ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Στην κάτω σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, είδα το έργο των Duncan Macmillan και Johnny Donahoe με ελληνικό τίτλο "Όλα Αυτά τα Υπέροχα Πράγματα" (Every Brilliant Thing) σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. Ένα κείμενο που ανέβηκε για πρώτη φορά το 2013, απέσπασε το βραβείο Critic's Pick των New York Times και είδε να γράφονται γι'αυτό διθυραμβικές κριτικές στον τύπο της Μεγάλης Βρετανίας, διηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός επτάχρονου κοριτσιού, του οποίου η μητέρα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Αυτό, σαστισμένο και αιφνιδιασμένο από την ενέργεια αυτή, την οποία αγωνίζεται να κατανοήσει, αρχίζει να δημιουργεί, εν είδει ημερολογίου, μία λίστα από όλα τα υπέροχα πράγματα που μπορεί να σκεφτεί, για τα οποία αξίζει κανείς να ζει. Η λίστα εμπλουτίζεται και μακραίνει με το χρόνο, καθώς το κορίτσι μεγαλώνει, ενηλικιώνεται, δημιουργεί σχέσεις και παίρνει πλέον τη ζωή στα χέρια της. Τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν παύουν να την κυνηγούν και να στοιχειώνουν κάποιες στιγμές της. Στην ενήλικη αφήγηση της προσωπικής της ιστορίας, παρακινεί το κοινό να συμμετέχει στη ροή της αφήγησης και να παίξει κάποιους μικρούς χαρακτηριστικούς ρόλους, δίνοντας ένα διαδραστικό τόνο στο έργο. Η κατάθλιψη και το τι μπορεί κανείς να κάνει για να την καταπολεμήσει και να μην μπλέξει στα πλοκάμια της είναι ο κεντρικός θεματικός ιστός του κειμένου, γύρω από τον οποίο κινείται η λογική και το συναίσθημα του θεατρικού αυτού εγχειρήματος. Η μετάφραση του έργου ανήκει στον Αντώνη Γαλέο και η προσαρμογή του κειμένου στη θεατρική μορφή που παρακολούθησα ήταν της σκηνοθέτιδος και του Άρη Ασπρούλη.

Η Ιόλη Ανδρεάδη στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, κρατάει σύμφωνα με τις οδηγίες των συγγραφέων το σκηνικό χώρο άδειο από αντικείμενα, γεμίζοντάς τον με την πλεονάζουσα ενέργεια και την κίνηση της ηθοποιού της. Έχοντας μοιράσει στους θεατές κάμποσες καρδούλες διαφόρων αποχρώσεων με σύντομα και περιεκτικά μηνύματα που διαβάζονται από τους θεατές κατά αύξουσα κλίμακα, τους καλεί να συμμετέχουν με ιδιαίτερα ενεργό τρόπο στη ροή της παράστασης. Η αντιπαράθεση του αρνητισμού της απόπειρας αυτοκτονίας της μητέρας σε σχέση με τη θετική ενέργεια, τη ζωντάνια και τη νεανική ορμή της κόρης είναι συνεχής. Η σκηνοθεσία αφήνει σε μεγάλο βαθμό μια σκηνική ελευθερία στην ερμηνεύτρια, να δράσει, να αυτοσχεδιάσει και να εκφραστεί με λόγο και κίνηση, χωρίς όμως να μη δείχνει και αυτή παρούσα έχοντας θέσει κάποια όρια και έχοντας υπαγορεύσει τις οδηγίες πάνω στις οποίες πατά η ερμηνεία για να μην ξεχειλώσει και γίνει πλήρης αυτοσχεδιασμός. Επιδιώκει μέσα από τη συμμετοχή, την αυθόρμητη εστίαση του ενδιαφέροντος του θεατή, χωρίς όμως ακρότητες και τρικ που θα την εκβίαζαν. Και παραμένει γειωμένη με μία ρομαντική απόχρωση, παρά τη φαντασία που απαιτείται για την εικονοποίηση των υπέροχων πραγμάτων που ακούγονται στη ροή του έργου. Η διάρκεια της παράστασης αποτελεί ένα μειονέκτημα, καθώς έστω και ένας διαδραστικός μονόλογος χρειαζόταν μια συμπύκνωση της δράσης ειδικά στο τελευταίο του ημίωρο, που έδειξε να πλατιάζει σε κάποιες στιγμές. Αλλά κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον και τα ιδιαίτερα νοήματά της και να δώσει δύναμη και βάθος σε αυτά.

Η Μελίνα Θεοχαρίδου ερμηνεύει το μοναδικό ρόλο του έργου, το κορίτσι που βιώνει την απελπισία της μητέρας της και προσπαθεί μεγαλώνοντας να απαγκιστρωθεί από όλα τα τραύματα που αυτή της δημιούργησε. Και καταφέρνει να πιάσει τις ιδιαίτερες πτυχές του ρόλου αυτού και να τον προσαρμόσει στις ηλικιακές κλίμακες που διανύει στη ροή του έργου. Με παιδική αφέλεια και άγνοια κινδύνου στην αρχή, με μία κοριτσίστικη απλότητα και ευθύτητα που κάνει το λόγο να ακούγεται άμεσος και ευθύβολος και μια κίνηση απλή και παιγνιώδη μεταγγίζει ενέργεια και συναίσθημα στο θεατή, ο οποίος νιώθει να του αποκαλύπτει τα μικρά της μυστικά. Μεγαλώνοντας, διατηρεί τη γνησιότητα και τον αυθορμητισμό της και προσθέτει το δυναμισμό της εφηβείας στην ερμηνεία της και ένα μικρό νάζι όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί τα πρώτα της σκιρτήματα. Στην ενηλικίωση την παρακολουθούμε να αποκτά την ταυτότητα της γυναίκας, αλλά να διατηρεί την αμεσότητα και την ευαισθησία της, εναλλάσσοντας με ευκολία το κωμικό με το δραματικό στοιχείο του χαρακτήρα της. Μια ώριμη και μεστή ερμηνεία από ένα κορίτσι, που έδειξε να πιστεύει το ρόλο που της εμπιστεύτηκαν, να τον έχει κατανοήσει και να προσπαθεί με φλόγα και πάθος να τον επικοινωνήσει στο κοινό που την παρακολουθούσε.

Όπως προείπα, ο σκηνικός χώρος είναι γυμνός και στη ροή του έργου χρησιμοποιούνται κάποια στοιχειώδη αντικείμενα για να επικουρήσουν την ερμηνεία. Η επιμέλειά του ανήκει στη Δήμητρα Λιάκουρα, όπως και το απλό και καθημερινό κοστούμι που επέλεξε για την πρωταγωνίστρια, που τονίζει τη νεανικότητα και τον παιδικό της ενθουσιασμό.
Ο φωτισμός της Χριστίνας Θανάσουλα κράτησε μια ενιαία γραμμή στην παράσταση, αν και κάποιες στιγμές θα προτιμούσα μια ιδιαίτερη εστίαση στις εκφράσεις του προσώπου της ηθοποιού.

Συμπερασματικά, στην κάτω σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, είδα μια παράσταση ζωντανή, σύγχρονη, επίκαιρη με μια προβληματική που θίγει ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας. Είχε χιούμορ, είχε κορυφώσεις και ένα ρυθμό που αν και με λίγα σκαμπανεβάσματα και μια μικρή κοιλιά, διατήρησε το ενδιαφέρον του έργου σε υψηλό επίπεδο. Και συμπληρώθηκε από μια ερμηνεία, η οποία είχε δύναμη, ένταση, συναίσθημα και αμεσότητα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.