ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.7/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το γνωστότερο και πιο πολυπαιγμένο κείμενο του Αριστοφάνη, την κλασσική "Λυσιστράτη", σκηνοθετεί ο Γιάννης Μπέζος σε περιοδεία σε καλοκαιρινά θέατρα και φεστιβάλ ανά την Ελλάδα. Πρόκειται για μια κωμωδία με πολιτικό μήνυμα, η οποία παίχτηκε για πρώτη φορά το 411 π.Χ. στη γιορτή των Λήναιων που λάμβαναν χώρα κατά το μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος) προς τιμήν του θεού Διονύσου και όπου παρουσιάζονταν κυρίως κωμωδίες. Για να επιτευχθεί η ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων που σπαράσσονται από εσωτερικές συγκρούσεις και έριδες (εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου), η Λυσιστράτη καλεί στην Αθήνα γυναίκες-αντιπροσώπους από τη Σπάρτη και άλλες πόλεις και τις παρακινεί σε μια συνεχιζόμενη σεξουαλική αποχή, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό και κατάληψη του δημόσιου ταμείου των Αθηναίων στην Ακρόπολη, μέχρι να πειστούν οι άντρες τους να υποκύψουν και να διαπραγματευτούν την παύση του πολέμου. Η Κλεονίκη, η Λαμπιτώ, η Μυρρίνη στέκονται σύμμαχοι και συνοδοιπόροι της Λυσιστράτης, απέναντι στους άντρες που με επικεφαλής τον Πρόβουλο προσπαθούν να σπάσουν το γυναικείο μέτωπο. Οι αρχικές αψιμαχίες ακολουθούνται από ανταλλαγή επιχειρημάτων και μισοτελειωμένων ερωτικών συνευρέσεων που αγγίζουν τις αντοχές όλων, μέχρι η Συμφιλίωση να οδηγήσει στο συμβιβασμό και την ιστορία στο αίσιο τέλος. Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, την απόδοση του κειμένου έκανε ο σκηνοθέτης και διατηρεί όλη τη ζωντάνια του κωμικού λόγου του Αριστοφάνη, το πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα του συγγραφέα, χωρίς να αποφεύγει κάποια ψήγματα-παγίδες ανώφελης χρήσης βωμολοχίας.

Ο Γιάννης Μπέζος αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, αναζητώντας την ισορροπία μεταξύ της κωμικής πλευράς της ιστορίας, αλλά και των κοινωνικών και πολιτικών της μηνυμάτων. Οι ατέρμονες εσωτερικές έριδες των Ελλήνων που κλιμακώθηκαν στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, ο ρόλος της γυναίκας και η δραστηριοποίησή της στην αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, αλλά και η αέναη πάλη μεταξύ αρσενικού και θηλυκού αποτελούν τους κεντρικούς νοηματικούς άξονες του έργου. Κράτησε σε μεγάλο βαθμό την κωμική εσάνς της ατάκας, χρησιμοποίησε τόσο τη λεκτική, όσο και τη σχηματοποιημένη σωματική αψιμαχία άντρα-γυναίκας, ενώ δεν έλειψαν και οι χορογραφημένες μουσικές ανάσες, εν είδει χωρικών, που παρεμβάλλονταν στις σκηνές δράσης των ηρώων. Η ομάδα των γυναικών είχε σε αυτές καλύτερο συντονισμό από αυτή των αντρών, που έδειξαν πιο ανοργάνωτοι και χωρίς προσανατολισμό. Φυσικά και θα προτιμούσα τα τραγούδια της παράστασης να αποδίδονται ζωντανά (έστω και αν το μουσικό χαλί ήταν κονσέρβα) και όχι playback, το οποίο μείωνε σε μεγάλο βαθμό το αισθητικό αποτέλεσμα των σκηνών αυτών (καθώς δεν είχε πάντα και καλό ήχο). Κάποιοι από τους μονολόγους είχαν μια μονοτονία και μία επίπεδη σκηνοθετική προσέγγιση που αναλώνονταν σε φτηνά κιτς ενδυματολογικά ευρήματα, ενώ κάποιες σκηνές διασώθηκαν κυρίως από το ταλέντο κάποιων από τους ηθοποιούς (αξιοσημείωτη η κωμική φλέβα των Στέλιου Ιακωβίδη και Δανάης Μπάρκα). Η φόρμα κυριάρχησε καθώς και κάποια καθιερωμένα τσιτάτα πολιτικών μηνυμάτων με προέκταση στο σήμερα, που εκβίασαν το χειροκρότημα του κοινού, ενώ καλές στιγμές είχε η σκηνή με Μυρρίνη και Κινησία. Νεωτερισμούς δεν είδα και η παράσταση κινήθηκε σε ασφαλή μονοπάτια, ενώ ο ρυθμός αν και με κάποια σκαμπανεβάσματα διατηρήθηκε σε καλό επίπεδο.

 

Ο Πέτρος Φιλιππίδης ανέλαβε το ρόλο της Λυσιστράτης και τουλάχιστον εμφανισιακά θα περίμενα να επιλέξει κάτι πιο έξυπνο, από μια κόπια κυριούλας της δεκαετίας του 90 (κάτι σαν την Κατερίνα Γιουλάκη στο Ρετιρέ, αλλά λίγο πιο κιτς). Είναι αναμφισβήτητο το κωμικό του ταλέντο και υπάρχουν αρκετές στιγμές που τόσο με το λόγο, όσο και την κίνησή του, δίνει ψήγματα αυτής του της κωμικής φλέβας και ιδιοσυγκρασίας, αν και κάποιες άλλες αυτοπαγιδεύεται στην ανάγκη του εύπεπτου και του γρήγορου γέλιου. Πλάθει μια Λυσιστράτη θηλυκή αλλά και ηγετική, ανασφαλή αλλά και δυναμική, που κάποιες φορές πατά στέρεα στη σκηνή, αλλά και κάποιες άλλες φλερτάρει επικίνδυνα με την καρικατούρα. Ο Γιάννης Μπέζος υποδυόμενος τον Πρόβουλο, λίγο απείχε από μια απλή απαγγελία του ρόλου του. Δύσθυμος, βαρύς, με κακούς τονισμούς και βαριεστημένη κίνηση, αναπαράγει παλιά τηλεοπτικά του κλισέ, χωρίς να δώσει τη φλόγα, την ένταση και τη διεκδικητικότητα που θα απαιτούσε ο ρόλος του. Στις ομαδικές σκηνές δείχνει μια υποτυπώδη ζωντάνια, αλλά στο μονόλογό του, λίγο απείχε από την ανία.

 

Η Ναταλία Τσαλίκη ερμήνευσε τη Μυρρίνη, ισορροπώντας μεταξύ της κωμικής πλευράς του ρόλου της και της γυναικείας. Γνήσια, αυθεντική, σκωπτική, αλλά και φιλοσοφημένη, συνδύασε αρμονικά το λόγο με την κίνηση και απέφυγε τις υπερβολές και τις ευκολίες. Η σκηνή της με τον Κινησία ήταν από τις καλύτερες της παράστασης.
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης ως Κινησίας, είχε καλές και κακές στιγμές. Στις καλές του υπενθύμιζε στο θεατή, ότι είναι ένας ηθοποιός με γνήσιο κωμικό ταμπεραμέντο και δυνατότητες να τον παρασύρει με την ορμητική του παρουσία στη σκηνή. Στις κακές του επαναλάμβανε τηλεοπτικά στερεότυπα, κατέφευγε σε κλισέ τόσο φωνητικά.

 

Δανάη Μπάρκα, Ελευθερία Μπενοβία, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Κατερίνα Μισιχρόνη, Δάφνη Δαυίδ, Ντένια Στασινοπούλου, Χριστίνα Σπατιώτη, Γιώργος Γιαννακάκος, Παναγιώτης Κατσώλης, Στέλιος Ιακωβίδης, Θάνος Κοντογιώργης, Γιώργος Κατσής, Σταύρος Μαρκάλας και Γιάννης Ζαράγκαλης αποτέλεσαν την ερμηνευτική ομάδα που ανέλαβε όλους τους δευτερεύοντες και υποστηρικτικούς ρόλους της παράστασης. Θα ξεχωρίσω λίγο περισσότερο το Στέλιο Ιακωβίδη, την Ελευθερία Μπενοβία και τη Δανάη Μπάρκα, γιατί κατάφεραν με το γνήσια κωμικό τους τάλαντο να ξεχωρίσουν και να βγάλουν στο θεατή αυθόρμητο γέλιο με τις ατάκες και την κίνησή τους. Η γυναικεία ομάδα είχε λίγο καλύτερο συγχρονισμό από την αντρική και λιγότερες ερμηνευτικές υπερβολές και φωνασκίες, αλλά όλοι μαζί προσπάθησαν για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα υποστηρίζοντας τόσο λεκτικά, όσο και κινητικά τους πρωταγωνιστές.

Το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά είχε μια λειτουργικότητα, αφού πρόσφερε και μια πίσω (δεύτερη) έξοδο και είσοδο από τη σκηνή στους ηθοποιούς, αλλά το περίμενα πιο ευφάνταστο και πιο δημιουργικό από τα κεκλιμένα και έκκεντρα σκαλοπάτια και τη φωτισμένη μινιατούρα του Παρθενώνα.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκορού παλιομοδίτικα (ειδικά στη στυλιστική επιλογή της Λυσιστράτης) και χωρίς να προκαλούν θετικά το μάτι του θεατή.
Η μουσική του Κωστή Μαραβέγια είχε θετική συμβολή, τόσο στη ροή του λόγου, όσο και στην κίνηση των χορικών σκηνών, αλλά ακουγόταν σε ένα κακό playback και δεν έφτασε όπως έπρεπε στ' αυτιά μας.
Η μουσική διδασκαλία έγινε από τον Παναγιώτη Τσεβά.
Η χορογραφία είχε την επιμέλεια της Ελπίδας Νίνου και ήταν καλύτερη στη γυναικεία ομάδα, που είχε συντονισμό και φρεσκάδα, ενώ η αντρική είχε κάποιες φορές την αίσθηση του μπουλουκιού.
Οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα προτίμησαν τα γενικά πλάνα, αλλά όταν έπρεπε εστίασαν στους πρωταγωνιστές.

Συμπερασματικά, το ανέβασμα της Λυσιστράτης που παρακολούθησα, είχε καλά στοιχεία, χωρίς όμως να υπάρχει κάτι καινούργιο ή ιδιαίτερα ευρηματικό στη σκηνοθετική οπτική, που θα την έκανε αξιομνημόνευτη και θα άφηνε το στίγμα της, οδηγώντας την γενικά στα ρηχά νερά μιας συμπαθητικής παράστασης και ενός σχετικά ευφρόσυνου θεατρικού βραδιού, το οποίο δυστυχώς σε αρκετές στιγμές αναπαρήγαγε τηλεοπτικά κλισέ. Οι καλύτερές της στιγμές προήλθαν από το ταλέντο των ίδιων των ηθοποιών, με κάποιες σκηνές να βγάζουν αυθόρμητο και πηγαίο γέλιο και άλλες απλά ένα εκβιαστικό χαμόγελο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.