ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ (ΕΡΩΣ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ) - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ (ΕΡΩΣ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ) - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το κλασσικό κείμενο του Γρηγόρη Ξενόπουλου "Στέλλα Βιολάντη (Έρως Εσταυρωμένος)" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Χώρα ο Γιώργος Λύρας. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σαν μυθιστόρημα (Έρως Εσταυρωμένος) το 1901, ενώ μεταγράφηκε σε θεατρικό έργο και πήρε τον τελικό του τίτλο (Στέλλα Βιολάντη) το 1909.

Η ομώνυμη ηρωίδα, κόρη ενός εύπορου Ζακυνθινού εμπόρου, ερωτεύεται το Χρηστάκη, γόνο αριστοκρατικής πλην ξεπεσμένης οικογένειας του νησιού, χωρίς όμως να υπολογίζει τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός της. Η ανταλλαγή δύο ερωτικών επιστολών μεταξύ τους αντιτίθεται στην ηθική τάξη των αστών της εποχής εκείνης και έτσι η ίδια της η οικογένεια τη "σταυρώνει", τιμωρώντας την με εγκλεισμό στη σοφίτα με το ελάχιστο φαγητό και νερό. Η πεισματική της άρνηση να συμμορφωθεί στα κελεύσματα και τις επιθυμίες του πατέρα της, θα οδηγήσουν τη μεταξύ τους σύγκρουση σε τραγική κατάληξη και την οικογένειά της σε κρίση αξιών. Ο σχεδόν εμμονικός της έρωτας για το νεαρό, θα γίνει η απαρχή για τη δική της επανάσταση στο κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, ως προς τη θέση της γυναίκας στην οικογένεια.

Ο Γιώργος Λύρας σκηνοθετεί την παράσταση, έχοντας στο νου του να παρουσιάσει ένα δράμα πραγματικό, αλλά όχι γυμνό από συναίσθημα, νοσταλγία ποίηση και ρομαντισμό. Φυσικά δεν είναι το μελό που κυριαρχεί στο έργο, αλλά μια ηθογραφική σκιαγράφηση μιας περασμένης εποχής, όπου η γυναίκα ακόμα πάλευε να βρει τον πραγματικό της ρόλο στην οικογένεια και τον κόσμο. Σε αυτή του την προσέγγιση δεν καταφεύγει σε σκηνοθετικά τρικ και ειδικά εφέ, αλλά στο συμβολισμό του σκηνικού του χώρου και στις δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών του. Το μεγάλο και ψηλό τραπέζι της σκηνής δεν έχει μόνο την κανονική του χρήση, αλλά γίνεται ο στίβος σύγκρουσης των αντικρουόμενων απόψεων των πρωταγωνιστών και το εδώλιο της κορύφωσης του απέλπιδος έρωτα της ηρωίδας. Οι κουρτίνες πίσω από αυτό γίνονται ο τοίχος της φυλακής της, όπου προβάλλεται το βουβό της δράμα. Ο σκηνοθέτης δείχνει να παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της ιστορίας και να αποτυπώνει στη σκηνή όλες της τις εναλλαγές συναισθημάτων.

Η Ευγενία Δημητροπούλου, αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο της ηρωίδας του Ξενόπουλου και καταφέρνει να συνδυάσει σε αυτόν την αθωότητα και την αφέλεια του κοριτσιού, με την εσωτερική δύναμη και διάθεση για χειραφέτηση μιας ώριμης γυναίκας. Η εναλλαγή γίνεται σχεδόν αυθόρμητα, με τη νεανική ορμή να ακολουθείται από τη γυναικεία στιβαρότητα της φύσης της. Όσο και να προσπαθούν να υποτάξουν το σώμα της, το πνεύμα παραμένει επαναστατημένο και ανήσυχο, με τη νεαρή ηθοποιό στην πιο μεστή ερμηνεία της των τελευταίων χρόνων.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου, υποδυόμενος τον πατέρα της Παναγή Βιολάντη, αποτελεί την άλλη άκρη του ανθρώπινου διπόλου που κινεί ολόκληρη την παράσταση. Δυναμικός και αυταρχικός πατέρας, ταγμένος στα στερεότυπα της εποχής, με κάποιες εκλάμψεις συναισθήματος και πατρικής στοργής. Αποτελεί το αντίπαλον δέος της επαναστατημένης νεότητας της κόρης του και τον κυματοθραύστη όλων των αντιδράσεων. Ο καλός ηθοποιός έχει βρει μια ισορροπία στην ερμηνεία του χρησιμοποιώντας την επιβλητικότητα της φωνής του (αντί για αχρείαστα αυξημένα ντεσιμπέλ) και το στήσιμο του σώματός του για να αναπαραστήσει την επιβλητική φιγούρα του πατέρα. Στο τέλος η συντριβή αποτυπώνεται όλη στην έκφραση του προσώπου του.
Η Νεκταρία Γιαννουδάκη παίζοντας τη Μαρία Βιολάντη, σύζυγο του Παναγή σχεδόν ασφυκτιά από την ολοκληρωτική παρουσία του άντρα της. Σε κάποιες σκηνές στέκεται λίγο διστακτικά στη σκηνή, προσπαθώντας να σταθεί με την ίδια ένταση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές.
Η Ηλιάννα Γαϊτάνη ως Θεία Νιόνια είναι η μοναδική αρρωγός στην προσπάθεια της Στέλλας, αλλά συχνά παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του ρόλου της και γίνεται λίγο υπερβολική.
Ο Ηλίας Λατσής στο ρόλο του Νταντή, αδερφού της Στέλλας, ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης ως Χρηστάκης και η Αθηνά Σοκόλη ερμηνεύοντας την Ασημίνα, την υπηρέτρια του σπιτιού, συμπληρώνουν το καστ της παράστασης έχοντας ο καθένας τις καλές και τις λιγότερο καλές του στιγμές σε αυτή.

Ο σκηνικός χώρος με τη λιτότητα και την αυστηρότητά του παίζει το δικό του συμβολικό ρόλο στην παράσταση και φέρει την υπογραφή του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη. Τα κοστούμια του έργου, επίσης δικής του έμπνευσης, εκφράζουν την ευμάρεια της οικογένειας, αλλά και τη δυναμική του κάθε χαρακτήρα που ντύνουν.
Η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου δεν έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της, ενώ οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου προτίμησαν τα γενικά κάδρα, από τα κλειστότερα και πιο εστιασμένα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Χώρα, είδα μια κλασσική ρομαντική ιστορία των αρχών του περασμένου αιώνα, προσαρμοσμένη στις θεατρικές συμβάσεις του σήμερα. Η σκηνοθεσία είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα και μια ρομαντικά νοσταλγική οπτική, χωρίς να καταφύγει στο φτηνό μελό για να συγκινήσει και κάποιες πολύ καλές ερμηνείες, που υποστήριξαν αρκούντως το όλο εγχείρημα. Πολύ καλό αισθητικά το αποτέλεσμα της παράστασης.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.