ΝΙΚΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΝΙΚΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το δημοφιλές κείμενο του Χρήστου Χωμενίδη με τίτλο "Νίκη", διασκευάζει (μαζί με το Γιώργο Λύρα) και σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής στο Θέατρο του Ελληνικού Κόσμου.
Μια ιστορία της οποίας η δράση εκτείνεται χρονικά από τη Μικρασιατική καταστροφή ως τις σύγχρονες μέρες και αποτελεί ένα οδοιπορικό σε δύσκολες και τραυματικές εποχές της Ελλάδας.
Η Νίκη Αρμάου ήταν μια κοπέλα που έζησε μερικά από τα πιο τρυφερά της χρόνια σε μια ιδιότυπη φυλακή-εξορία από τα εγκόσμια, βιώνοντας μια ζωή πολύ διαφορετική από τα συνομήλικά της κορίτσια. Φεύγοντας από τον κόσμο, επανέρχεται σαν πνεύμα-αφηγητής και ρίχνει φως στις λεπτομέρειες της ιστορικής της διαδρομής. Ξαναζεί τις πιο σημαντικές της στιγμές, τραγουδά, χορεύει, ερωτεύεται και παραθέτει τα γεγονότα που σημάδεψαν την τρυφερή της ηλικία. Μιλά σε πρώτο πρόσωπο και ζωντανεύει μέσα από το αριστερό παρελθόν της ίδιας και της οικογένειάς της τα πάθη, τις εξάρσεις και τα τραύματα μιας χώρας, η οποία όταν δεν ήταν υπό ξένο ζυγό σπαρασσόταν από τις εσωτερικές της έριδες.
Η διασκευή του έργου από το σκηνοθέτη σε συνεργασία με το Γιώργο Λύρα κράτησε τα πιο κομβικά σημεία του έργου, σε μια γλώσσα καθημερινή, οικεία και σημερινή, που έχει στόχο να θυμήσει στους παλαιότερους και να πληροφορήσει τους νεώτερους.

Ο Σταμάτης Φασουλής αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, με το βλέμμα στην υπερπαραγωγή, η οποία όμως δε θα βασίζεται στα εντυπωσιακά σκηνικά και τα κοστούμια, αλλά στην ίδια την ιστορία, τα γεγονότα και την ανθρώπινη υπόστασή τους. Έχει ένα ισχυρό αφηγηματικό κομμάτι με την ηρωίδα να επιστρέφει, να διηγείται και να σχολιάζει στιγμιότυπα της πολυκύμαντης ζωής της, αλλά έχει και ένα εξίσου δυνατό διαλογικό κομμάτι με τους χαρακτήρες που επηρέασαν τη ζωή της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η αφήγηση δεν έχει ένα ξερό, μονότονο ρυθμό, αλλά είναι άλλοτε σκωπτική και άλλοτε με κριτική ματιά. Οι μικρές χρονικά σκηνές δράσης έχουν το πλεονέκτημα να μην κουράζουν, αλλά και το μειονέκτημα ότι κάποιες δεν προλαβαίνουν να αναπτυχθούν όσο πρέπει, ώστε να επικοινωνήσουν πλήρως το νόημά τους στο θεατή. Σε κάποιες άλλες δεν αποφεύγεται μια επαναληπτικότητα, η οποία επιμηκύνει αδικαιολόγητα τη συνολική διάρκεια του έργου. Αλλά από την άλλη είναι πολλά τα γεγονότα και ο χρονικός προσδιορισμός του έργου ευρύς, με την αφήγηση ευτυχώς να μην αφήνει πολλά κενά ως προς τους χαρακτήρες και τα γεγονότα και να τα παραθέτει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο. Η ροή της παράστασης είναι γενικά απρόσκοπτη και διατηρεί ένα πολύ καλό ρυθμό, καταφέρνοντας να παρασύρει το θεατή στο σύμπαν της ηρωίδας και να τον κάνει κοινωνό του. Οι δραματικές κορυφώσεις της ιστορίας διανθίζονται και με κάποιες πιο θεατράλε σκηνές με χιούμορ και τραγούδι, χωρίς να επηρεάζεται η τελική της αίσθηση. Το συναίσθημα και ένας τόνος νοσταλγίας είναι πάντα παρόντα και δίνουν βάθος, έκταση και βαρύτητα στο λόγο.

Η Φιλαρέτη Κομνηνού κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Νίκης, μέσα από τα μάτια και τα λόγια της οποίας ξαναζούμε τη ζωή της. Με στιβαρό και μεστό λόγο και με ένα ζωντανό και παλλόμενο ηχόχρωμα φωνής είναι η παρουσία που μας ταξίδευσε στο παρελθόν και μας εισήγαγε στην ουσία της ιστορίας. Η αφήγησή της έχει πάθος, ένταση, συναίσθημα και δίνει συχνά την αίσθηση μιας διήγησης σε μια φιλική συντροφιά με την αμεσότητά της. Ξαναβιώνοντας τις εμπειρίες της, συμμετέχει σε αυτές με ενθουσιασμό και παλμό και στο ρυθμό αυτό παρασύρει και το θεατή μαζί της.
Ο Στέλιος Μάινας υποδυόμενος τον πατέρα, έχει μια δωρική απλότητα στο παίξιμό του και μια εσωτερική δυναμική που τον κάνει γνήσιο και αυθεντικό. Δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει, αλλά ούτε να δικαιολογήσει, απλά προσεγγίζει το χαρακτήρα του με σεβασμό, αλλά και βαθύτερη κατανόηση των αιτίων και των καταστάσεων που βίωσε. Και τα αποδίδει στη σκηνή με ένα λιτά εκφραστικό τρόπο που υπογραμμίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του.
Η Γωγώ Μπρέμπου ερμηνεύει τη μητέρα της Νίκης και είχε κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα ρυθμού και έντασης. Κατάφερε ωστόσο, να μη χαθεί η ερμηνεία της και να τη βελτιώσει σημαντικά στην πορεία του έργου.
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ήταν η γιαγιά, ένας χαρακτήρας που από μόνος του είναι συμπαθής. Η ερμηνευτική όμως στόφα της συγκεκριμένης ηθοποιού τη βοήθησε να μπολιάσει το ρόλο με μια αμεσότητα και μια γνησιότητα που τον έκανε πολύ καθημερινό και οικείο στο θεατή. Ήταν ένα αντίβαρο κωμικό και ταυτόχρονα ασφαλές στη δραματικότητα της ιστορίας, με μια ερμηνεία που απέπνεε γλυκύτητα και δυναμική.
Η Ευαγγελία Μουμούρη έπαιξε τη θεία Μαρκέλλα και με τις φωνητικές της επιδόσεις, ήταν από τις θετικές παρουσίες της παράστασης, αφού είχε μπρίο, οίστρο και διάθεση. Η περσόνα που υποδύθηκε ήταν από αυτές που αποφόρτιζαν το βάρος των εξελίξεων στα γεγονότα και έδιναν καλύτερο ρυθμό στη ροή των σκηνών.
Ο Αλέξανδρος Καλπακίδης στο ρόλο του Μπογδάνου ήταν απόλυτα συνεπής στις απαιτήσεις του ήρωά του και τον έπαιξε με μέτρο, σοβαρότητα και συνέπεια, χωρίς να ξεφύγει ούτε γραμμή από τη σκηνοθετική οδηγία.
Η Ευγενία Δημητροπούλου ερμηνεύοντας τη νεαρή Νίκη έδειξε ότι είχε το απαιτούμενο ταλέντο και υπόβαθρο για να υποστηρίξει το χαρακτήρα αυτόν, στη νεανική (και στερημένη) του φάση και να αποδώσει όλη την απελπισία και τη φόρτιση του εγκλεισμού της σε μια φυλακή.
Η Σοφία Φαραζή έπαιξε τη θεία Φανή ακολουθώντας κάποιες ευκολίες και με ένα κάπως στυλιζαριμένο προφίλ, αποδίδοντας την ηρωίδα με έναν -συχνά-επίπεδο τρόπο.
Ο Μάξιμος Μουμούρης στο ρόλο του Αλέξανδρου είχε φλόγα και πάθος για να τον αποδώσει ικανοποιητικά, αν και μερικές στιγμές αύξησε αδικαιολόγητα την ένταση της φωνής του και τον οδήγησε σε πρόσκαιρες υπερβολές. Κίμων Κουρής, Αυγουστίνος Κούμουλος, Κώστας Φαλελάκης, Δημήτρης Δεγαΐτης και Γιώργος Δεπάστας είχαν μικρούς (συχνά εναλασσόμενους) ρόλους στην παράσταση και έβαλαν και αυτοί με την ερμηνεία τους το δικό τους λιθαράκι στο τελικό αισθητικό αποτύπωμα της παράστασης.
Νεκταρία Γιαννουδάκη, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Βερόνικα Δαβάκη, Λήδα Καπνά, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Δανάη Μπάρκα, Πάνος Μπόρας, Φοίβος Ριμένας, Αχιλλέας Σκεύης και Βάσια Χρήστου είχαν σύντομες υποστηρικτικές εμφανίσεις σε πολλούς και διαφορετικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, συχνά με ενδιαφέρουσες και αστείες ατάκες και αποτέλεσαν σημαντικό γρανάζι στην ερμηνευτική αλυσίδα της παράστασης.

Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά και του Γιάννη Μουρίκη ήταν στη λογική της υπερπαραγωγής, χωρίς να κλέβουν την παράσταση από την ιστορία, αλλά να την υπηρετούν.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη ήταν καλαίσθητα και κατάφεραν να μας μεταφέρουν στις εποχές που έζησαν οι ήρωες του έργου, ενώ η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου αποτέλεσε ευχάριστη νότα αποφόρτισης από την αφήγηση, ώστε αυτή να μην κουράσει.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου γενικά προτίμησαν τα ανοιχτά πλάνα, αλλά σε κρίσιμες στιγμές της ροής της παράστασης, εστίασαν -σωστά- σε πρόσωπα.
Οι χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου κλασσικίζουσες, είχαν κι άλλα περιθώρια να αναπτυχθούν, αν και γενικά συνεπικούρησαν σωστά το λόγο.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ελληνικού Κόσμου, είδα μια παράσταση που βασίστηκε σε ένα βιβλίο μωσαϊκό της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας με μια προσέγγιση που επιχείρησε να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στα γεγονότα, τους χαρακτήρες και το συναίσθημα. Η σκηνοθεσία έδωσε χώρο στην αφήγηση, χωρίς να υποσκελίσει τους διαλόγους και είχε κωμικές ανάσες να "διασκεδάζουν" τη δραματικότητα των καταστάσεων που βίωναν οι ήρωες. Παρά τις μικρές αναπόφευκτες κοιλιές και κάποιες σκηνές που θα μπορούσαν να παραληφθούν η σκηνοθεσία είχε στόχο και αισθητική. Η επιλογή των ερμηνευτών κατά το πλείστον ευτύχησε, με την τελική αίσθηση του θεατή να έχει ένα σαφές και δίκαιο θετικό πρόσημο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.