«ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ» | ROBERT ICKE | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 23/12/2025 22:41
Η παράσταση «Οιδίποδας», του Ρόμπερτ Άικ, αποτελεί μια σύγχρονη, τολμηρή ανάγνωση της Σοφόκλειας τραγωδίας, που μετατοπίζει το βάρος από τη μοίρα και το θείο, προς την πολιτική ευθύνη, τη διαχείριση της εξουσίας και τη συλλογική αλήθεια.
Ο Άικ απογυμνώνει τον μύθο από τον αρχαϊκό του μανδύα και τον επανατοποθετεί σε ένα περιβάλλον που θυμίζει σύγχρονη πολιτική σκηνή: συνεντεύξεις Τύπου, οθόνες, δημόσιος λόγος. Ο Οιδίποδας δεν είναι απλώς ένας τραγικός ήρωας, αλλά ένας ηγέτης που καλείται να απαντήσει σε μια κρίση και κυρίως να ελέγξει την αφήγηση. Η έρευνα για την αλήθεια γίνεται δημόσιο θέαμα, γεγονός που εντείνει την αγωνία και καθιστά το δράμα οδυνηρά επίκαιρο.
Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να αντικαταστήσει τον Σοφοκλή, αλλά να τον μεταφράσει στο παρόν. Είναι μια παράσταση που προκαλεί σκέψη, θέτει πολιτικά και ηθικά ερωτήματα και αναδεικνύει τη διαχρονικότητα του μύθου μέσα από σύγχρονες φόρμες. Μπορεί να ξενίσει τους πιο παραδοσιακούς, όμως ως θεατρική πρόταση είναι συνεκτική, δυναμική και ουσιαστικά επίκαιρη.
Η διασκευή του κειμένου στην πολύ καλή μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου και τη σκηνοθετική προσαρμογή του Πρόδρομου Τσινικόρη, αποδεικνύεται σφιχτή με κινηματογραφική ροή, έντονο ρυθμό και σταδιακή κλιμάκωση. Η αποκάλυψη δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων ρωγμών στον λόγο και στην αυτοπεποίθηση του ήρωα. Η αποκάλυψη δεν είναι θεϊκή τιμωρία, αλλά αποτέλεσμα ενός συστήματος που απαιτεί διαρκώς απαντήσεις, ακόμα κι αν αυτές καταλύουν τον ίδιο τον ηγέτη. Ο Οιδίποδας πιστεύει ακράδαντα στη λογική και τη διαφάνεια, μέχρι που αυτές στρέφονται εναντίον του. Η επιλογή αυτή ενισχύει την ψυχολογική ένταση, αν και σε σημεία μπορεί να θυσιάζει την ποιητικότητα της αρχαίας τραγωδίας προς όφελος της δραστικότητας.
Η παράσταση θέτει αιχμηρά ερωτήματα: Πόση αλήθεια αντέχει η εξουσία; Πότε η αυτοκριτική μετατρέπεται σε πολιτική αυτοκαταστροφή; Είναι η γνώση πράξη ευθύνης ή ύβρις;
Η μεταγραφή είναι έξυπνη, παρεισφρέοντας στοιχεία, που κάποια λειτουργούν θαυμάσια και άλλα φαντάζουν κάπως βεβιασμένα. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ εξουσίας. Κατά τον Άικ, η Θήβα δεν είναι πια μια μυθική πόλη που μαστίζεται από θεϊκή κατάρα, αλλά ένα σύγχρονο κράτος σε κρίση. Η πανούκλα μεταφράζεται σε πολιτική και ηθική αποσύνθεση, ενώ η αναζήτηση του ενόχου θυμίζει διαδικασία δημόσιου ελέγχου, έρευνας και λογοδοσίας. Ο Οιδίποδας εμφανίζεται ως ηγέτης που πιστεύει στη διαφάνεια, αλλά στην πραγματικότητα ελέγχει την αλήθεια όσο τον εξυπηρετεί. Ο βασιλιάς Λάιος, ο οποίος κακοποιούσε την ανήλικη τότε Ιοκάστη, σκοτώνεται από τον Οιδιποδα σε τροχαίο. Ο Τειρεσίας εμφανίζεται ως μέλος μιας σέχτας, ο Πολυνείκης είναι ομοφυλόφιλος και η Μερόπη (θετή μητέρα του Οιδίποδα) έχει ενεργητικό ρόλο.
Η σκηνογραφία (Hildegard Bechtler) είναι λιτή, ψυχρή και λειτουργική, θυμίζοντας αίθουσα Τύπου ή κυβερνητικό κέντρο επιχειρήσεων. Οι οθόνες και τα τεχνολογικά μέσα ενισχύουν την αίσθηση διαρκούς επιτήρησης και δημόσιας έκθεσης. Εξαιρετικά τα σκηνοθετικά ευρήματα της αντίστροφης μέτρησης του χρόνου από την αρχή έως την αποκάλυψη της αλήθειας και της απομάκρυνσης των σκηνικών αντικειμένων από τη σκηνή. Τα κοστούμια ( Wojciech Dziedzic) αποδεικνύονται συμβατά. Οι φωτισμοί της Natasha Chivers γίνονται δραματουργικό εργαλείο, παίζοντας καθοριστικό ρόλο: το ψυχρό φως συνάδει με τον έλεγχο και τη λογική, ενώ σταδιακά οι σκοτεινότερες αποχρώσεις συντελούν στη διάλυση της βεβαιότητας.
Ο Νίκος Κουρής χτίζει έναν Οιδίποδα χαρισματικό, ορθολογιστή και επικοινωνιακά άρτιο. Η ερμηνεία του ξεκινά με αυτοπεποίθηση, σχεδόν αλαζονεία, και σταδιακά ραγίζει. Ιδιαίτερα επιτυχημένη είναι η μετάβαση από τον πολιτικό που ελέγχει τον λόγο, στον άνθρωπο που χάνει τον έλεγχο της αφήγησης. Δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς· η κατάρρευση είναι εσωτερική και γι’ αυτό πειστική.
Η Ιοκάστη, λιγότερο μυστηριακή και περισσότερο ρεαλιστική, λειτουργεί ως φωνή προειδοποίησης και άρνησης, προσδίδοντας βάθος στη σύγκρουση ανάμεσα στη γνώση και την επιβίωση. Η Καριοφυλλιά Καραμπέτη προσφέρει μια Ιοκάστη βαθιά ανθρώπινη και σύγχρονη. Δεν είναι απλώς η τραγική βασίλισσα, αλλά μια γυναίκα που καταλαβαίνει πρώτη ότι η αλήθεια μπορεί να είναι καταστροφική. Η ερμηνεία της ισορροπεί ανάμεσα στη λογική και την απόγνωση, λειτουργώντας ως φωνή πολιτικής σύνεσης απέναντι στον απόλυτο ορθολογισμό του Οιδίποδα.
Οι ερωτικές σκηνές τους αποτελούν ένα από τα πιο ριψοκίνδυνα στοιχήματα της παράστασης και ταυτόχρονα από τα πιο επιτυχημένα. Δεν προσφέρονται ως στιγμές θεαματικότητας, ούτε ως εύκολη πρόκληση. Δημιουργείται ένα συνεχές παιχνίδι έλξης και απώθησης, όπου ο έρωτας εμφανίζεται ως πεδίο απειλής -κάτι που ενώνει και ταυτόχρονα προαναγγέλει την καταστροφή. Η σκηνοθετική προσέγγιση, αντί να υπογραμμίσει την αιμομικτική διάσταση, την αφήνει να αιωρείται, μετατρέποντας την επιθυμία σε δομικό στοιχείο της τραγικότητας. Οι στιγμές έντασης συχνά διακόπτονται απότομα, σαν η παράσταση να αρνείται συνειδητά την κορύφωση. Ο έρωτας εδώ υπονοείται, πιέζει, βαραίνει τη σκηνή. Αυτή η επιλογή, αν και ενδέχεται να ξενίσει μέρος του κοινού, λειτουργεί δραματουργικά: ο θεατής παραμένει σε διαρκή κατάσταση ανησυχίας. Το, δε, φινάλε της αυτοκτονίας και της αυτοτύφλωσης είναι ευρηματικό.
Η χημεία των δύο ηθοποιών είναι εμφανής και καθοριστική: δεν βασίζεται σε έντονη κινησιολογία, αλλά σε μια λεπτή ανταλλαγή ενέργειας. Κάθε σκηνή τους μοιάζει να δοκιμάζει τα όρια της γνώσης, τι ξέρουν, τι υποψιάζονται, τι επιλέγουν να αγνοήσουν.
Με μετρημένη δύναμη και καθαρό λόγο, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ενσαρκώνει τον θεσμικό λόγο, τη φωνή της εξουσίας που γνωρίζει αλλά διστάζει να μιλήσει. Η παρουσία του προσδίδει σοβαρότητα και ενισχύει το πολιτικό υπόβαθρο της παράστασης.
Ο Κώστας Νικούλι λειτουργεί ως καταλύτης της αποκάλυψης. Η ερμηνεία του αποφεύγει τον μανιχαϊσμό και παρουσιάζει έναν χαρακτήρα που κουβαλά την αλήθεια ως βάρος, όχι ως όπλο.
Η Ράνια Οικονομίδου είναι έξοχη στον ρόλο της Μερόπης. Δεν είναι απλώς μια φιγούρα πόνου, αλλά μία γυναικεία μορφή που προσπαθεί να προστατεύσει το παιδί της και να το κρατήσει μακριά από την καταδίκη της μοίρας, ζητώντας να της αφιερώσει λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του.
Καθείς στα όπλα του. Έτσι, βλέπουμε εξίσου πειστικές ερμηνείες από τους: Δανάη-Αρσενία Φιλίδου («Αντιγόνη»), Γιώργο Ζιάκα («Ετεοκλής»), Γιάννη Τσουμαράκη («Πολυνείκη»), Τάκη Σακελλαρίου («Μέντωρ»), Σωκράτη Πατσίκα («Οδηγός») και Χαρά Γιώτα («Ιόλη»)
Ο Ρόμπερτ Άικ συνομίλησε με το αρχαίο κείμενο και το μετέφερε στο εδώ και τώρα, με μία συνθήκη αρτιότατη που στάθηκε αξιοπρεπώς.


