1984 - ΚΡΙΤΙΚΗ

1984 - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το προφητικό κείμενο του Τζώρτζ Όργουελ "1984" σκηνοθετεί στη σκηνή του "Νέου Θεάτρου Κ. Βασιλάκου", η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Η διασκευή των Ρόμπερτ Άικι και Ντάνκαν Μακμίλαν δημιουργεί μια οπτική της ιστορίας, μέσα από το μυαλό του Ουίνστον, σε μία άνιση μάχη ενός μοναχικού ανθρώπου απέναντι στο παντοδύναμο και πανταχού παρόν "Σύστημα", που εν τέλει τον συντρίβει.
Ο κεντρικός ήρωας συνομιλεί με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και η γνωριμία του με την Τζούλια και η παράπλευρη ερωτική ιστορία που αναπτύσσεται μεταξύ τους, του δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ανατρέψει τη καθεστηκυία τάξη, το "Κόμμα". Η σύλληψή του από την Αστυνομία Σκέψης, μοιάζει προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη και η ανάκριση και ο βασανισμός του στο θάλαμο 101 από τον Ο'Μπράιεν τον φέρνει αντιμέτωπο με την ωμή και βάναυση αλήθεια. Ο εφιαλτικός, απρόσωπος, ευνουχιστικός κόσμος του Όργουελ είναι παρών στη μετάφραση της σκηνοθέτιδας, η οποία μας εισάγει αβίαστα στη βίαιη και ουσιαστικά εφιαλτική κοσμοθεωρία του συγγραφέα και των ηρώων του.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία του θεατρικού αυτού εγχειρήματος, ακολούθησε τις γραμμές και τις επιταγές του κειμένου, με στόχο να μας εισάγει άμεσα στον προσωπικό κόσμο του κεντρικού της ήρωα και να μας κάνει συμμέτοχους αυτών που "βλέπει" το μυαλό του. Δεν επιχείρησε κανενός είδους ωραιοποίηση του σύμπαντος που περιγράφει, ούτε κάποια δόση αντικειμενικότητας σε αυτόν. Ωμή, βίαιη, βαθιά σαρκαστική και έντονα υποκειμενική, εισβάλλει στη χαλαρότητα της κοσμοθεωρίας του θεατή και την καταρρίπτει θεαματικά. Η βεβαιότητα της εικονικής μας πραγματικότητας μετατρέπεται βίαια και απότομα σε μία συνθλιπτική ανησυχία και ανασφάλεια, με τον καταναγκασμό και την ισοπέδωση να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη σκέψη και τη νόηση. Η ατομικότητα ελέγχεται πλήρως και προβάλλεται στις μεγάλες οθόνες της αίθουσας εν είδει κοινού θεάματος. Η χειραγώγηση είναι το μέσον του απόλυτου ελέγχου της σκέψης και της θέλησης και μέσω της αληθοφανούς προσέγγισής του, προσπαθεί να "αιχμαλωτίσει" τη σκέψη του θεατή, μέσα στο σαρκαστικό και ψυχεδελικό κόσμο της παράστασης. Σύμμαχός της ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου και η έντονα κλειστοφοβική και με την αίσθηση της διαρκούς απειλής, ατμόσφαιρα. Μειονέκτημα, η περιορισμένη δυνατότητα θέασης της κεντρικής οθόνης από αρκετές "πλάγιες" και μπροστινές θέσεις, αφού τα σκηνικά χωρίσματα είναι πολύ μπροστά στη σκηνή και έχουν μεγάλο ύψος. Κάποιες παράπλευρες ιστορίες, ίσως να μην προλαβαίνουν να αναπτυχθούν όσο θα έπρεπε, αφού η όλη σκηνοθετική αρχιτεκτονική της παράστασης, οδηγεί μοιραία και αναπόφευκτα στην τρομακτικά αληθοφανή σκηνή του προσωπικού βασανισμού του κεντρικού ήρωα. Η πλήρης συντριβή του ανθρώπινου συναισθήματος και της σκέψης ολοκληρώνεται, χωρίς δυνατότητες διαφυγής η διεξόδου.

Ο Αργύρης Πανταζάρας επωμίζεται το βασικό χαρακτήρα του έργου, τον Ουίνστον. Ξεκινά να τον σκιαγραφεί με αυτήν την εσωτερική, υποβόσκουσα σιγουριά που έχει ο ήρωας, ότι μπορεί να ανατρέψει το καθεστώς και να κάνει τη διαφορά. Σιγά σιγά, αυτή η σιγουριά χάνεται για να τον κυριέψει η ανασφάλεια και η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του. Οι άμυνές του μία, μία υποχωρούν και οδηγείται στο πλήρες αδιέξοδο. Σε μία επίπονη σωματικά και πνευματικά μετάλλαξη, ο ηθοποιός είναι απόλυτα μέσα στο ρόλο του και δείχνει να υποφέρει επί σκηνής. Δυναμικός και επιβλητικός στην αρχή, καταλήγει να υποδύεται ένα αδύναμο και υποταγμένο "ανθρωπάκι".
Ο Νίκος Κουρής στο ρόλο του βασανιστή Ο' Μπράιεν είναι ακριβής και σχολαστικά συνεπής στις ισορροπίες του χαρακτήρα του, χωρίς όμως να φιλολογίζει και να κουράζει. Με κοφτή, μετρημένη κίνηση και λόγο διαυγή και αληθοφανή, κερδίζει το στοίχημά του με τον ήρωα που ερμηνεύει.
Η Λένα Δροσάκη σαν Τζούλια, ανεξήγητα διστακτική και συγκρατημένη στην αρχή, δείχνει να βρίσκει στη συνέχεια τα πατήματά της και να συντονίζεται ερμηνευτικά με το λόγο και την κίνηση του Ουίνστον, συνεπικουρώντας τον. Οι υπόλοιποι ρόλοι είναι σχετικά μικροί, αλλά συμπληρώνουν επιτυχημένα το ερμηνευτικό μωσαϊκό της παράστασης. Σεραφίτα Γρηγοριάδου (Κυρία Πάρσονς), Ερρίκος Μηλιάρης (Σάιμ), Αγησίλαος Μικελάτος (Μάρτιν), Νίκος Πυροκάκος (Πάρσονς) και Σωτήρης Τσακομίδης (Τσάρινγκτον), έχουν σωστή και καθαρή άρθρωση και συντονισμένη εκφορά λόγου και κίνηση, συντελώντας ενεργά στη δημιουργία ενός θιάσου συμπαγούς και αρμονικά δουλεμένου.

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη σε βιομηχανικό στυλ και χρώμα, λειτουργικό και σε απευθείας συνομιλία με το οργουελικό σύμπαν του έργου, είχε μοναδικό του μειονέκτημα την κάλυψη μέρους της κεντρικής οθόνης για αρκετές θέσεις της πλατείας.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, απέπνεαν εγκλεισμό και ψυχολογικό εξαναγκασμό και με την ομοιότητά τους έδιναν την αίσθηση φυλακής. Η αψεγάδιαστη και ατσαλάκωτη εμφάνιση του χαρακτήρα του Ο' Μπράιεν ενδεικτική της αδίστακτης ψυχολογίας του βασανιστή που αντιπροσωπεύει.
Η μουσική του Γιώργου Πούλιου υπογράμμιζε την ένταση και τον καταναγκασμό του λόγου, ενώ τα βίντεο του Στάθη Αθανασίου έπαιξαν ενεργό ρόλο στη ροή της πλοκής του έργου.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου απόλυτα επικεντρωμένοι στα πρόσωπα και τις αντιδράσεις τους με κλειστά πλάνα, συνετέλεσαν στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου είδα τη σκηνική μεταφορά ενός εμβληματικού κειμένου με μία οπτική που το σεβάστηκε απόλυτα και το απεικόνισε σκηνικά με ένα βίαιο μεν, αλλά αληθοφανή τρόπο. Με τη σκηνοθεσία να εξερευνά τα όρια του έργου, το σκηνικό να μας θυμίζει συνέχεια το "Μεγάλο Αδελφό" και τις ερμηνείες να ισορροπούν μεταξύ εσωτερικής εξέγερσης και απόλυτης υποταγής, απόλυτα συντονισμένες στην κοσμοθεωρία του έργου, η θεατρική αυτή πρόταση απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό με στόχο να προβληματίσει τη σκέψη και τον ψυχισμό του θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.