Ο ΑΛΑΒΡΟΣΤΟΙΣΕΙΩΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΑΛΑΒΡΟΣΤΟΙΣΕΙΩΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.4/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Το έμμετρο θεατρικό έργο του Παύλου Λιασίδη με τίτλο "Ο Αλαβροστοισειώτης" σκηνοθέτησε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ο Νίκος Χατζόπουλος. Γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στις αρχές της δεκαετίας του '60, από το μεγάλο Κύπριο λαϊκό ποιητή, αποτελεί μια ωδή στη σύγκρουση του φυσικού με το μεταφυσικό μέσα μας και ο τίτλος του σημαίνει ο αλαφροΐσκιωτος, ο ονειροπαρμένος.
Η ιστορία ενός αγοριού, του Αντωνή, τον οποίο οι γονείς του αγαπούσαν υπερβολικά, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τη διαφορετικότητά της συμπεριφοράς του σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Θεωρώντας πώς ήταν αλαφροΐσκιωτος και κυριευμένος από πνεύματα και νεράιδες, τον αφήνουν κλεισμένο σε ένα δωμάτιο, μέχρι μια προξενήτρα να τους φέρει τα νέα, ότι μια νέα ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός δέχεται για να μη χαλάσει το χατήρι των γονιών του και τους στενοχωρήσει, αλλά την τρίτη μέρα του γάμου του πεθαίνει. Μια απλή ιστορία, που κρύβει όλη τη μεστότητα και τους χυμούς ενός λαϊκού παραμυθιού και διατηρεί την αρχική της γλώσσα με το ιδιαίτερο χρώμα, τη μουσικότητα, τα ιδιώματα και τις ντοπιολαλιές της. Η λογική συγκρούεται με τη φαντασία και το κείμενο έχει έντονα ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία. Σε αυτό και για τις ανάγκες της παράστασης έχουν προστεθεί και ποιήματα από συλλογές του συγγραφέα. Το σύντομο γλωσσάρι που μοιράστηκε στους θεατές στην έναρξη ήταν χρήσιμο εργαλείο για την καλύτερη κατανόηση των νοημάτων του έργου.

Ο Νίκος Χατζόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση, θέλοντας να κρατήσει αναλλοίωτη τη λυρικότητα και την ευαισθησία του παραμυθιού, αλλά και να δώσει ένα λεπτομερές και βαθύ ψυχογράφημα των ηρώων. Δεν επιχειρεί ούτε στιγμή να αλλοιώσει το ρομαντισμό και τη μουσικότητα που αποπνέει η γλώσσα του κειμένου και την ενισχύει με το πιάνο να παίζει ζωντανά στο πίσω μέρος της σκηνής και τους ηθοποιούς συχνά να βάζουν λόγια στη μελωδία, τραγουδώντας χαμηλότονα και νοσταλγικά τον ανθρώπινο πόνο. Χρησιμοποιεί ευρηματικά το κεντρικό βάθρο, γύρω και μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται όλη η δράση, καθώς όλοι οι χαρακτήρες κινούνται κυκλικά γύρω από το κέντρο του, ενώ το χαμηλότερο επίπεδο του εσωτερικού χώρου συμβολίζει τον Άδη, τόσο τον προδοπικό, τον ψυχικό, όσο και τον κυριολεκτικό, που αποτελεί την αναπόφευκτη μοίρα μας. Η κίνηση έχει μια τελετουργία, ενώ η εναλλαγή λόγου, σιωπών και μουσικής που αλληλοσυμπληρώνονται, βοηθάει το θεατή να ταξιδέψει από τη φαντασία στην πραγματικότητα και τούμπαλιν. Ο θρηνητικός ή μελαγχολικός τόνος των μελοποιημένων ποιημάτων του συγγραφέα δίνει στην παράσταση μια αίσθηση λαϊκής τραγωδίας. Η παράσταση έχει ρυθμό, ατμόσφαιρα, συμπυκνωμένα και κατανοητά νοήματα και διατηρεί μία αβίαστη ροή μέχρι την κορύφωση-φινάλε, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.

Ο Γιωργής Τσουρής στο ρόλο του αλαφροΐσκιωτου Αντωνή, αποτυπώνει όλο τον ταραγμένο, ευαίσθητο και εύθραυστο ψυχικό κόσμο του ήρωά του. Οι φωνητικές του δυνατότητες, του δίνουν την ευκαιρία να συνδυάσει εύστοχα και συγκινητικά τη μελωδία με το λόγο και να αποδώσει με ακρίβεια και μεστότητα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Λιτός και ουσιαστικός στη χρήση των εκφραστικών του μέσων, χρησιμοποίησε όλο το εύρος των υποκριτικών του ικανοτήτων για να δώσει το προσωπικό του στίγμα στον ήρωα που μας σύστησε.
Η Άνδρη Θεοδότου ερμηνεύοντας τη μητέρα, καταφέρνει να σκιαγραφήσει με σπαρακτικό τρόπο, όλη την ανησυχία και την συναισθηματική διαδρομή που ακολουθεί, προσπαθώντας να κατανοήσει τις ψυχικές ιδιαιτερότητες του παιδιού της και να το σώσει από τα φαντάσματα που το στοιχειώνουν. Εμπλουτίζει συχνά τον πόνο με πικρό χιούμορ, ενώ το πρόσωπό της δείχνει να φωτίζεται όταν διαβλέπει ελπίδα στην πρόταση που της φέρνει η προξενήτρα.
Ο Δημήτρης Αντωνίου είναι μια πιο brutal πατρική φιγούρα, αγρότης και με λίγη παιδεία, που όμως μέσα από το φαινομενικά πιο σκληρό προφίλ του, προσπαθεί να αποδράσει από τα αδιέξοδα και τις αγωνίες του για την οικογένειά του.
Ο Κλείτος Κωμοδίκης σε κάποιους πιο μικρούς ρόλους (μεταξύ αυτών και του αδερφού του ήρωα), καταφέρνει να είναι εκφραστικός, άμεσος, δυναμικός και επαρκής σε όλους, ενώ η Μαρίνα Αργυρίδου συμπληρώνει το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης κάνοντας μια απρόβλεπτη και συχνά ανατρεπτική προξενήτρα, που φέρνει στην ιστορία την εφήμερη προοπτική ενός happy end.

Το σκηνικό της Βασιλικής Σύρμα υπηρέτησε πιστά τη σκηνοθετική οπτική και έδωσε οντότητα στους συμβολισμούς του λόγου, ενώ τα κοστούμια της ίδιας συνδύασαν απλότητα και φαντασία.
Η μουσική του Σταύρου Λάντσια αποτέλεσε πολύ σημαντικό εργαλείο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας της παράστασης και έντυσε υπέροχα με νότες το παιχνίδι μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού.
Η κίνηση της Βάλιας Παπακωνσταντίνου απόλυτα εναρμονισμένη με τη λιτότητα και την αισθαντικότητα του λόγου, ενώ οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη σε κάποιες στιγμές ένιωσα να φωτίζουν την ψυχή των ηρώων.

Συμπερασματικά, το Φεστιβάλ Αθηνών με τη συγκεκριμένη παράσταση κατάφερε να μας εισαγάγει σε ένα άγνωστο σε πολλούς κείμενο και στο γενναιόδωρο κόσμο της Κυπριακής λαϊκής παράδοσης. Η σκηνοθεσία ανέδειξε τον πλούτο της ιδιομορφίας της κυπριακής διαλέκτου, αλλά και όλη την ευαισθησία και το συναισθηματικό υπόβαθρο ενός λαϊκού παραμυθιού με έντονους συμβολισμούς. Οι ερμηνείες καλοκουρδισμένες και με έμφαση στις λεπτομέρειες, συντέλεσαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας παράστασης με υψηλή αισθητική και έντονα νοήματα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.