ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΚΛΑΙΝΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΚΛΑΙΝΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το κείμενο-μονόλογος του Μιχάλη Παπαδόπουλου με τίτλο "Και τα αγόρια κλαίνε" σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος στο Τσάι στη Σαχάρα. Πρόκειται για την ιστορία ενός από τους πιο γνωστούς αμερικανούς serial killers του John Wane Gacy, ο οποίος δολοφόνησε 33 αγόρια στο σπίτι του, αφού πρώτα είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί τους. Υπόδειγμα αμερικανού πολίτη της δεκαετίας του 60, οικογενειάρχης, επιχειρηματίας, με γυναίκα και παιδιά, αξιοσέβαστος και ευυπόληπτος, γίνεται το βράδυ ο Πόγκο ο κλόουν, που αγαπάει τα νεαρά αγόρια και του αρέσει να μυρίζει το λευκό τους δέρμα παρασύροντάς τα στο σπίτι του. Τα κάνει να κλαίνε, πληρώνοντας παλιά δικά του παιδικά τραύματα και στη συνέχεια τα σκοτώνει και τα θάβει στο υπόγειό του. Ένα έργο ακατάλληλο για ανηλίκους, με μία δύσκολη και δύσπεπτη θεματική, που καταφέρνει και συνδυάζει μια τρυφερή και παιδική πλευρά με μία στυγνή και αμετανόητη στον ίδιο άνθρωπο. Μια ιστορία όχι συνηθισμένη, αλλά αληθινή για κάποιον που έμοιαζε ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας και κατέληξε να είναι από τους πιο πολυσυζητημένους δολοφόνους στην Αμερική.

Ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση, έχοντας να ισορροπήσει μεταξύ της αληθινής και αποτρόπαιας πλευράς της ιστορίας και της πορείας του ήρωα ως το τέλος. Δεν επιλέγει μια απλή καταγραφή των πεπραγμένων του, η οποία θα ήταν βαρετή, αλλά ούτε να καλύψει με μελό περιτύλιγμα το ιστορικό και τις πράξεις του στοχεύοντας τη λύπη και τη συμπάθεια του θεατή. Το κουβάρι ξετυλίγεται από τα παιδικά χρόνια του Gacy, το οικογενειακό του περιβάλλον και την καθημερινότητά του, καθώς και τις αρνητικές επιρροές και το bullying που δέχτηκε, σε μια προσπάθεια λεπτομερούς αποτύπωσης του ψυχισμού του και των βαθύτερων κινήτρων του. Ο σκηνοθέτης δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά του ήρωα, αφήνει το θεατή να βιώσει τις καταστάσεις και τα συναισθήματα και να προσπαθήσει να συμμετέχει σε αυτά. Οι εναλλαγές είναι συνεχείς και διαμορφώνεται έτσι το ψηφιδωτό της προσωπικότητας του Gacy με όλα τα κομμάτια να παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους. Ένα πικρό χιούμορ και μια υπόγεια ειρωνεία συνοδεύει κάποιες από τις σκηνές, ενώ το ταξίδι αυτό της αναζήτησης δημιουργεί στο σύνολό του μια αναπόφευκτη συναισθηματική και ψυχική φόρτιση. Ούτως ή άλλως η ιστορία είναι από τη φύση της σκληρή και αδυσώπητη, οπότε δεν προσφέρει επεξεργασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά απλές αλήθειες ενός ατόμου από τη φύση του προβληματικού και τη φυσική του εξέλιξη.

Ο Γιώργος Κοντοπόδης αναλαμβάνει το σύνθετο αυτό ρόλο του serial killer και επιχειρεί να ανακαλύψει σε αυτόν τόσο την καλή όσο και την κακή του πλευρά. Και το παιδί που έκρυβε μέσα του, αλλά και τον αμετανόητο δολοφόνο που δε δίσταζε να εκμεταλλευτεί και να σκοτώσει νεαρά αγόρια. Η εύθραυστη ισορροπία που επικρατούσε μέσα του αποτυπώνεται τόσο στο λόγο και τον τόνο της φωνής του, όσο και στο στήσιμο του σώματός του, την έκφραση του προσώπου του και την κίνησή του. Όλα έχουν μια αγωνία και είναι μια διαρκής μετάβαση από τη σφαίρα του καλού στο κακό και αντίστροφα. Η πορεία προς το τέλος βγάζει εμμονές και ίσως ένα καλά κρυμμένο σαδισμό και γίνεται χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης του ήρωα, αλλά της πλήρους αποκάλυψης του τραυματισμένου ψυχισμού του. Σε κάποιες σκηνές ίσως ξεφεύγουν κάποιες μελό πινελιές, οι οποίες δεν είναι ενοχλητικές, καθώς άμεσα συμπληρώνονται από τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των φόνων.

Τη σκηνική επιμέλεια είχε ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος, χρησιμοποιώντας με φειδώ και λειτουργικότητα μικρά σκηνικά αντικείμενα και ένα μεγάλο πλαίσιο με χαλίκι.
Η μουσική επένδυση του Γιώργη Κοντοπόδη ήταν ένα σύντομο ταξίδι στις μουσικές της εποχής και ένα διάλειμμα-ανάσα για την ψυχολογία του θεατή.

Συμπερασματικά, είδα μια σκληρή σκηνική ιστορία που χρειάστηκε να σκάψει βαθιά για να αποκαλύψει τις σύνθετες πτυχές της προσωπικότητας ενός αντι-ήρωα κατ'εξακολούθηση και την πορεία του από τη ζωή προς το θάνατο. Με ένταση, πάθος, συναίσθημα και μια διαρκή ενδοσκόπηση, ανακαλύψαμε κάποια από τα τραγικά γιατί που τον οδήγησαν στις καταστάσεις που έζησε. Χρειάζεται κανείς αντοχές για να παρακολουθήσει την παράσταση, αλλά αν το κάνει δε θα το μετανιώσει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.