«ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ ΝΑ ΜΗ ΧΑΘΕΙΣ»| ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ ΝΑ ΜΗ ΧΑΘΕΙΣ»| ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (50 ψήφοι)

          Κάθε αγάπη και ένας σταθμός. Κάθε αγάπη και μια ιστορία. Πολλές οι πατρίδες και τα όνειρα. Μια πορεία με ελπίδες, έρωτες, διαψεύσεις, ανατροπές και συγκρούσεις. Ένας ασυμβίβαστος πρωταγωνιστής που μάχεται για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δικαιωθεί τελικά;
          Το μυθιστόρημα του Νίκου Σκορίνη «Όπου κι αν πας, να μη χαθείς», χαρακτηρίζεται από έντονη θεατρικότητα και η μεταφορά του στο σανίδι απαιτεί χειρισμούς δεξιοτεχνίας, τόσο από τον σκηνοθέτη όσο και από τον θίασο. Αφορά σε ένα πολυπρόσωπο έργο, σε μορφή προσωπικής μαρτυρίας, με συχνές αναφορές πότε στα γεγονότα της πολιτικής σκηνής της εκάστοτε εποχής και πότε στην ερωτική αλληλογραφία του κεντρικού ήρωα Ορέστη. Σαν σύγχρονο «έπος» ξετυλίγει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας από τη δεκαετία του '50 έως και τις μέρες μας. Από τον εμφύλιο και την εδραίωση της Χούντας μέχρι τα μεταναστευτικά κύματα στο Αιγαίο του 21ου αιώνα.
          Η ασίγαστη περιπλάνηση ενός νέου στην Ιστορία και το ταξίδι με προορισμό την προσωπική του «Ιθάκη», αντικατοπτρίζει την προσδοκία και τη ματαίωση μιας ολόκληρης εποχής.
          Μέσα από τη δαιδαλώδη διαδρομή του «Ορέστη», θίγονται μείζονα ζητήματα όπως το προσφυγικό – μεταναστευτικό, ο αέναος αγώνας του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή, οι μεγάλοι έρωτες, οι ελπίδες, οι προσδοκίες, οι απογοητεύσεις. Από το 1950 μέχρι σήμερα, από τον Ταΰγετο στο Βανκούβερ, στην Αθήνα, στο Ανατολικό Βερολίνο, στην Κούβα, στη Βουδαπέστη, στη Μοζαμβίκη, στο Αιγαίο, ένα νοητό ταξίδι στον χωροχρόνο, με αποσκευές γεμάτες αναμνήσεις, όνειρα, θυσίες, κακουχίες αλλά και με πάθος, δίψα και θέληση.
          Ο Δημήτρης Μυλωνάς έχει στήσει μια παράσταση με μήνυμα ανθρωπιστικό. Αν και διαρκεί περισσότερο από δύο ώρες, ο ρυθμός της είναι φρενήρης και απολαυστικός, η αφήγηση και η δράση εναλλάσσονται δημιουργικά, με αποτέλεσμα να γινόμαστε μάρτυρες μιας ζωντανής συνθήκης με χιούμορ, συγκίνηση και ανατροπές.
          Παρακολουθούμε τη ζωή του ήρωα, από την παιδική του ηλικία μέχρι τη δύση της. Ο Ορέστης ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, από έρωτα σε έρωτα, αναζητώντας την ταυτότητά του. Κι όσο ψάχνει απεγνωσμένα να βρει την ουτοπία του, τόσο πιο πολύ ταξιδεύει, γιατί αρνείται να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει.
          Λιτό, μα λειτουργικό, το σκηνογραφικό εύρημα της Νάντιας Κασσάρα, με τις αραδιασμένες βαλίτσες επί σκηνής. Γίνονται ο συνδετικός κρίκος της συνεχούς περιπλάνησης και αναζήτησης του Ορέστη και των προσώπων που βρίσκονται κάθε φορά δίπλα του.
          Τους φωτισμούς υπογράφει ο Γιώργος Αγιαννίτης και την αλληγορική κίνηση επιμελείται η Ειρήνη Κυρμιζάκη.
          Οι ερμηνείες, σφιχτοδεμένες, στηρίζουν την προοπτική του κειμένου και δικαιώνουν τις προθέσεις του δημιουργού και σκηνοθέτη.
          Θα σταθώ στη Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, η οποία δείχνει την έκταση των υποκριτικών ικανοτήτων της με σκηνική δεινότητα και ώριμες κορυφώσεις.
          Ο φέρελπις Θεοδόσης Σκαρβέλης, εξελισσόμενος, ερμηνεύει με ευκαμψία και ευθυβολία τον ρόλο του «Ορέστη».
          Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Δημήτρης Μπούρας, Δήμητρα Μάζη, Δάφνη Δίγκα και Θανάσης Κορλός) ενσαρκώνουν τους πολλαπλούς χαρακτήρες ρεαλιστικά με ευελιξία, ρυθμό και ένταση.
          Εν κατακλείδι, όταν μια παράσταση διαθέτει γερές βάσεις, τίποτα δε μπορεί να πάει λάθος. «ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ, ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΘΕΙΣ», το μυθιστόρημα του Νίκου Σκορίνη, αν και δύσκολο εγχείρημα, μεταφέρεται ορθά ως μια σύγχρονη «Οδύσσεια». Άλλωστε, τα εύκολα ταξίδια δε μένουν ποτέ στη μνήμη μας…


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.