ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το έργο του Ιταλού συγγραφέα και σκηνοθέτη Furio Bordon με τίτλο "Τα Τελευταία Φεγγάρια", σκηνοθετεί ο Άγγελος Αντωνόπουλος, για δεύτερη χρονιά, στη σκηνή του Θεάτρου Άλμα. Ένας ηλικιωμένος καθηγητής είναι έτοιμος να μετακομίσει σε έναν οίκο ευγηρίας, ελλείψει άλλου χώρου, αποχωριζόμενος το σπίτι που φιλοξενούσε για πολλά χρόνια αυτόν και τις αναμνήσεις του. Κάνει απολογισμό της ζωής του, θυμάται τις χαρές και τις λύπες της και τα πρόσωπα που τη σημάδεψαν. Εκφράζει τις πίκρες του, αναγνωρίζει χαμένα όνειρα, κάνει μια αυτοκριτική με συχνά ειρωνική διάθεση και γλυκαίνει όταν συνομιλεί με το φάντασμα της πρόωρα χαμένης γυναίκας του. Άλλες στιγμές γίνεται λίγο σκληρός και απότομος με το γιο του και άλλες φορές γεμάτος κατανόηση και πατρική στοργή αναπολεί στιγμές που έζησε μαζί του και τις νοσταλγεί. Ένας ρόλος που σφράγισε την καριέρα του γοητευτικού Μαρτσέλο Μαστρογιάννι σε ένα κείμενο που είχε ξεχωρίσει ως "Θεατρικό κείμενο της χρονιάς" το 1993.

Η μετάφραση της Κατερίνας Κοσμαδάκη προσάρμοσε επιτυχημένα τον κόσμο του Ιταλού συγγραφέα στην ελληνική πραγματικότητα σε μια γλώσσα στρωτή και ρέουσα.

Ο Άγγελος Αντωνόπουλος στη σκηνοθετική του οπτική κράτησε μια δόση συγκίνησης και νοσταλγίας, χωρίς όμως να κάνει την προσέγγισή του υπερβολικά μελό και γλυκερή. Άλλωστε δε στοχεύει μόνο στο συναίσθημα του θεατή, αλλά να θίξει ταυτόχρονα με κομψό και τρυφερό τρόπο, ένα σοβαρό θέμα που αντιμετωπίζουν πολλές οικογένειες. Οι μεγάλοι άνθρωποι που νιώθουν ανεπιθύμητοι και συχνά καταλήγουν σε οίκους ευγηρίας είναι ένα πρόβλημα στο οποίο όλοι μπορεί να εμπλακούμε κάποια στιγμή. Το δάκρυ του πρωταγωνιστή βαδίζει χέρι χέρι με το χαμόγελο και οι αναμνήσεις έρχονται να υπερκαλύψουν το παρόν. Η κίνηση του περιορισμένη, θέλοντας να τονίσει ότι ο ηλικιωμένος νιώθει να πνίγεται και να μην τον χωράει το δωμάτιο που κάποτε αποτελούσε το σύμπαν του. Όταν απευθύνεται στο κοινό, το κοιτά στα μάτια και το προκαλεί να νιώσει και να συμπάσχει μαζί του. Υπάρχει μια μικρή επαναληπτικότητα σε κάποιες σκηνές, όπου λίγο ο ρυθμός χαλαρώνει, αλλά γρήγορα επανακτά το βηματισμό του και κυλάει άλλοτε πιο ανάλαφρα και άλλοτε πιο φορτισμένα. Ίσως θα ήθελα λίγο πιο βιτριολικό το χιούμορ του πρωταγωνιστή και λίγο πιο ειρωνικά αστείο, αλλά και πάλι υπάρχουν αρκετές στιγμές που λυτρώνουν από τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία που αυτές προκαλούν. Γενικότερα η σκηνοθεσία δεν ακολουθεί ρηξικέλευθα μονοπάτια, αλλά αντιμετωπίζει με ρεαλισμό, χιούμορ και ένταση το κείμενο και αγκαλιάζει και προστατεύει τους ήρωες του έργου. Σεβόμενη τη σκέψη και το συναίσθημα της πλατείας και με τη ροή του έργου να μοιάζει αβίαστη.
Ο Άγγελος Αντωνόπουλος αποτελεί έναν από τους τελευταίους ευπατρίδες της ελληνικής ηθοποιίας. Και μόνο που τον βλέπεις στη σκηνή να ζει το ρόλο που παίζει, αρκεί. Στη συγκεκριμένη παράσταση έβγαλε δύναμη ψυχική, συναίσθημα και σκηνική ποιότητα. Η ερμηνεία του δεν πέρασε μέσα από τη σύμβαση της σκηνικής του παρουσίας, αλλά ένιωσα να έχει βαθύτερη πηγή. Η οποία ανέβλυσε γνησιότητα και φλόγα.

Η Άριελ Κωνσταντινίδη υποδυόμενη το φάντασμα της πεθαμένης γυναίκας του, είχε μια αυθόρμητη, πηγαία θηλυκότητα και μια γνήσια νοσταλγία για μια παρουσία που είχε ταξιδέψει μακριά μας. Έκανε το θεατή να νιώθει την απουσία της και να υπεισέρχεται στο κουβάρι των αναμνήσεων που ξετύλιγε. Δεν εκβίασε ούτε συναίσθημα, ούτε λογική, απλά ακολούθησε πιστά τη γραμμή που υπαγόρευε η ερμηνεία του "σκηνικού" της συζύγου. Γλυκιά και τρυφερή, σε μία από τις καλύτερές της ερμηνείες που μπορώ να θυμηθώ.

Ο Στέλιος Ψαρουδάκης ερμηνεύει το γιο του ζευγαριού και ευθυγραμμίζεται άμεσα στη σκηνοθετική γραμμή. Αποτυπώνει γλαφυρά το ηλικιακό χάσμα με τον πατέρα του και την εσωτερική σύγκρουση των αναγκών του με την κρυμμένη του ευαισθησία και αγάπη. Και ιχνογραφεί μια αληθινή σχέση πατέρα-γιού με τις καλές και τις κακές του στιγμές. Το σώμα του άλλοτε σκληρό και άκαμπτο και άλλες φορές λυγίζει από το βάρος των αναμνήσεων.

Τα σκηνικά του Μιχάλη Σαμπλαούρα είχαν την οσμή του κλασσικού παλιομοδίτικου σπιτιού ενός καθηγητή και απέδωσαν εξαιρετικά την αίσθηση του παλιού και του σχεδόν ξεπερασμένου.
Τα κοστούμια του ίδιου ακολούθησαν και αυτά τις κλασσικές γραμμές και έντυσαν με απλό, αλλά κομψό τρόπο τους ήρωες. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα έμειναν εστιασμένοι στα πρόσωπα και τα αξιοποίησε με βάση το συναίσθημα.

Συμπερασματικά, στην παράσταση του Θεάτρου Άλμα, είδα μια προσπάθεια προσέγγισης ενός ευαίσθητου κειμένου με γνώμονα τις ερμηνείες και μία νοσταλγική κριτική μιας κατάστασης που αντιμετωπίζουμε καθημερινά στο περιβάλλον μας. Και αυτή η απεικόνιση είχε ένα χαρακτήρα κλασσικό, αλλά όχι παλιομοδίτικο. Λίγο αγαπησιάρικο, λίγο σκεπτόμενο, λίγο θυμόσοφο. Οι όποιες μικρές αδυναμίες δε στάθηκαν ικανές να χαλάσουν το θετικό πρόσημο στο τέλος της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.