ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΧΕΡΜΠΕΡΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΧΕΡΜΠΕΡΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Χέρμπερτ Άχτερνμπους, με τίτλο ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΧΕΡΜΠΕΡΤ, σκηνοθετεί στη σκηνή της Φρυνίχου, του Θεάτρου Τέχνης, ο Παντελής Δεντάκης.

Μία μάνα αναγκάζεται να αποχωριστεί το μικρό γιο της, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τον στέλνει να ζήσει στην επαρχία με τη γιαγιά του. Η σχέση τους για τα επόμενα χρόνια, θα έχει ελάχιστη πραγματική και εκ του σύνεγγυς επαφή και η επικοινωνία τους θα βασιστεί εν πολλοίς στην αλληλογραφία τους. Δεκαεπτά χρόνια μετά, έχοντας πλέον το απολυτήριο από το σχολείο ο γιος, επιστρέφει στη μητρική εστία για μια καινούργια αρχή ή ένα τελευταίο αντίο. Στην ιστορία εμπλέκεται και η αδελφή της Λουίζε, η Έλλα, μια ψυχικά διαταραγμένη παρουσία, που το έχει σκάσει από το ίδρυμα στο οποίο νοσηλευόταν.
Άνθρωποι χαμένοι, τραυματισμένοι ψυχικά, από την έλλειψη επικοινωνίας και αγάπης και μια οικογένεια με σχεδόν ανύπαρκτους δεσμούς μεταξύ τους, σε ένα έργο με μία δυναμική ανθρωποκεντρική και μία πραγματικότητα εξαιρετικά εύθραυστη.

Η μετάφραση της Έφης Ρευματά, ρεαλιστική και συχνά ωμή, απόδοση συχνά γυμνή από συναίσθημα, αλλά εμποτισμένη με διάθεση να κάνει το θεατή να συμπάσχει με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που αυτοί βιώνουν.

Ο Παντελής Δεντάκης στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, υιοθετεί στην αρχή της, μια αφηγηματική και περιγραφική οπτική, η οποία έχει μεν συγκινησιακές ιδιαιτερότητες, αλλά δεν καταφέρνει να μπει στο μεδούλι της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και να τις αποδώσει με τη δέουσα δραματική ακρίβεια. Συγκεχυμένα γεγονότα και φορτισμένες καταστάσεις, οι οποίες αγωνιούν για έναν τρόπο σύνδεσης και εννοιολογικού δεσίματος μεταξύ τους. Στο συναισθηματικό και υφολογικό αυτό παζλ, ο λόγος ακούγεται σκληρός μεν, αλλά αρκετά ξύλινος, καθώς ο θεατής συμμετέχει μόνο ακουστικά, στο δράμα που εκτυλίσσεται στη σκηνή, χωρίς να νιώθει διάθεση ταύτισης με τους ήρωες, ή έστω συναισθηματικής συμπόρευσης. Στη συνέχεια, η παράσταση αποκτά μια πιο διαλογική και άμεση υφή, οπότε και βελτιώνεται από πλευράς κατανόησης, ισορροπίας και συνέχειας. Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει απρόσκοπτη και φυσική ροή ενέργειας από τη σκηνή προς την πλατεία, με αποτέλεσμα το έργο να δίνει απλά ενδείξεις για το που θα μπορούσε πραγματικά να φτάσει, αλλά με τις προσπάθειες αυτές, να μένουν ημιτελείς.
Η αλήθεια των συναισθημάτων των ηρώων και οι ειλικρινείς τους προθέσεις δεν αμφισβητούνται, αλλά δεν αξιοποιούνται επαρκώς ως προς την έκταση και το βάθος τους. Ευχάριστη έκπληξη η παρουσία της Έλλα, που μοιάζει αρχικά αταίριαστη στο όλο σκηνικό, αλλά με την παραληρηματική φλυαρία της, αποτελεί έναν κωμικοτραγικό συνδετικό κρίκο μάνας και γιου και συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της γενικότερης σκηνικής χημείας. Η εγγενής δυσκολία του θεατή να ευθυγραμμιστεί ψυχικά, νοητικά και συναισθηματικά με την προβληματική και συχνά αρρωστημένη λογική και ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, αποτελεί τη μεγαλύτερη τροχοπέδη, στη δημιουργία μιας αμφίδρομης σχέσης κοινού-παράστασης.

Η Βίκυ Βολιώτη υποδύεται την ψυχικά ταλαιπωρημένη Λουίζε και στην εισαγωγική σκηνή δίνει ένα ρεσιτάλ με ένα μονόλογο διαλυτικό και έντονα φορτισμένο. Στη συνέχεια ρίχνει κάπως τους ρυθμούς της και προσαρμόζεται μάλλον στη ροή του έργου. Υπάρχουν στιγμές που τη νιώθεις να πάλλεται από ένταση και η εμμονική της φύση να ισοπεδώνει το καθετί, αλλά σε κάποιες άλλες νιώθεις τις μπαταρίες της σχεδόν άδειες και την ερμηνεία της να είναι λίγο καλύτερη από διαδικαστική. Αναμφισβήτητο το ταλέντο της, αλλά δεν το αξιοποίησε πλήρως.

Ο Αινείας Τσαμάτης έπαιξε το Χέρμπερτ και παρουσίασε και αυτός δύο πρόσωπα. Το πρώτο, το αφηγηματικό, είχε λόγο και σκηνικό στήσιμο πλήρως άκαμπτο και δυσλειτουργικό. Μια απαγγελία χωρίς χρώμα, χωρίς δυναμισμό και γνησιότητα, κύλησε σε ρυθμό υπαγόρευσης και χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον. Ελαφρώς βελτιωμένη η συνέχεια, με το διαλογικό και πιο συλλογικό δεύτερο μέρος να αποκτά ενδιαφέρον και μια κάποια προσμονή της συνέχειας, αλλά χωρίς εμφανείς σκηνικές και δραματικές κορυφώσεις που θα συγκινήσουν και θα θέλξουν. Μία γενικά ψυχρή και αποστασιοποιημένη παρουσία για τον ταλαντούχο ηθοποιό.

Η Κατερίνα Λυπηρίδου στο ρόλο της Έλλα, ήταν η ευχάριστη έκπληξη της παράστασης. Δοσμένη και παρασυρμένη στη δίνη της ψυχικής αρρώστιας που ταλαιπωρεί την ηρωίδα, την αναπαριστά με ακρίβεια, αυθεντικότητα και συναισθηματική επάρκεια.Πείθει ότι πίσω από το άρρωστο κέλυφος, υπάρχει κάτι πλούσιο και αξιόλογο, το οποίο δεν μπορεί ατυχώς να αναδειχθεί. Αν και φλερτάρει συνεχώς με την καρικατούρα, κρατάει πάντα τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και της κίνησής της, δίνοντας μια απόλυτα ισορροπημένη ερμηνεία, μέσα στην ανισορροπία του ίδιου του χαρακτήρα.

Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, ένα ξύλινο περίγραμμα δωματίου αποτελεί ένα συμβολισμό για την αποβολή της επιφανειακότητας, που επιδιώκουν οι ήρωες, ενώ τα κοστούμια του ίδιου είναι ευρηματικά και λειτουργικά ως προς τους χαρακτήρες.
Η κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου πολύ καλή, όσον αφορά το χαρακτήρα της Έλλα, αλλά ελλειμματική ως προς τους υπόλοιπους και ιδίως τον άκαμπτο Χέρμπερτ.
Η μουσική επιμέλεια του Νέστορα Κοψιδά ενδιαφέρουσα, ενώ οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, ένιωθα ότι εστίαζαν κατευθείαν στο κέντρο βάρους των ηρώων.

Συμπερασματικά, η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, βασίστηκε σε ένα κείμενο με κάποιες αδυναμίες, αλλά με σημαντική προβληματική, την οποία απέτυχε να αναπτύξει ουσιαστικά, σε βάθος και έκταση. Η σκηνοθετική προσέγγιση έδρασε μάλλον περιοριστικά, ενώ και κάποιες μαγκωμένες ή αδιάφορες ερμηνείες δε βοήθησαν στη βελτίωσή της. Διατηρεί κάποιο ενδιαφέρον, αλλά μάλλον φιλολογικό και δεν κρατάει τον θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.