ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Για δεύτερη χρονιά στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί το γνωστό έργο του Τσέχοφ "Τρεις Αδελφές". Ένα έργο που γράφτηκε από το σπουδαίο Ρώσο δραματουργό στην αυγή του 20ού αιώνα (1901) και ο ίδιος το χαρακτήριζε ως κωμωδία με μπουφόνικους χαρακτήρες.
Τα τέσσερα παιδιά ενός στρατιωτικού, μετά το θάνατο του πατέρα τους έχουν ξεμείνει σε μια σχετική μικρή και απομακρυσμένη πόλη της ρωσικής επαρχίας, αλλά διατηρούν ζωντανή την ελπίδα της επανόδου τους στην ιδανική πόλη των παιδικών τους χρόνων, τη Μόσχα. Καθένας από αυτούς έχει τις δικές του επιθυμίες, ελπίδες και αγωνίες, οι οποίες σιγά σιγά φυλλοροούν, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα, η οποία συμπαρασύρει στη λήθη κάθε τους προσδοκία. Οι τρεις νεαρές γυναίκες βρίσκουν μια κάποια παρηγοριά στη συντροφιά του γιατρού, του βαρώνου και του νέου στρατιωτικού διοικητή της περιοχής, αλλά το μεγάλο τους όνειρο παραμένει η Μόσχα και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από το παρόν, επενδύοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά τα όνειρά τους καταρρέουν ένα ένα, σαν τραπουλόχαρτα από τις συγκυρίες της ζωής και απομέουν να παρηγορούν η μία την άλλη. Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου έκανε ο ίδιος ο σκηνοθέτης με τη βοήθεια της Έρης Κύργια.

Ο Δημήτρης Τάρλοου κρατά το τιμόνι της σκηνοθεσίας στην παράσταση, στηρίζοντας την προσέγγισή του στην εκ βαθέων ανάλυση της ψυχολογίας των τριών νεαρών κοριτσιών, αλλά χωρίς αυτή να επισκιάζει και την παράλληλη εξέλιξη των υπόλοιπων βασικών χαρακτήρων. Η ιστορία της καθεμιάς είναι διαφορετική, όπως διαφορετικός είναι και ο χαρακτήρας τους, εξ' ου και οι διακυμάνσεις στην ένταση του συναισθήματος της επιστροφής στη Μόσχα. Βασιζόμενος σε αυτές ο σκηνοθέτης χτίζει τρία διαφορετικά προφίλ φροντίζοντας να κρατά την ισορροπία μεταξύ τους, τα οποία αλληλεπιδρούν για την επίτευξη του κοινού τους στόχου, παρ'όλα τα διαφορετικά τους κίνητρα. Ο χρόνος κυλά με μικρά καθημερινά γεγονότα, μικρές καθημερινές ανατροπές και πρόσωπα που κινούνται στο σύμπαν των κοριτσιών, είτε αποτελώντας ψυχολογικά στηρίγματα είτε βαρίδια στις προσδοκίες τους. Η φθορά έρχεται με τον καιρό, καθώς η Μόσχα ολοένα και απομακρύνεται, ξεθωριάζει και αρχίζει να γίνεται μια φρούδα ελπίδα. Αυτή η απελπισία του ανέφικτου μπολιάζεται από το σκηνοθέτη στις πρωταγωνίστριές του είτε στην εκφορά του λόγου τους, είτε στο "τραυματισμένο" στήσιμο του σώματος, είτε στο περισσό νεύρο στην κίνησή τους. Πέρα από τα καθαρά τσεχοφικά στοιχεία στην παράσταση ακούγονται στίχοι ελληνικών τραγουδιών και στίχοι των Καρυωτάκη και Ελύτη για να υπογραμμιστεί ότι παρόμοιες καταστάσεις ματαίωσης των ονείρων τους, μπορούν να βιώσουν οι άνθρωποι απανταχού της γης. Στο τέλος η Μόσχα παραμένει μακριά, η ζωή συνεχίζεται με τη μιζέρια της επαρχίας να γίνεται εντονότερη και τις κοπέλες να αναρωτιούνται τι έφταιξε και την ευτυχία τους δεν την προσέγγισαν ποτέ. Η ατμόσφαιρα βαραίνει συνεχώς, παράλληλα με τη ροή του έργου, αν και η εξέλιξή του κάποιες φορές γίνεται υπέρ του δέοντος αργή με κάποιες (ευτυχώς λίγες) σκηνές που έχουν περισσότερο φιλοσοφικό περιεχόμενο και λιγότερη ουσία ως προς το στόχο των κοριτσιών, ενώ η επαναληπτικότητα κάποιων μοτίβο μακραίνουν επικίνδυνα τη διάρκεια του έργου. Η υπόγεια τραγικότητα των ηρωίδων αποκαλύπτεται σιγά σιγά, ενώ στο δεύτερο μέρος λείπουν κάποιες μικρές κωμικές ή μουσικές οάσεις που θα απάλυναν την ψυχολογική ένταση του θεατή και θα τον αποφόρτιζαν. Ο εξελληνισμός των ονομάτων από Όλγα, Μάσα και Ιρίνα σε Όλγα, Μαρία και Ειρήνη και ο εκρωσισμός των Καρούζου και Χειμωνά (σε Καρούζοφ και Χιμονάσοφ) δε νομίζω ότι εξυπηρέτησαν κάποιο ουσιαστικό στοιχείο της παράστασης, θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει στα πρωτότυπά τους.

Η Ιωάννα Παππά ανέλαβε το ρόλο της κυκλοθυμικής Μαρίας, η οποία αποτυπώνει τις έντονες ψυχολογικές της διακυμάνσεις, με τη χαμηλή ένταση και το τρεμούλιασμα της φωνής της, καθώς και τα μικρά της σκηνικά ξεσπάσματα. Διαφυγή αποτέλεσαν και τα ρετρό τραγουδάκια που σιγομουρμούριζε απαλύνοντας την τραγικότητα ορισμένων σκηνών. Οι σκηνές με το σύζυγό της κρύβουν μια υπόγεια ειρωνεία, με την ερμηνεία της νεαρής ηθοποιού να κυμαίνεται σε υψηλά στάνταρ.
Η Λένα Παπαληγούρα υποδύθηκε την Ειρήνη και είχε ορμητικότητα και ενθουσιασμό, όπως θα ταίριαζε στο χαρακτήρα της, αν και κάποιες στιγμές φλέρταρε με την υπερβολή και το υπερπαίξιμο. Συμπαγής, σίγουρη φωνή και έντονη εξωτερίκευση συναισθημάτων στο πρώτο μέρος, όταν η σιγουριά της μετάβασης στη Μόσχα την έχει κατακλύσει, δείχνει να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν το όνειρό της απομακρύνεται, με το δυναμισμό της να γίνεται ένα τραγικό ξέσπασμα.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ήταν η Όλγα, που αποτελούσε σε όλο το έργο τη φωνή της ψυχραιμίας και της λογικής και είχε τη μεγαλύτερη συνέχεια και συνέπεια στο ρόλο της. Η συγκρατημένη ερμηνεία της σε σημεία στα οποία θα μπορούσε να επιχειρήσει ερμηνευτικά ξεσπάσματα, λειτούργησε υπέρ της, καθώς η σκηνική της συμπεριφορά φάνηκε προσεκτικά δουλεμένη και με διαφυγές στην κίνηση και στην έκφραση του προσώπου της. Στο τέλος δείχνει να αποτελεί το καταφύγιο για τη δυστυχία των αδελφών της. Η χημεία των τριών κοριτσιών ήταν σε υψηλό επίπεδο και με αρκετές μικρές λεπτομέρειες που την ανέδειξαν.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης έπαιξε τον αδελφό των κοριτσιών, Ανδρέα, ο οποίος άγεται και φέρεται από τις επιθυμίες της συζύγου του και δε φαίνεται να υποστηρίζει τα όνειρα των αδελφών του και τα δικά του. Αφήνεται έτσι στη φθορά της καθημερινότητας και στο τέλος δεν είναι ικανός να στηρίξει ούτε καν τον εαυτό του. Παραδόξως μαζί με τις φιλοδοξίες του, στη ροή του έργου, φαίνεται να εξατμίζεται και μέρος του πάθους της ερμηνείας του ηθοποιού, που καταλήγει σε ένα άνευρο φινάλε.
Η Μαριάννα Δημητρίου στο ρόλο της γυναίκας του Ανδρέα, Ναταλίας, προσθέτει ένα ιδιότυπο χιούμορ στην ερμηνεία της δεσποτικής γυναίκας, μετριάζοντας λίγο τη σκληρότητα των λόγων της. Το χιούμορ αυτό κρύβει μέσα του μια υπόγεια ειρωνεία και απειλή, δίνοντας στην ερμηνεία και την παρουσία της στη σκηνή ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ειδικό βάρος.
Ο Γιάννης Νταλιάνης ερμήνευσε το Βερσίνιν, τον καινούργιο στρατιωτικό διοικητή της περιοχής με άνεση και φλέγμα, δίνοντας υπόσταση και βάθος σε ένα ρόλο που θα μπορούσε να είναι και αδιάφορος. Άνετος στη σκηνή, χρησιμοποιώντας έξυπνα τις όποιες χιουμοριστικές του ατάκες, ήταν από τις ευχάριστες παρουσίες της παράστασης.
Ο Κώστας Κορωναίος έπαιξε τον Κουλίγκιν, το σύζυγο της Μαρίας, ένα σύνθετο χαρακτήρα και είχε αυθεντικότητα και ωριμότητα, αντιμετωπίζοντας με ένα ψύχραιμο και χιουμοριστικό τρόπο τη σχέση της γυναίκας του με το Βερσίνιν. Και παραμένει από τους ελάχιστους που το φινάλε τους βρίσκει να έχουν κερδίσει στον ψυχολογικό τομέα.
Ο Παντελής Δεντάκης υποδύθηκε το βαρώνο Τούζενμπαχ, σε μια ερμηνεία που έδειξε να ξεκινά διστακτικά στο πρώτο μέρος και να βρίσκει το βηματισμό, την ένταση και το στόχο της στο δεύτερο.
Ο Δημήτρης Μπίτος στο ρόλο του Σολιόνι, στάθηκε μάλλον υπερβολικά δίπλα στο ρόλο, στα όρια της καρικατούρας, χωρίς να έχει εντοπίσει την ουσία και τα βαθύτερα κίνητρά του, με αποτέλεσμα περισσότερη ένταση και κάποιους λάθος τονισμούς στην ερμηνεία του.
Ο Γιώργος Μπινιάρης σα γιατρός Τσεμπουτίκιν κινησιολογικά υπερπαίζει, ενώ η φωνή του δεν έχει ιδιαίτερο χρώμα και καταντά μονότονη και καταθλιπτική. Οι Πάρις Θωμόπουλος (Φεντότικ), Σπύρος Μοσχονάς (Ροντέ), Χάρης Τσιτσάκης (Φεραπόντ) και Μαριέττα Σγουρδαίου (Ανφίσα) σε μικρούς, χαρακτηριστικούς ρόλους συμπληρώνουν επιτυχημένα το καστ της παράστασης, σε ένα πολυπληθή, αλλά αρμονικό θίασο.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου λιτό, ίσως περισσότερο απ'ό,τι χρειαζόταν και όχι ιδιαίτερα λειτουργικό, αν και χρησιμοποίησε όλο το βάθος της σκηνής. Ειδικά από το πίσω μέρος της σκηνής οι φωνές ακούγονταν σα να έρχονταν από το υπερπέραν. Τα κοστούμια της ίδιας, αν και φανερά πιο σύγχρονα από την εποχή συγγραφής του έργου, ήταν αντιπροσωπευτικά της ψυχολογίας των χαρακτήρων και του κοινωνικού τους στάτους.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστιάζουν εύστοχα σε πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου ευχάριστη συντροφιά, αλλά χωρίς να αφήνει ένα στίγμα στην παράσταση.
Η κίνηση της Κορίνας Κόκκαλη συνεργάστηκε υποδειγματικά με τη σκηνοθετική οπτική και τις ανάγκες των ηθοποιών.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του θεάτρου Πορεία είδα ένα κλασσικό έργο σε μια πιο φρέσκια προσέγγιση, ανθρωποκεντρική, που διερεύνησε σε βάθος το ψυχολογικό υπόβαθρο των τριών ηρωίδων. Μεγαλύτερο σε διάρκεια απ'όσο χρειαζόταν και χωρίς να αποφύγει μια μικρή κοιλιά στη ροή του, αλλά με πολύ καλές ερμηνείες και με το σκηνοθέτη να εξελίσσει εύστοχα και δυναμικά τους χαρακτήρες.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.