ΗΡΩΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΗΡΩΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Το έργο του Gerald Sibleyras με τίτλο "Ήρωες" (Le Vent des Peupliers) σκηνοθετεί στη σκηνή του "Νέου Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου" ο Nikita Milivojevic. Γραμμένο το 2003, έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Montparnasse, συγκεντρώνοντας τέσσερις υποψηφιότητες βραβείου Moliere (μεταξύ αυτών και καλύτερου συγγραφέα), ενώ το 2005 μεταφράστηκε από τον Tom Stoppard (Heroes), μεταφέρθηκε στο West End και κέρδισε το βραβείο Olivier νέας κωμωδίας το 2006. Πρόκειται για την ιστορία τριών απόστρατων αξιωματικών, που συναντιούνται καθημερινά στην ταράτσα ενός γηροκομείου και κουβεντιάζουν, γκρινιάζουν, φιλοσοφούν και καταστρώνουν μεγαλεπήβολα σχέδια φυγής από το ίδρυμα που τους φιλοξενεί. Οι παλιές τους δόξες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά αυτοί αρνούνται να το παραδεχθούν και δημιουργούν ένα δικό τους μικρόκοσμο που συχνά εκτείνεται μέχρι τους εξωτερικούς τοίχους του γηροκομείου. Μία πικρή κωμωδία για μια ηλικία που κανείς μας δε θα αποφύγει και όλοι φιλοδοξούμε να τη ζήσουμε με τον πλέον αξιοπρεπή τρόπο και όπου ο χρόνος γίνεται ο πρωταγωνιστής. Η μη παραίτηση από το όνειρο των τριών αυτών απόμαχων της ζωής τους κάνει ήρωες μιας δύσκολης και απρόβλεπτης καθημερινότητας.
Η μετάφραση είναι της Μαριάννας Τόλη και έχει μεταφέρει αυτούσιο το κλίμα και τους χυμούς του αρχικού κειμένου στην ελληνική γλώσσα, καθώς ένιωσα την εξέλιξή του να είναι αβίαστη και να κυλάει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα κατανόησης και επικοινωνίας με το κοινό.

Ο Nikita Milivojevic αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης, με στόχο να ισορροπήσει μεταξύ των κωμικών στοιχείων του έργου, αλλά και των πολλών ανθρώπινων στιγμών που βιώνουν οι χαρακτήρες καθημερινά. Η εναλλαγή γλυκού και πικρού συναισθήματος είναι συνεχής, αλλά όχι επιφανειακή. Μέσα από απλά καθημερινά στιγμιότυπα εμβαθύνει στην ψυχή των ηρώων του και την αποτυπώνει στο λόγο και την κίνησή τους. Το χιούμορ συχνά γίνεται σαρκασμός, ενώ υποβόσκει πάντα και μία σουρεαλιστική διάσταση σε αυτό. Η διαδοχή των σκηνών έχει μια κινηματογραφικότητα και ένα μελαγχολικό background, με τη συνεχή πτώση φύλλων σε κάθε αλλαγή να στέκεται χρήσιμο εύρημα στην αρχή, αλλά η επαναληπτικότητά του να κουράζει. Ο ρυθμός δεν έχει σημαντικές κοιλιές, με σημαντική συμβολή στο γεγονός αυτό την εξαιρετική χημεία των τριών πρωταγωνιστών και τη συνεχή ροή του λόγου, χωρίς αχρείαστες παύσεις. Η σκηνοθετική ματιά δεν ασκεί κριτική, δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, δεν προσπαθεί για το εξεζητημένο, αλλά χρησιμοποιεί το απλό, το αυθόρμητο, για να ερεθίσει τις ανθρώπινες χορδές του κοινού της. Και τελικά καταφέρνει η καθημερινή τριβή των τριών απόμαχων της ζωής μεταξύ τους να αποτελεί αντικατοπτρισμό του μέλλοντος κάποιων από εμάς, όπου το πνεύμα θα παραμένει ακμαίο, αλλά η σάρκα θα δυσκολεύεται να ακολουθήσει.

Ο Γιάννης Φέρτης κρατά το ρόλο του Φερνάν, ενός απόστρατου που έχοντας φάει ένα βλήμα στο κεφάλι, παθαίνει σύντομες λιποθυμίες και επανέρχεται φωνάζοντας μια συγκεκριμένη φράση. Απλός, θυμόσοφος, κεφάτος, γοητευτικός, λίγο γυναικάς, είναι η νότα της αισιοδοξίας στην παρέα των τριών. Καλόβολος εν γένει, αλλά και με την εμμονή ότι η διευθύντρια του γηροκομείου έχει βάλει στο νου της να τον σκοτώσει και ότι ο μαρμάρινος σκύλος της ταράτσας κινείται. Ένας πολύ έμπειρος ηθοποιός, ο οποίος με την απλότητα και τη γνησιότητα της ερμηνείας του σε κερδίζει και σε βάζει στο μικρόκοσμό του από τα πρώτα του λόγια.
Ο Δημήτρης Πιατάς είναι ο Ρενέ, ο απόστρατος ο οποίος κουτσαίνει μετά από ένα τραύμα στο πόδι και μία από τις πνευματικές του διεξόδους αποτελεί η θέα από τα κοριτσάκια του διπλανού παρθεναγωγείου και της δασκάλας τους. Αποτελεί την ήρεμη δύναμη της παρέας, με πράο λόγο, αν και είναι σχεδόν πάντα με ένα πηγαίο, σχεδόν αυθόρμητο παράπονο μικρού παιδιού, τόσο στα λόγια, όσο και τις εκφράσεις του. Καταφέρνει να ελέγξει σχεδόν απόλυτα την ιδιαιτερότητα της φωνής του, αλλά και να εντάξει τις γκριμάτσες του προσώπου του και μία σχεδόν μπουφόνικη κίνηση στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, παίζει το Γουσταύο, ένα βετεράνο που νομίζει ότι είναι ακόμα διοικητής του τάγματός του, αρνούμενος να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Αυστηρός, λάτρης των τύπων και της πειθαρχίας, πληθωρικός, σχεδόν φλύαρος, λίγο εξυπνάκιας, λίγο χειριστικός, αλλά πάντα με καλή καρδιά και ενδιαφέρον για τους συντρόφους και συνοδοιπόρους του΄. Διεκδικεί συχνά την "αρχηγία" της παρέας και έχει έντονη μέσα του τη διάθεση φυγής, της απόδρασης από την καθημερινότητα του γηροκομείου. Άμεσος, ευθύς, ρεαλιστής και δυναμικός ερμηνεύει με πειστικότητα τον ήρωά του, συμπληρώνοντας επιτυχημένα τον ερμηνευτικό καμβά της παράστασης. Τρεις ηθοποιοί ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά, που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο και συνυπάρχουν απόλυτα αρμονικά στη σκηνή, δίνοντας ο καθένας το προσωπικό του ρεσιτάλ.

Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά, με ένα σύνολο βεράντας κι ένα μαρμάρινο σκύλο, όλα τοποθετημένα σε ένα βάθρο για να δίνουν μια αίσθηση πανοραμικότητας στην ταράτσα, απλά και λειτουργικά και με μία διάχυτη αίσθηση μελαγχολίας.
Τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Μιχάλης Σδούγκος και ακολούθησαν μια σχεδόν καθημερινή γραμμή, αλλά καθρεφτίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστική κάθε χαρακτήρα.
Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, εστίαζαν ως επί το πλείστον στα πρόσωπα των τριών πρωταγωνιστών και έπαιζαν το παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς, ανάλογα με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των τριών ηρώων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου, είδα μια παράσταση σύγχρονη που κατάφερε να αποδώσει επιτυχημένα τις λεπτές αποχρώσεις του χιούμορ και της μελαγχολίας τριών απόμαχων στρατιωτικών, που προσπαθούν να βρουν νόημα και διέξοδο στη ζωή τους. Η σκηνοθεσία διατήρησε τις συναισθηματικές ισορροπίες και εναλλαγές του κειμένου, του έδωσε χρώμα και βάθος και αποκάλυψε τα πολυεπίπεδα μηνύματά του. Ευτύχησε να συνεπικουρείται και από τρεις ηθοποιούς που είχαν εξαιρετική σκηνική χημεία, εμβάθυναν στους ρόλους τους και τους απέδωσαν με ακρίβεια, συνέπεια και ευαισθησία. .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.