ΠΟΘΟΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΟΘΟΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 rating 1 vote

Το κλασσικό κείμενο του Ευγένιου Ο' Νηλ "Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες" σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Αντώνης Αντύπας.
Ένα από τα σημαντικότερα δράματα του αμερικάνικου ρεαλισμού, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ερωτικό τρίγωνο ενός 70χρονου κτηματία με την τρίτη του γυναίκα και το γιο του από τη δεύτερη σύζυγο. Η συμβίωσή τους στον ίδιο χώρο θα έχει τραγικές συνέπειες για όλους και θα οδηγηθούν σε συναισθηματικά και οικογενειακά αδιέξοδα. Η παθολογία του αμερικάνικου ονείρου με την επιθυμία του εύκολου πλουτισμού στις "χρυσοφόρες" εκτάσεις της Καλιφόρνια και η ανάγκη παλαιότερης και νεότερης γενιάς για ιδιοκτησία και κυριαρχία αναδεικνύει τις δαιδαλώδεις διαδρομές της ανθρώπινης ψυχής και τις μεθόδους που μεταχειρίζεται ο κάθε πρωταγωνιστής για να πραγματώσει τα όνειρά του. Ο έρωτας γίνεται πάθος και μπλέκεται με την επιθυμία για υλική ευημερία, μέσα από την οποία οι ήρωες αναζητούν την κοινωνική καταξίωση, τη διαιώνιση της γενιάς τους και την οικογενειακή γαλήνη.
Η μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα σε μια γλώσσα στρωτή και αρκετά κοντά στο σήμερα.

Ο Αντώνης Αντύπας μετά από χρόνια σκηνοθετικής απουσίας, αναλαμβάνει τα ηνία της παράστασης, προσπαθώντας να αναδείξει τη βαθύτερη ψυχολογία των ηρώων του και να δώσει την ανθρωποκεντρική υπόσταση της ιστορίας που αφηγείται. Μας συστήνει τους χαρακτήρες μέσα από τα εγγενή τους χαρακτηριστικά, τις φιλοδοξίες αλλά και τις αδυναμίες τους. Η γνωριμία αυτή γίνεται μέσα από διαλόγους, οι οποίοι όμως πάσχουν από μια κοινότοπη προβληματική και μια επίπεδη και άχρωμη εκφορά του λόγου και από καταστάσεις και συναισθήματα που δεν έχουν το απαραίτητο πάθος και φλόγα να φτάσουν στην πλατεία και να αγγίξουν το κοινό που παρακολουθεί. Τα αδιέξοδα τα συναισθηματικά, υλικά και ηθικά που βιώνουν οι ήρωες δεν έχουν τη δυναμική που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα συχνά ο λόγος να ακούγεται ξύλινος και καθόλου πειστικός. Ο ρυθμός του έργου ευθυγραμμίζεται με την αργή εξέλιξη της ιστορίας και δείχνει να δουλεύει στο ρελαντί, αντί να επιταχύνει και να αποκτά βηματισμό και ταυτότητα. Ακόμα και στην κορύφωση του προσωπικού δράματος των τριών πρωταγωνιστών τα συναισθήματα μοιάζουν στυλιζαρισμένα και προβλεπόμενα, με αποτέλεσμα την ψυχολογική κούραση του θεατή και την απομόνωσή του από τα τεκταινόμενα στη σκηνή. Οι ερμηνείες δεν καθοδηγούνται δημιουργικά και δείχνουν να ακολουθούν αφηρημένες γραμμές, σε ένα απρόσωπο και κρύο σκηνικό, χωρίς εμφανή στόχο να φτάσουν κάπου, ολοκληρώνοντας τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Δε συνυπάρχουν, δεν αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αλληλεπιδρούν, με τη μεταξύ τους χημεία να είναι αναιμική και αποδυναμωμένη. Είναι επόμενο ότι η σχετικά μεγάλη διάρκεια μιας παράστασης όπου λείπει το συναίσθημα, ένταση και η ταύτιση του κοινού με τους ήρωες, να μη λειτουργεί ευεργετικά για την οικονομία της
Ο Γιώργος Κέντρος υποδύεται τον Εφραίμ Κάμποτ, το γέρο πατέρα, του οποίου ο γάμος με τη νεαρή Άμπυ αποτελεί το κύκνειο άσμα του και την τελευταία του ελπίδα για ένα ήρεμο και γαλήνιο τέλος στη ζωή του. Υπάρχουν σκηνές που η φωνή του δείχνει να βγαίνει δύσκολα και να αδυνατεί να εκφράσει όλη του τη συσσωρευμένη αγωνία για τη συνέχεια της γενιάς του. Δεν επικοινωνεί ερμηνευτικά με κανέναν από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, μοιάζοντας μόνος και απομονωμένος στη σκηνή. Οι λίγες σκηνές πάθους, χαράς και λύπης, είναι χωρίς νεύρο.
Η Μαρία Κίτσου στο ρόλο της Άμπυ έχει μια ζεστασιά και μια εσωτερικότητα στην ερμηνεία της, που την κάνει να κυριαρχεί στη σκηνή και καταφέρνει να αποδώσει τη διττή προσωπικότητα της ηρωίδας της. Από τη μία η επιθυμία της για ιδιοκτησία και κοινωνική καταξίωση και από την άλλη η ερωτική ανάγκη που γίνεται πάθος συγκρούονται και είναι εμφανή σε μεγάλο βαθμό στο χρωματισμό του λόγου της, στο σκηνικό της στήσιμο, αλλά και στην έκφραση του προσώπου της. Σκιαγραφεί μια γυναίκα με πάθος και πάθη, των οποίων γίνεται έρμαιο στην κορύφωση του δράματός της.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου παίζει τον Ήμπεν, γιο του Εφραίμ από το δεύτερο γάμο του, που ακροβατεί μεταξύ του μίσους για τον πατέρα του και της άκρατης επιθυμίας του για την Άμπυ. Ξεκινά ελπιδοφόρα με μία συναισθηματική φόρτιση και ερμηνευτική δυναμική, αλλά γρήγορα δείχνει να ξεφουσκώνει και να μην εξελίσσει το χαρακτήρα του, τον οποίο αφήνει ερμηνευτικά και ψυχολογικά στάσιμο. Χάνεται το νεύρο, χάνεται το μέταλλο του ρόλου του και βαλτώνει στο ηθικό και συναισθηματικό τέλμα του ήρωά του με μία άνευρη και απρόσωπη κορύφωση.
Ο Νίκος Γιαλελής (Πήτερ) και ο Παναγιώτης Παναγόπουλος (Σίμεον) ερμηνεύουν με επάρκεια τους γιους του Εφραίμ από τον πρώτο του γάμο και ιχνογραφούν δύο χαρακτήρες αποξενωμένους από τον πατέρα τους και τους δεσμούς της οικογένειας, οι οποίοι την εγκαταλείπουν κυνηγώντας το όνειρο του γρήγορου πλουτισμού στην Καλιφόρνια.
Ο Σταύρος Μερμήγκης και ο Κώστας Λώλος συμμετέχουν με τους μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους του σερίφη και του βιολιστή αντίστοιχα, ενώ ο Γιώργος Ζυγούρης και ο Ανδρέας Παπανικόλας στην τελευταία σκηνή παίζουν τους βοηθούς του σερίφη. Μαργαρίτα Ανθίδου, Γιώργος Βερτσώνης, Ιουλιέττα Θύμη, Χριστίνα Ντέμου, Μάρθα Λαμπίρη-Φεντόρουφ, Μάγδα Λέκκα, Άλκης Μαγγόνας, Δημήτρης Τσεσμελής και Ανθούλα Χαιροπούλου συμπληρώνουν με την ενέργειά τους το καστ στη σκηνή του γλεντιού στο σπίτι των Κάμποτ.

Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα με τους ψηλούς κορμούς δέντρων και το ελαφρώς κεκλιμένο επίπεδο του σπιτιού, εντυπωσιακό στο σχεδιασμό, αλλά άχρωμο και απρόσωπο, ενώ τα κοστούμια του ίδιου είχαν τη λαϊκότητα της καθημερινότητας της αμερικάνικης επαρχίας και ήταν στη σωστή γραμμή.
Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου μελωδική, ταξιδιάρικη και με μια νότα νοσταλγίας μιας άλλης εποχής.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα προτίμησαν γενικά πλάνα, ενώ η κίνηση της Σταυρούλας Σιάμου έβγαζε ένα μπρουτάλ χαρακτήρα της υπαίθρου και υποστήριξε με επάρκεια το λόγο των χαρακτήρων της παράστασης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το κλασσικό έργο του Ο' Νηλ έτυχε μιας μάλλον αδύναμης και παλαιικής αντιμετώπισης. Έλειψε η σύγχρονη οπτική, η δύναμη, η ένταση και το πάθος που χρειαζόταν για να αποδοθούν σωστά οι αδιέξοδοι πόθοι των ηρώων, ενώ και οι ηθοποιοί δεν είχαν το αναγκαίο μεταξύ τους δέσιμο και τη χημεία για να πείσουν για την αληθοφάνεια των σχέσεων τους. Κάποιες καλές ερμηνείες και μια νοσταλγία στην ατμόσφαιρα δεν έφτασαν για να δώσουν ρυθμό και ζωή στην παράσταση και να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.


Σχόλια (2)

  • ΣΠΥΡΟΣ

    27 Φεβρουάριος 2017 στις 11:22 | #

    Ενω υποθετω θα θελαμε εναν χουβαρδα να το αποτελειωσει να το φερει στο σημερα να βαλει τους ηρωες με γυαλια ηλιου και γουνες να περιφερονται και να ακουνε μουσικη απο κασσετοφωνα και να μην εχεικαθολου σκηνικο. δεν συμμεριζομαι την αποψη σας και εγω και οσους εχω ρωτησει εχουν συγκινηθει και τους αρεσει πολυ αυτη η πιστη απεικονιση του νοτου εκεινης της εποχης. πιστευω καποια κειμενα και εργα κλασσικα πρεπει να τα αφηνουμε ετσι γιατι ο κοσμος διψαει να μεταφερθει σε μια αλλη εποχη και παραστασεις καταποντιζονται οταν αλλοιωνουν την μαγεια.

    απάντηση

  • ΝΙΚΟΣ ΧΟΝΔΡΟΣ

    03 Μάρτιος 2017 στις 21:42 | #

    Θα συμφωνήσω απόλυτα με την κριτική. Ο πατέρας και ο μικρός γιος με έκαναν να χάσω εντελώς επικοινωνία με το έργο.

    απάντηση

Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.