ΑΝΤΙΓΟΝΗ, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.7/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το κείμενο της Χρύσας Ξουραφά με τίτλο "Αντιγόνη η αληθινή ιστορία" σκηνοθετεί στο υπόγειο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης η Βάνα Πεφάνη. Η ιστορία μας καλεί να ξεχάσουμε για λίγο τη γνωστή σε όλους ηρωίδα του Σοφοκλή και να φανταστούμε μια άλλη Αντιγόνη που υπερβαίνει τα αρχαιοελληνικά στερεότυπα, δεν αυτοκτονεί και δραπετεύει στη σημερινή πραγματικότητα, αναζητώντας τον Αίμωνα που έχει χαρίσει την αγάπη του πλέον σε μια θνητή. Στην πορεία της αυτή ψάχνει σε μία αλλοιωμένη κοινωνία την ίδια αγάπη, τις ίδιες αξίες και τα ίδια ήθη με την κλασσική ηρωίδα. Μαζί της στο σήμερα ταξιδεύουν ο Οιδίποδας, η Ισμήνη, ο Κρέοντας, η Μήδεια, αλλά και ο κορυφαίος του χορού. Θα αντιδράσουν οι οικείοι της στην απόφασή της να αφήσει την κλασσική της μοίρα και να αναζητήσει μια άλλη, πιο γήινη, πιο σημερινή; Ο Αίμωνας θα την υπερασπιστεί και θα την αγαπήσει με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος, όπως ο αρχαιοελληνικός; Ο Σοφοκλής θα συναινέσει να αλλάξει τη μοίρα της πιο αγαπημένης ανά τους αιώνες ηρωίδας τραγωδίας του; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα, για τα οποία αναλαμβάνει να δώσει απαντήσεις η νέα αυτή παράσταση. Το κείμενο διατηρεί τα ονόματα των αρχικών χαρακτήρων, αλλά τους φέρνει στο σήμερα, με λόγο ευθύ, σημερινό, με έντονο χιούμορ, ένα βαθύ σαρκασμό, χωρίς όμως να επέμβει δραστικά στο συναισθηματικό υπόβαθρο και το βαθύτερο ψυχισμό των ηρώων. Συχνά οι ατάκες έχουν μια έξυπνη ρίμα και ακολουθούν με έναν παιγνιώδη τρόπο την ποιητική ροή του αρχικού κειμένου.

Η Βάνα Πεφάνη, αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια αυτού του εγχειρήματος, θέλοντας να προβάλλει τα βαθύτερα θέλω, τις επιθυμίες και τα όνειρα των αρχαιοελληνικών ηρώων σε μια κοινωνία σύγχρονη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του σήμερα. Δίνει μια έντονα κωμική χροιά στο λόγο, φτάνοντας ακόμα και σε ανελέητη σάτιρα, χωρίς όμως να τον οδηγεί στη γελοιοποίηση, καυτηριάζοντας με μία πικρή τρυφερότητα καταστάσεις και αξίες του σήμερα, σε αρμονία με τα απώτερα νοήματα του αρχαίου κείμενου. Δίνει έμφαση στην ομοιοκαταληξία, με έναν ανάλαφρο και ευφρόσυνο τρόπο, προσπαθώντας να αποφύγει τις παγίδες μιας τηλεοπτικής εκφοράς του λόγου αυτού, που πιθανότατα θα κούραζε αφόρητα και θα μηδένιζε την κωμική αξία της ατάκας. Ταυτόχρονα προβάλλει και την ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων που μεταφέρει στο σήμερα, θυσιάζοντας τη συμβατική "ιδανικότητά" τους στο βωμό μιας ρεαλιστικής διαχρονικότητάς τους. Οι ήρωες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη ξεκινούν ως παγωμένα "κλασσικά" κάδρα και καταλήγουν να τρέχουν, να αναζητούν, να αγαπούν και να πονούν σαν τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Κάποια τηλεοπτικού τύπου κλισέ δεν αποφεύγονται, όπως και κάποιες επαναλήψεις κωμικών μοτίβων, που ενίοτε επιχειρούν να εκβιάσουν το γέλιο του θεατή, αλλά ο γρήγορος ρυθμός, η γενικότερη ευρηματικότητα του λόγου και η σκηνοθετική ευστροφία απαλείφουν γρήγορα τις όποιες αδυναμίες από το νου του θεατή, ταυτίζοντάς τον με τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Οι παράλληλες ιστορίες ενός σύγχρονου ζευγαριού σε αντιπαραβολή με τις περιπέτειες Αντιγόνης και Αίμωνα, μπλέκονται έξυπνα και συμπληρώνουν η μία την άλλη.

Η Μαρία Δαμασιώτη στο ρόλο της Αντιγόνης, εμπότισε το χαρακτήρα της με μία νεανική αφέλεια, ευαισθησία και ενέργεια που την έκανε άμεση, πειστική και απόλυτα ταυτισμένη με ένα κορίτσι του σήμερα. Με κίνηση έντονη που δείχνει να εκπορεύεται από τα βάθη της ψυχής της (αν και λίγο μαγκωμένη υπό το άγχος της πρεμιέρας), ψάχνει τα θέλω και τα όνειρά της, ίσως και με μια μικρή δόση υπερβολής, που όμως αντί να κουράσει το θεατή, τον κάνει να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο μαζί της στην πορεία της αναζήτησής της. Παράλληλα, είναι αισθαντική και γλυκιά στη σκηνή του χορού της με τον Αίμωνα.
Η Ντέπη Πάγκα που υποδύθηκε τη Μήδεια, δείχνει ότι είναι μία ηθοποιός με γνήσια κωμική φλέβα και βαθιά αίσθηση του χιούμορ. Η φωνή της έχει μέτρο, σωστό τονισμό, εξαιρετική άρθρωση και τη συνοδεύει αρμονικά με τις εκφράσεις του προσώπου της και την κίνησή της στο χώρο, δίνοντας υποδειγματικά μια αυθεντική κωμική περσόνα, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Ο Γιώργος Χουλιάρας ερμηνεύοντας τον Οιδίποδα, εντυπωσίασε με το εύρος των φωνητικών του δυνατοτήτων, την κωμική του προσαρμοστικότητα, αλλά και την ευκολία με την οποία σαρώνει το χώρο με την επιβλητική του κίνηση, δημιουργώντας μια πληθωρική, αυθύπαρκτη και γνήσια κωμική οντότητα στη σκηνή.
Η Νικολίνα Μουαΐμη ως Ισμήνη, έπαιξε το χαρακτήρα της στα όρια της καρικατούρας, αλλά διατηρώντας όλη την κωμική του ζωντάνια και δροσιά, αποκαλύπτει μια ελαφρά ζηλόφθονη αδερφή που ζητά λίγη από τη δόξα της πιο προβεβλημένης αδερφής της. Εκφραστικότατη στις χειρονομίες της και το γενικότερο σκηνικό της στήσιμο αλλά και με την κιτς κόμμωσή της, κάνει αξιοπρόσεκτη την παρουσία της στην παράσταση. Ο Αντώνης Καραθανασόπουλος στο ρόλο του Αίμωνα, αν και ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα, στη συνέχεια προσαρμόστηκε απόλυτα στις απαιτήσεις του χαρακτήρα, ερμηνεύοντας με φρεσκάδα, ευαισθησία και νεανική ορμή.
Ο Βασίλης Αφεντούλης ήταν ένας δυναμικός και στιβαρός κορυφαίος του χορού, αλλά αναιμικός και άχρωμος ερμηνεύοντας το Σοφοκλή, δίνοντας μια γενικότερα άνιση ερμηνεία.
Η Δήμητρα Σύρρου σα Γιασεμή και ο Χρήστος Χριστόπουλος στο ρόλο του Δημήτρη ήταν ένα σημερινό ζευγάρι που με αρκετά πειστικό τρόπο αγωνίζεται να ξεπεράσει τα προβλήματά του και να ανανεώσει τη σχέση του.

Ο σκηνικός σχεδιασμός του υπογείου έγινε από το Γιώργο Λυντζέρη και χρησιμοποίησε με ευφυΐα όλο το εύρος του διαθέσιμου χώρου, δίνοντας κινητικές ανάσες στο κείμενο και μεγάλο πεδίο δράσης στους ηθοποιούς. Ο ίδιος επιμελήθηκε και τα κοστούμια της παράστασης, τα οποία ήταν απόλυτα προσαρμοσμένα στην κωμική απόχρωση του κειμένου και έντυσαν έξυπνα τους ήρωες. Η κίνηση των ηθοποιών σχεδιασμένη από τον Έλιο Φοίβο Μπέικο, ανταποκρίθηκε πλήρως στο σκηνοθετικό όραμα και έδεσε αρμονικά με το λόγο.
Η μουσική επιμέλεια της παράστασης ανήκε στη σκηνοθέτιδα και τον Αντώνη Καραθανασόπουλο, ενώ οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα εύστοχοι τόσο στα παγωμένα κάδρα των ηρώων της αρχής, όσο και στα μετέπειτα γενικότερα πλάνα της σκηνικής δράσης.

Συμπερασματικά, στο υπόγειο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, είδα μια φρέσκια παράσταση με ένα κείμενο που θέλησε να ξεφύγει από μια απλή αναπαραγωγή παλαιότερων στερεοτύπων και αξιοποίησε επαρκώς μια έξυπνη αρχική ιδέα, παρά την κάπως χαλαρή δομή του. Η σκηνοθεσία του έδωσε ρυθμό, ατμόσφαιρα, αιχμηρότητα, σατίρισε, αλλά δε γελοιοποίησε τους ήρωες και ταυτόχρονα τους έδωσε μια πιο ανθρώπινη διάσταση. Οι περισσότερες ερμηνείες υποστήριξαν σε μεγάλο βαθμό με το λόγο και την κίνησή τους το όλο εγχείρημα και συγκρότησαν μια πολύ καλή ομάδα ηθοποιών.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.