«ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (53 ψήφοι)

          Ο Γκυστάβ Φλομπέρ έσπασε το κατεστημένο της εποχής του 19ου αιώνα με το εμβληματικό μυθιστόρημα «Μαντάμ Μποβαρί», το οποίο λογοκρίθηκε για «ανηθικότητα» και προσβολή των ηθών και της θρησκείας, βάζοντας σε δικαστικές περιπέτειες τον ίδιο και τον εκδότη του. Στο πολυσέλιδο έργο του, επικρατεί η σύγκρουση ρεαλισμού και ρομαντισμού, χυδαιότητας και ποίησης.
          Η ηρωίδα του, με την οποία ταυτίστηκε ο συγγραφέας όταν δήλωσε ότι η Μαντάμ Μποβαρί είναι ο ίδιος («Madame Bovary c’est moi!»), είναι μια ευάλωτη παντρεμένη γυναίκα, που ζει σε έναν κόσμο εξιδανικεύσεων και κατασπαράσσεται ολοκληρωτικά από την τερατώδη αναζήτηση απόλαυσης σε εφήμερες εξωσυζυγικές σχέσεις και αλόγιστες δαπάνες, καθώς ασφυκτιά μέσα στην ανία της πραγματικότητας. Ο Σαρλ Μποβαρί είναι ο μοναδικός άνδρας που την αγάπησε πραγματικά, αλλά πρόκειται για μια αγάπη περισσότερο πατρική, παρά συζυγική. Και η Έμα τη συνειδητοποιεί μάλλον αργά, όταν η μοίρα της είναι ήδη σφραγισμένη με τραγικό τίμημα.
          Όλα στο έργο του Φλομπέρ είναι διφορούμενα. Με έναν ιδιοφυή τρόπο, σκιαγραφεί την αυτοκαταστροφική εξέγερσή της ηρωίδας του που είναι γεμάτη αντιφάσεις – ρομαντική μα και χυδαία, σκληρή εγωίστρια αλλά και γεμάτη αξιοπρέπεια μέχρι τέλους. Ο συγγραφέας δε δίνει απαντήσεις, δε συμπάσχει στο δράμα της, δεν τη δικαιολογεί, δεν την καταδικάζει, ούτε ηθικολογεί. Η ζωή της εμπεριέχει μια σειρά λαθών και κακών κρίσεων σε έναν κατήφορο χωρίς επιστροφή. Και, ίσως, γι' αυτόν τον λόγο, η Μαντάμ Μποβαρί παραμένει ένα αίνιγμα και μία από τις πιο δημοφιλείς λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών.
          Θέλει μαεστρία η μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο σανίδι. Η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ καταφέρνει ικανοποιητικά να τιθασεύσει το ογκώδες βιβλίο, με την αρωγή της Έλσας Ανδριανού στη διασκευή, και να χαρίσει μια ατμοσφαιρική παράσταση, πιστή στο πνεύμα του έργου με λυρισμό και ευρυθμία στο δίπολο θεατρικότητας - αφήγησης.
          Στο σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου, με τις τρεις τεράστιες σκαλιστές κορνίζες και τα ενδεικτικά αντικείμενα δράσης, ο θίασος κινείται επιδέξια, χάρη στην Κική Μπάκα. Τα ρομαντικά κοστούμια επιμελείται η Βασιλική Σύρμα και τους υποβλητικούς φωτισμούς η Μελίνα Μάσχα. Τη μουσική υπόκρουση υπογράφει η Ειρήνη Σκυλακάκη.
          Η Πέγκυ Τρικαλιώτη είναι γεννημένη για τέτοιους ρόλους. Πληθωρική με ώριμες κορυφώσεις, εύπλαστη κινητικότητα, παλμό και πάθος αναδεικνύει τη σκηνική της αρτιότητα ως «Έμα Μποβαρί» και συγκινεί όχι τόσο για τον έκλυτο βίο της, όσο για την τυραννία της επιθυμίας.
          Ο πράος «Σαρλ Μποβαρί», του πολύ καλού ηθοποιού Κώστα Βασαρδάνη, ακριβής και με μέτρο που ενισχύει τη δραματικότητα.
          Ο Ανδρέας Νάτσιος, ο Πάρης Θωμόπουλος και ο Γιάννης Εγγλέζος παιγνιώδεις ως αφηγητές και εύστοχοι στους ρόλους τους.
          Συμπερασματικά, μια ευπρεπής σκηνοθετική προσέγγιση ημιτονίων στη μεταφορά ενός πολύπλοκου και αμφιλεγόμενου χαρακτήρα με τόσες αντιθέσεις.                  Ίσως, τελικά, η Μαντάμ Μποβαρί να είμαστε όλοι εμείς.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.