YOUNG LEAR - ΚΡΙΤΙΚΗ

YOUNG LEAR - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Η Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί το κείμενο που επιμελήθηκε μαζί με τον Άρη Ασπρούλη, με τίτλο "Young Lear", για περιορισμένες παραστάσεις στο Θέατρο Θησείον.

Πρωτοπαρουσιάστηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Πρόκειται για ένα νέο έργο, βασισμένο στην ιστορία του βασιλιά της Βρεττάνης και προσαρμοσμένο σε ένα διαφορετικό σήμερα.

Πέντε αδέρφια περιμένοντας στο θάλαμο αναμονής μιας αίθουσας χειρουργείου, καθώς ο πατέρας τους υποβάλλεται σε μια πολύ λεπτή και κρίσιμη εγχείρηση, έρχονται αντιμέτωποι με τις σκέψεις και τα αδιέξοδά τους, τα οποία γίνονται εντονότερα με την αναμονή. Κάποια στιγμή ο μεγαλύτερος γιος αναλαμβάνει τον πατρικό ρόλο και τα λόγια του είναι παρόμοια με τα λόγια του τραγικού βασιλιά, σε ένα παιχνίδι που σιγά σιγά συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα αδέρφια και μέσα από αυτό βγαίνουν στην επιφάνεια έριδες και συγκρούσεις με φόντο την οικογενειακή δομή και τις αξίες που τη διέπουν.

Η παράσταση δεν μεταφέρει αυτούσιο το σαιξπηρικό κείμενο στο σήμερα, αλλά διατηρώντας κάποιες ατάκες και σκηνές, οι οποίες διανθίζονται με το κείμενο των σύγχρονων δημιουργών, δίνει τόπο έκφρασης και έμφαση σε μια σύγχρονη οικογενειακή τραγωδία.

Η Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί αυτό το εγχείρημα και στέκεται ιδιαίτερα προσεκτικά και κριτικά πάνω στο αρχετυπικό κείμενο του Σαίξπηρ. Την ενδιαφέρει περισσότερο η ανθρωποκεντρική του πλευρά και οι σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ πατέρα και παιδιών και ελλείψει του πατέρα, αυτού που αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του. Η έλλειψη αυτή τονίζεται ιδιαίτερα σε αρκετές σκηνές, γιατί αποτελεί κομβικής σημασίας στιγμή στην ανθρώπινη ζωή, όταν αναλαμβάνουμε πλήρως το τιμόνι της. Οι ρόλοι του Ληρ που αναλαμβάνουν τα αδέλφια, γίνονται ένας μανδύας για να αποκαλυφθούν οι ίδιοι και να δοκιμαστούν οι σχέσεις τους.

Η παράσταση έχει μια ενιαία δομή και δεν αλλάζει σκηνικό, αλλά οι αλλαγές των υποσκηνών μεταξύ των ηρώων γίνονται σχεδόν αδιόρατα και με άξονα το λόγο. Αυτός είναι δυναμικός και καθώς αποτελεί μείγμα σύγχρονου και παλαιότερου, γίνεται ο οδηγός πάνω στον οποίο στηρίζεται το όλο έργο. Κάποια στιγμή το παρελθόν παύει να αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος των ηρώων, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνο το καίριο ερώτημα "και μετά;"

Η σκηνοθέτις ισορροπεί εκεί και κρατά και την ευαίσθητη ισορροπία του έργου, μαζί με το ενδιαφέρον του θεατή. Η παράσταση έχει και τις κωμικές της στιγμές-ανάσες, που δημιουργούνται σχεδόν αυθόρμητα από το λόγο και τις ερμηνείες, ενισχύοντας το "σημερινό" χαρακτήρα του έργου, αλλά και το επιτυχές ταίριασμά του με το σαιξπηρικό δράμα.

Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης είναι αυτός που μετά την αμηχανία και τη σιωπή της αρχής, αναλαμβάνει τα ηνία του παιχνιδιού και αναπόφευκτα το ρόλο του πατέρα. Εκτός από ελάχιστες κινητικές κυρίως υπερβολές, ήταν σταθερός και μετρημένος στις εκφράσεις του και στην εκφορά του λόγου, δημιουργώντας μια πατρική υπόσταση στο χαρακτήρα που ερμήνευσε. Έδειξε να έχει δουλέψει μέσα του το διττό ρόλο τον οποίο ανέλαβε και να μεταπηδά από τον ένα στον άλλο, χωρίς να δημιουργεί κενά και χάσματα.

Χριστίνα Γαρμπή, Ελεάνα Καυκαλά και Μαρία Προϊστάκη αποτέλεσαν το γυναικείο τιμ των αδερφών, οι οποίες άλλη με λιγότερη και άλλη με περισσότερη ένταση, έφεραν σε πέρας την εξερεύνηση των δομών της οικογένειάς τους και αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στη σχέση τους με τον πατέρα Ληρ. Μπορεί να μην ήταν απόλυτα συντονισμένες, καμμία όμως δεν ξέφυγε από το γενικά καλό επίπεδο των ερμηνειών στην παράσταση, απλά υπήρξαν κάποιες μικρές διακυμάνσεις. Ο Θύμιος Κούκιος στο ρόλο του άλλου αδελφού, έπαιξε με συναίσθημα, συνέπεια και εσωτερική ορμή, κρατώντας γενικά χαμηλούς τόνους, αλλά έχοντας μια αξιομνημόνευτη και ουσιαστική παρουσία στη σκηνή.

Ο Γιώργος Κισσανδράκης στο ρόλο του σαιξπηρικού τρελλού, έπαιξε με άποψη και χωρίς υπερβολές, δίνοντας μια ιδιαίτερη νότα στο έργο, χωρίς να μετακυλίσει το ρόλο στην καρικατούρα ή στο φθηνό χιούμορ.

Τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα απλά και λειτουργικά δεν έπαιξαν κάποιο ρόλο στην παράσταση, καθώς δεν υπήρχαν έντονες σκηνές μετακίνησής τους, ενώ τα κοστούμια της ίδιας, ούτε πρόχειρα, αλλά ούτε ιδιαίτερα επίσημα, ήταν χαρακτηριστικά μιας οικογένειας που βρίσκεται σε θάλαμο αναμονής νοσοκομείου.

Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα λίγο γενικοί στη σύλληψή τους, προχώρησαν σε ένα συνολικότερο φωτισμό της σκηνής με περιορισμένη εστίαση στους ήρωες ξεχωριστά.

Η κίνηση της Ιόλης Ανδρεάδη μετρημένη και απόλυτα ταιριασμένη με το λόγο, είτε το σαιξπηρικό, είτε το σύγχρονο.

Συμπερασματικά, η παράσταση που παρακολούθησα στο Θέατρο Θησείον, ευτύχησε να "πατήσει" σε ένα ιδιαίτερα καλοφτιαγμένο κείμενο που συνδύασε επιτυχημένα παράδοση και σύγχρονη πραγματικότητα, χωρίς εκπτώσεις στα νοήματα που ήθελε να περάσει. Στηρίχθηκε και από μια δυναμική και ισορροπημένη σκηνοθεσία, οπότε παρά τις κάποιες μικρές αρρυθμίες είχε ατμόσφαιρα, δυναμική, ένταση και στάθηκε με αξιώσεις στις αρχικές της απαιτήσεις.
Για λίγο ακόμα καιρό στη σκηνή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.