ΠΛΟΥΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΛΟΥΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.6/5 κατάταξη (40 ψήφοι)

Την παράσταση του Αριστοφάνη ΠΛΟΥΤΟΣ σκηνοθετεί ο Γιώργος Κιμούλης. Ένα γνωστό και προσφιλές κείμενο, που λόγω της αιχμηρής θεματολογίας της, απασχολεί εσαεί τον άνθρωπο.

Ο Χρεμύλος, είναι τίμιος και φτωχός και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αναρωτιέται αν μεγαλώνει σωστά το γιο του για να γίνει κάτι παρόμοιο, ή είναι προτιμότερο να επιλέξει γι'αυτόν το δρόμο του απατεώνα και να έχει λεφτά. Πάει στο Μαντείο των Δελφών με τον υπηρέτη του, τον Καρίωνα και ο διφορούμενος χρησμός της Πυθίας, του λέει να πάρει στο σπίτι του τον πρώτο άνθρωπο που θα βρει μπροστά του, μόλις βγει από το Μαντείο. Αυτός ο πρώτος είναι ένας τυφλός γέρος, που αποδεικνύεται ότι είναι ο θεός Πλούτος, που τιμωρήθηκε με τυφλότητα από το Δία, εξαιτίας του ότι μοίραζε τον πλούτο σε λάθος ανθρώπους. Τον πείθουν να προσπαθήσει να ξαναβρεί το φως του και να κάνει μια πιο ορθολογική διανομή του πλούτου.
Αντίθετη σε όλο αυτό το εγχείρημα η Πενία, η οποία ισχυρίζεται ότι αν όλοι γίνουν πλούσιοι, θα γίνουν και τεμπέληδες και κανείς πλέον δε θα δουλεύει. Ο Πλούτος ξαναβρίσκει την όρασή του και διακηρύσσει ότι μόνο μέσα από τη συλλογικότητα έρχεται η ευτυχία του ανθρώπου και όχι από την ατομική αναζήτηση του χρήματος, θέλοντας να κάνει πλούσιο το κράτος, ώστε να παρέχει τα πάντα στους πολίτες του και να μην έχουν ανάγκη προσωπικό πλούτο.

Στις δύσκολες συγκυρίες που βιώνουμε, ένα τέτοιο έργο παραμένει τραγικά επίκαιρο και σημερινό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τη βαθιά προβληματική του ποιητή. Η διασκευή του Γιώργου Κιμούλη εκεί εστιάζει και έχει πολλές αναγωγές στη σημερινή πραγματικότητα, αλλά πολλές φορές με τρόπο άγαρμπο και λόγο αναίτια χυδαίο, κάνοντας τη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη πάνω στην οποία στηρίχτηκε να μη γίνεται αντιληπτή και να περνά αδιάφορη.

Ο Γιώργος Κιμούλης ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του αριστοφανικού αυτού πονήματος, με στόχο να δώσει κάτι νέο και εμφυσήσει σε αυτό πνοή σύγχρονη και προσιτή στην πλειοψηφία του κοινού, ώστε να το έχει "μαζί" του, σε πολλές επιμέρους ατάκες.
Η παράσταση ξεκινά και βλέπουμε μια παρέα, η οποία μην μπορώντας να μπει σε ένα θέατρο, αυτοσχεδιάζει στιχάκια με τμήμα του κοινού να τους ζητά να παίξουν κάτι πιο ολοκληρωμένο. Επιλέγουν Αριστοφάνη που τον ξέρουν, δίνοντας μια δυναμική θεάτρου μέσα στο θέατρο, ένα εύρημα που αρχικά δείχνει ενδιαφέρον. Ο χορός συμμετέχει και παρεμβαίνει σε κρίσιμα σημεία, προωθώντας τη ροή του έργου. Οι τρεις κεντρικοί ρόλοι συνεισφέρουν και αυτοί με κάποια τραγούδια στη μουσική επένδυση της παράστασης, αλλά θεωρώ ότι δεν υπήρχε ανάγκη κάποιες σκηνές να μοιάζουν με μιούζικαλ του Bob Fosse, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις όλων των πρωταγωνιστών. Τα πολλά τραγούδια αλλοίωσαν τον κωμικό χαρακτήρα της παράστασης και έδωσαν ένα στοιχείο ξένο και δυσλειτουργικό, για έργο του Αριστοφάνη. Αρκετά "εσωτερικά" αστεία στους διαλόγους και κάποιες εύστοχες σκηνές, είχαν έξυπνο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, βγάζοντας γνήσιο γέλιο, όμως δυστυχώς η πλειοψηφία των κωμικών σκηνών βασίστηκε σε χιούμορ χυδαίο, απόλυτα προβλέψιμο ως προς το λόγο ή σε φτηνά τηλεοπτικής χροιάς αστεία, που εμένα με άφησαν παγερά ασυγκίνητο. Οι "κονσερβαρισμένα" διδακτικές ατάκες ήταν επίσης κραυγαλέες, με τους ηθοποιούς να σταματούν μετά από αυτές, περιμένοντας το χειροκρότημα-επιβράβευση του ευφυολογήματός τους. Περίμενα κάτι πιο έξυπνο, από έναν έμπειρο θεατράνθρωπο, όπως ο κύριος Κιμούλης, για να μην αποδυναμωθούν οι έξυπνες ιδέες του με στερεότυπα και απομιμήσεις (η Πενία να ονομάζεται Λαγκάρντ;). Υπήρξαν αρκετές σκηνές, όπου η πλοκή εξελισσόταν αβίαστα, ο λόγος είχε επίπεδο, η λεπτή ειρωνεία και η ατμόσφαιρα είχαν έμπνευση και οι έξυπνες σκηνικές μεταμορφώσεις των ηθοποιών, είχαν ενδιαφέρον. Αρκετές άλλες όμως, ήταν απλά προβλέψιμες, βαρετές, μέχρι και αχρείαστες. Στα μείον και η πολύ μεγάλη διάρκεια (πλέον του διώρου) του έργου που αποσυντόνισε στο τέλος το κοινό και ήταν θαρρώ, έξω από τους στόχους του Αριστοφάνη. Αλλά είπαμε, τρεις πρωταγωνιστές χρειάζονται το χρόνο τους στη σκηνή για να αναδείξουν το τάλαντό τους. Γενικότερα, υπήρξε έντονη η εναλλαγή ενδιαφέροντος και αδιαφορίας στη συγκεκριμένη παράσταση, καθώς και ευφυών και ανέμπνευστων σκηνών.

Ο Γιώργος Κιμούλης κράτησε για τον εαυτό το ρόλο του Θεού Πλούτου και της αντιπάλου Πενίας και ξεκίνησε την ερμηνεία του έξυπνα και κλείνοντας πονηρά το μάτι στο θεατή. Ενώ δεν είχε κανένα λόγο να εγκαταλείψει αυτό το μοτίβο, το οποίο έφερνε γέλιο, απλά όχι θορυβώδες, σύντομα έκανε μια στροφή σε τεχνικές προβλέψιμες και χιούμορ που μπορεί να προκάλεσε δυνατά γέλια, αλλά υπήρχε η αίσθηση του βεβιασμένου. Στις σκηνές που ένιωθε σίγουρος για τον εαυτό του, άφησε να φανούν πτυχές του ταλέντου του, αλλά οι περισσότερες προσπάθειες έμειναν ανολοκλήρωτες. Μέτρια παρουσία, σε ένα έργο που υπήρχε η δυναμική και τα εχέγγυα για κάτι μεγαλύτερο και ποιοτικότερο.

Ο Γιάννης Μπέζος υποδυόμενος το Χρεμύλο, υιοθέτησε το γνωστό μπλαζέ προφίλ που βλέπουμε και στην τηλεόραση και κάποιες σκηνές ένιωσα να τις αντιμετωπίζει διεκπεραιωτικά, χωρίς πάθος και εσωτερική φλόγα και χωρίς χρώμα στην άρθρωση του λόγου. Σε κάποιες άλλες συμμετείχε πιο ενεργά και έβαλε και λίγη ψυχή, μαζί με το σώμα στην ερμηνεία του, αφήνοντας υπονοούμενα ότι μπορούσε, αλλά δεν ήθελε να δημιουργήσει κάτι πιο δυνατό και αντιπροσωπευτικό των δυνατοτήτων του. Η συνεργασία του με τους άλλους συμπρωταγωνιστές του, όχι πάντα αρμονική, ακολούθησε κάποιες στιγμές πιο προσωπικά μονοπάτια. Λίγα τα καλά αστεία του, αλλά και ελαφρώς περιορισμένη η συμμετοχή του στο φεστιβάλ χυδαιολογίας κάποιων σκηνών.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης ανέλαβε τον Καρίωνα, τον υπηρέτη του Χρεμύλου, συμπληρώνοντας το πρωταγωνιστικό πάνελ. Και αυτός συντονισμένος με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, χρειάστηκε χρόνο και χώρο για τα τραγουδιστικά και τα ερμηνευτικά του σόλο και προσπάθησε σε κάποια από αυτά, να κερδίσει προσωπικές εντυπώσεις. Σε κάποιες ατάκες ύψωνε υπερβολικά την ένταση της φωνής του, ουσιαστικά φωνασκώντας, είτε για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του, είτε για περισσότερο χειροκρότημα. Πρακτικές που ο καλός ηθοποιός δεν έχει ανάγκη, προκειμένου να είναι αστείος.

Πίσω από τους τρεις, ο Τάσος Γιαννόπουλος ανέλαβε το Βλεψίδημο, τη γριά συκοφάντη και τον Ερμή (στην καλύτερή του ίσως σκηνική μεταμόρφωση) και αποτέλεσε μια καλή παρουσία στη σκηνή. Χωρίς ερμηνευτικές ακρότητες, με χιούμορ που βασίστηκε συχνά σε πραγματικούς κωμικούς διαλόγους και καλή σκηνική χημεία με τους τρείς κύριους ρόλους, είχε μια ισορροπημένη και δυναμική ερμηνεία.

Ο Αλμπέρτο Φάις στο Δίκαιο και τον Ιερέα, έδειξε ένα γενικά υποτονικό πρόσωπο, χωρίς διάθεση να υποστηρίξει κινητικά και σκηνικά τους ρόλους του.

Ο χορός αποτελούμενος από τη Χριστέλα Γκιζέλη, Βερόνικα Δαβάκη, Ευθύμη Ζησάκη (βραχνιασμένος και χωρίς δύναμη), Αλέξανδρο Ζουγανέλη, Παναγιώτη Κατσώλη, Κατερίνα Μαούτσου, Χριστίνα Σπατιώτη, Ντένια Στασινοπούλου, Ειρήνη Τσαβά, Ελένη Τσιμπρικίδου, Γιώργη Τσουρή (φωνητικά πρόσθεσε πόντους όπου συμμετείχε) και Χάρη Χιώτη (πολύ καλή κίνηση στο χώρο), ήταν καλοκουρδισμένος τόσο στη χορογραφία, όσο και στη μουσική που έπαιζαν και στις φωνητικές τους συμμετοχές στα τραγούδια των πρωταγωνιστών. Αρμονική και δεμένη ομάδα.

Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα χωρίς ιδιαίτερη φαντασία, σχετικά λειτουργικά, αλλά χωρίς να τραβούν το μάτι και την προσοχή του θεατή.

Τα κοστούμια της Σοφίας Νικολαΐδη αντίθετα, ήταν έξυπνα, σωστά επιλεγμένα και αυτά που ήταν στα όρια του κιτς, εξυπηρέτησαν συγκεκριμένους στόχους και πρόσθεσαν αλατοπίπερο στη ροή της παράστασης.
Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου είχε μεγάλη συμμετοχή στο έργο, αφού οι σκηνές που θύμιζαν μιούζικαλ, ήταν γεμάτες από δικές του εμπνεύσεις.
Οι στίχοι των τραγουδιών ήταν του Ισαάκ Σούση. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, εστίασαν κυρίως σε μεγάλα και γενικά πλάνα, ακόμα και στους μονολόγους των πρωταγωνιστών.

Η χορογραφία της Ελπίδας Νίνου και του Θανάση Γιαννακόπουλου, πολύ καλά δουλεμένη και ειδικά με το χορό έκαναν εξαιρετική και λεπτομερειακή δουλειά.

Συμπερασματικά, το φετινό ανέβασμα του ΠΛΟΥΤΟΥ, δια χειρός Γιώργου Κιμούλη έδειξε να έχει κατ'αρχάς προθέσεις για κάτι διαφορετικό με νέες ιδέες, θεατρικά ευρήματα και θεωρητικά καλές ερμηνείες. Μετά από το πρώτο αναγνωριστικό κομμάτι της παράστασης, μετακύλησε σε μία από τα ίδια, με χρήση χυδαίων και εξυπνακίστικων αστείων, διδακτικούς μονολόγους και ερμηνείες είτε βεβιασμένες, είτε πρόχειρες (πλην λίγων εξαιρέσεων). Η μεγάλη διάρκεια ήταν αχρείαστη, καθώς κάποιοι μονόλογοι επιδέχονταν σημαντικές περικοπές. Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν πάρα πολλά, θέληση υπάρχει να γίνουν;


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.