«THE HUMANS» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«THE HUMANS» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (61 ψήφοι)

Η τέχνη ως ζωτικός οργανισμός, πρέπει να ακολουθεί το ρεύμα της εποχής και να πρωτοπορεί, αλλά αν δεν είναι φτιαγμένη με ωραία υλικά και αν δεν ακουμπά στην ψυχή του θεατή, τότε ποια είναι η πραγματική της αξία και ποια η προσφορά της;

Το «The Humans» του Stephen Karam είναι καθαρά έργο χαρακτήρων και όχι γεγονότων, σκιαγραφώντας με ρεαλισμό, ειλικρίνεια, χιούμορ και τρυφερότητα τη ζωή όπως προσπαθούμε να τη ζήσουμε. Είναι μια ωδή, δηλαδή, στο μέσο, συνηθισμένο άνθρωπο και στην άνευ όρων αγάπη. Μέσα από ένα πολύ απλό πλαίσιο ποιητικού νατουραλισμού, ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει χωρίς διδακτισμό, για θέματα της εποχής: τον φόβο του θανάτου, των γηρατειών, της αποτυχίας, της φτώχειας, της ασθένειας και τον φόβο να χάσεις την αγάπη. Και είναι συγκινητικό που ο θεατής βρίσκει ένα κομμάτι του, στους ήρωες της ιστορίας. Γιατί βλέποντας την παράσταση, ο καθένας αντιπαραβάλλει τη δική του οικογένεια και έτσι αποδεικνύεται το σπάνιο προσόν της: το πόσο αληθινή είναι!

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί με χιούμορ, ενσυναίσθηση και ακρίβεια, ψυχογραφώντας την ουσία των χαρακτήρων. Είναι εξαιρετική η δράση των ηθοποιών σε διαφορετικά επίπεδα, καθώς και η παρατεταμένη σιωπή του φινάλε, απογειώνοντας τόσο τη δραματικότητα της κατάστασης, όσο και την ελπίδα ότι κάτι καλό θα συμβεί.

Η ιστορία ξεκινά με την άφιξη της οικογένειας Μπλέικ στην Τσάιναταουν της Νέας Υόρκης, για να γιορτάσει την ημέρα των Ευχαριστιών. Ο Έρικ και η Ντίντρη, οι γονείς, καταφθάνουν, μαζί με τη γιαγιά Μόμο και τη μεγάλη τους κόρη Έιμι, στο ανήλιαγο δίπατο διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας, όπου μόλις έχουν μετακομίσει η μικρή τους κόρη, Μπρίτζετ, με τον σύντροφό της, Ρίτσαρντ. Γύρω από το γιορτινό τραπέζι, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, θα βγουν στην επιφάνεια εντάσεις, αγωνίες, φόβοι και μυστικά. Τα προβλήματα αυτής της οικογένειας είναι συνηθισμένα και αναγνωρίσιμα. Η μεγάλη κόρη βγαίνει από έναν χωρισμό και έχει ένα σοβαρό θέμα υγείας, η μικρή δεν μπορεί να προχωρήσει με την καριέρα της, τα ζητήματα των γονιών είναι πιο δομικά. Πρόκειται για ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που συνθλίβονται από τη σκληρότητα της καθημερινότητας. Γιατί βλέπουν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται, γιατί πνίγονται στις οικονομικές δυσκολίες και στριμώχνονται γύρω από την ανάγκη και τη μιζέρια, γιατί δεν είναι πλέον χαρούμενοι και δεν είναι σε θέση να κοντρολάρουν τη ζωή τους. Όμως, είναι μια οικογένεια που αγαπιέται πραγματικά. Και η αγάπη αυτή είναι τόσο βαθιά και ουσιώδης, που αντέχει στα χτυπήματα της ζωής.

          Το κείμενο είναι τόσο καλογραμμένο και ζωντανό, οι διάλογοι κινούνται τόσο φυσικά ανάμεσα στο χιούμορ και τα δραματικά στοιχεία, στις κορυφές και τις υφέσεις, που νιώθεις ότι δεν υπάρχει σκηνοθεσία. Και είναι από τα θετικά της παράστασης, γιατί μοιάζει σαν φέτα ζωής με φόντο ένα οικογενειακό τραπέζι, όπου τα άτομα κινούνται συνεχώς, μιλάνε ακατάπαυστα, αγαπιούνται, τσακώνονται, μελαγχολούν, γκρινιάζουν, θυμώνουν, λένε αστεία, πειράζουν ο ένας τον άλλον. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ζωή με αληθινούς ανθρώπους. Όπως ακριβώς τους παρακολουθούμε στις ταινίες του Γούντι Άλεν.
          Μεγάλο ατού της παράστασης είναι, αδιαμφισβήτητα, ο θίασος. Έξι πρωταγωνιστές, τριών γενεών, λειτουργούν υποδειγματικά, συμπληρώνοντας το παζλ της θεατρικής πράξης με χειμαρρώδη συναισθήματα, εκφραστικούς διαλόγους, ρέουσες εικόνες, ρυθμό και ένταση.
          Η Θέμις Μπαζάκα ξεχωρίζει για την καλοχτισμένη υποκριτική της ως «Ντίντρη Μπλέικ». Υποδύεται μια γενναιόδωρη και τρυφερή γυναίκα, που μόνη της παρηγοριά είναι, πια, η εκκλησία, αφού η ζωή δεν της φέρθηκε καλά και καταβροχθίζει πλέον τα συναισθήματά της.
          Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ερμηνεύει με ευκαμψία και ευθυβολία τον «Έρικ Μπλέικ». Κατεστραμμένος οικονομικά λόγω ερωτικής ατασθαλίας, βασανίζεται από εφιάλτες και τύψεις, τρέμοντας στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει την αγάπη της οικογένειάς του.
          Η Ειρήνη Μακρή, ως «Έιμι Μπλέικ», μεστή υποκριτικά, αποδεικνύει τη σκηνική της αρτιότητα. Είναι η μεγάλη κόρη της οικογένειας, δικηγόρος στο επάγγελμα, προσφάτως χωρισμένη και με ένα σοβαρό θέμα υγείας, που γενικά βλέπει τη ζωή της να κυλά από το κακό στο χειρότερο. Ασπίδα προστασία της, ο κυνισμός και το χιούμορ για να μπορεί να προχωρά και να απαλύνει τις φοβίες και τον πόνο της.
          Η Μαρία Πετεβή αποδεικνύει το εύρος του ταλέντου της, ως «Μπρίτζετ Μπλέικ». Ευέλικτη και πειστική, ενδύεται τη μικρότερη κόρη που αποφασίζει να ακολουθήσει τις επιθυμίες της, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ σκληρής πραγματικότητας και ονείρου, υπερφορτωμένη με φοιτητικά χρέη και διπλοβάρδιες.
          Ο «Ρίτσαρντ» του Κωνσταντίνου Ασπιώτη σμιλεύεται με επιδεξιότητα και συνέπεια. Έχοντας βγει νικητής από τη νόσο της κατάθλιψης, αισθάνεται ισορροπημένος και πολύ ερωτευμένος με τη Μπρίτζετ, την οποία στηρίζει και βρίσκεται στο πλευρό της. Ναι μεν, αγωνιά για το θέμα του βιοπορισμού, αλλά πιστεύει ότι το χρήμα δε φέρνει πάντα την ευτυχία.
          Αφήνω στο τέλος, την κ. Ξένια Καλογεροπούλου, η οποία υφαίνει με βαθιά θεατρική γνώση τη «γιαγιά Μόμο», η οποία πάσχει από Αλτσχάιμερ και έχει χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα. Στο πρόσωπό της διακρίνουμε μια υπόμνηση θλίψης και έναν φάρο αγάπης. Είναι συγκλονιστική τόσο στις παρατεταμένες σιωπές της, όσο και στις εκρήξεις της.
          Η Αθανασία Σμαραγδή ντύνει σκηνογραφικά την παράσταση, όπου ναι μεν απεικονίζεται πολύ πειστικά το σκοτεινό δίπατο σπίτι, αλλά υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να έχεις πολύ ψηλά το κεφάλι σου, ιδίως αν κάθεσαι στις πρώτες σειρές, για να παρακολουθήσεις τα δρώμενα του επάνω ορόφου.
          Τα κοστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου, οι φωτισμοί του Σίμου Σαρκετζή και οι ηχητικοί σχεδιασμοί του Κώστα Μπόκου υπηρετούν το σύνολο.
          Φέτα ζωής, είναι τελικά, το «THE HUMANS», του Stephen Karam. Γλυκόπικρο με βαθιά πίστη στην ανθρώπινη ψυχή, αγγίζει ευαίσθητες χορδές. Μια must - see παράσταση με εξαιρετικές ερμηνείες και άρτια σκηνοθετική ανάγνωση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.