εκτυλίσσεται ένα από τα τόσα οικογενειακά δράματα που έλαβαν χώρα στην πατρίδα μας, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν σπαράχτηκε από τον εμφύλιο πόλεμο.
Μια μάνα με πρόσφατο ακόμα τον πόνο από το θάνατο του άντρα της, προσπαθεί να προφυλάξει και να κρατήσει ζωντανά τα τρία της παιδιά. Ο ένας στον Εθνικό Στρατό, ο άλλος στο Δημοκρατικό και η κόρη ενηλικιώνεται και θέλει να εκφράσει τις πολιτικές της ανησυχίες ακολουθώντας στο βουνό το ένα από τα αδέρφια της. Η μάνα προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να γεφυρώσει το χάσμα απόψεων μεταξύ των δύο γιων της, κρατώντας τα οικογενειακά κύτταρα ζωντανά, αλλά κάποιες φορές τα ίδια τα γεγονότα την ξεπερνούν και της θολώνουν το νου και την καρδιά. Ένα κατεξοχήν τραγικό πρόσωπο που βλέπει τον "πόλεμο" μεταξύ αδελφών να διαλύει την οικογένειά της και την ίδια της τη ζωή. Μια ιστορική αναδρομή, ίσως κατά τι μονόπλευρη ως προς την πολιτική της θέση, αλλά που επέχει θέση μιας ισχυρής καταγγελίας της αυτοκαταστροφικής τάσης που παρουσιάζουμε ενίοτε ως λαός, μετά από περίοδο πολέμου. Ο λόγος άμεσος, απλός, χωρίς ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία, όπως θα ταίριαζε σε μια οικογένεια χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση της ελληνικής επαρχίας μιας άλλης εποχής.

Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος σκηνοθέτησε την παράσταση με γνώμονα την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν πιο άρτιας αισθητικά και ερμηνευτικά προσέγγισης, μιας τυπικά σκοτεινής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, προσπαθώντας να κρατηθούν αποστάσεις από την υποκειμενικότητα των κρίσεων, αλλά και τη σκηνική υπερβολή. Η οικογένεια και οι δομές της είναι ο σκελετός πάνω στον οποίο "έχτισε" την ιστορία του, εμπλέκοντάς την στις συνέπειες του εμφυλίου, αλλά διατηρώντας τον άνθρωπο στο επίκεντρο και όχι τα γεγονότα. Άλλωστε όλη του η οπτική στην προσέγγιση του κειμένου είναι ανθρωποκεντρική με έμφαση στην αδελφική σχέση. Διατηρεί το ενδιαφέρον της ιστορίας του ζωντανό με το ρυθμό να ακολουθεί ένα γρήγορο βηματισμό και τις εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη. Το φως διαδέχεται τη σκιά και τούμπαλιν. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και στο λόγο, ο οποίος είχε σε κάποιες στιγμές καταιγιστικό ρυθμό και θα έπρεπε να μεσολαβούν και κάποιες παύσεις, αφενός για την καλύτερη κατανόηση των τεκταινομένων, αλλά και για τη στιγμιαία συναισθηματική αποφόρτιση του θεατή, οι οποίες υπήρξαν μόνο στις αλλαγές των σκηνών. Η κορύφωση του οικογενειακού δράματος ήρθε μετά από αρκετές μικρότερες κορυφώσεις και υπήρξε διαλυτική ως προς το συναισθηματικό βάρος που κουβαλούσε. Οι πρωταγωνιστές του λειτούργησαν συχνά ως ζωντανά δίπολα ανταλλαγής ιδεολογιών, σκέψεων και ιδεοληψιών, δίκαιου και άδικου, ζωής και θανάτου και ηθικής και ανηθικότητας. Υπήρξε και μια μικρή επαναληπτικότητα στα μοτίβα κάποιων σκηνών, αλλά στο σύνολό του το έργο ήταν συμπαγές και είχε ατμόσφαιρα.

Η Θεοδώρα Σιάρκου στο ρόλο της κυρα-Χρυσούλας, της μάνας, ήρθε αντιμέτωπη με τις απαιτήσεις ενός πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και ένιωσα ότι ανταπεξήλθε σε αυτόν. Είχε όλη την ένταση, την ψυχική φλόγα, αλλά και τη δυναμική να αποδώσει τη μάνα σε όλο της το μεγαλείο, από την τραγικότητα μέχρι τον ευτελισμό της. Σωστή άρθρωση, ελεγχόμενη τραγικότητα, στήσιμο σώματος και κίνηση ανάλογη με το λόγο, όλα συντέλεσαν στην οικοδόμηση ενός χαρακτήρα μάνας που αναπαρέστησε τον καμβά μίας ολόκληρης εποχής. Ο συναισθηματικός της κόσμος αποτυπωνόταν στο πρόσωπό της και στάθηκε ο καθρέφτης της ψυχής της ηρωίδας που υποδύθηκε.
Ο Σάββας Πογιατζής έπαιξε το Στέλιο, το γιο που ανήκε στο στρατό του ΕΛΑΣ και ενώ ξεκίνησε με μια νεανική ορμητικότητα και έναν ερμηνευτικό ενθουσιασμό, τον ένιωσα κάπως διστακτικό σε κάποιες σκηνές και λίγο άτολμο στους διαλόγους του, είτε με τη μάνα, είτε με τον αδελφό του. Χρειαζόταν λίγο πιο έντονη εκπροσώπηση των συναισθημάτων του χαρακτήρα του στη σκηνή και μεγαλύτερη εσωτερικότητα. Παρόλα αυτά, έδειξε ότι το καλό υλικό υπάρχει, απλά χρειάζεται λίγο καλύτερο συντονισμό.
Ο Μάνος Κωστής υποδύθηκε το Στάθη, το γιο που αντιπροσώπευε τον Εθνικό Στρατό και ο οποίος στάθηκε με ένταση, εσωτερικό σθένος και πάθος στη σκηνή, είτε για να υποστηρίξει τις πολιτικές θέσεις του, είτε για να υπερασπίσει τη θέση του στην οικογένεια. Έβγαλε οργή, έβγαλε παράπονο, αλλά και τον πόνο και τη νοσταλγία των ευτυχισμένων στιγμών της οικογένειας, χωρίς περιττές κινήσεις και άχρηστα ερμηνευτικά τρικ. Και έδειξε ότι με αντίστοιχη δουλειά, το μέλλον του ανήκει.
Η Τσαμπίκα Φεσάκη ήταν η Δέσποινα, η κόρη της οικογένειας, η οποία ενηλικιώνεται και αρχίζει να εκφράζει τις πολιτικές της θέσεις. Χαμηλών τόνων, αλλά και διεκδικητική, πλάθει μια νεαρή κοπέλα με ήθος, αλλά και στέρεο αξιακό σύστημα. Έχει δύναμη, έχει σωστή άρθρωση και ισορροπεί εξαιρετικά το συναίσθημα με την αίσθηση του καθήκοντος. Έχει δραματικές κορυφώσεις, χωρίς περιττές εξάρσεις και φωνητικές κορώνες.
Η Ειρήνη Πολυδώρου στο ρόλο της Ζωής και ο Κωστής Σαββιδάκης υποδυόμενος τον Αποστόλη συμπληρώνουν το καστ της παράστασης και βάζουν και αυτοί το ερμηνευτικό τους λιθαράκι σε αυτή.

Το σκηνικό του Ευθύμη Τζώρα ήταν αντιπροσωπευτικό ενός σπιτιού στην επαρχία, με αρκετά μικρά σκηνικά αντικείμενα, αλλά αφήνοντας και αρκετό χώρο στην κίνηση των ηθοποιών.
Τα κοστούμια του ίδιου είναι σε λιτή γραμμή και υπηρετούν τους χαρακτήρες που ντύνουν.
Η μουσική του Τάσου Σωτηράκη δημιουργεί καίριες μουσικές ανάσες στο θεατή, ενώ οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση ήταν εστιασμένοι στα πρόσωπα και τις συγκρούσεις τους.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη είδα μια παράσταση για μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας με έμφαση στον άνθρωπο και στους οικογενειακούς δεσμούς. Με σκηνοθεσία που έδωσε σημασία στη λεπτομέρεια και χώρο τόσο στην κριτική, όσο και στο συναίσθημα και μια ομάδα ικανών ηθοποιών που είχαν καλή σκηνική συνεργασία και απέδωσαν τις βαθύτερες πτυχές του ρόλου τους.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.