ΚΑΓΚΟΥΡΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΑΓΚΟΥΡΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ


1.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Στη σκηνή "Νίκος Κούρκουλος" του Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάζεται η παράσταση ΚΑΓΚΟΥΡΩ, βασισμένη σε κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά. Ένας πατέρας, ο οποίος είναι ιδεαλιστής, αλλά δείχνει βολεμένος και συμβιβασμένος από τη φαινομενικά μίζερη ζωή του σαν καθηγητής και ένας γιος, που στα πλαίσια των μετατάξεων, περιμένει να επαναδιοριστεί σαν σωφρονιστικός υπάλληλος, σε κάποιες φυλακές, αρνούμενος πεισματικά μέσα του να συμβιβαστεί με αυτή την προοπτική, είναι οι βασικοί χαρακτήρες που συγκρούονται στο έργο.

Ο γιος βρίσκει μια διέξοδο στην πρόταση του θείου του, αδερφού του πατέρα του, που και αυτός παλεύει με τις ερινύες του παρελθόντος του, να πάει στην Αυστραλία για ένα καλύτερο μέλλον.

Στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο νεαρός, συμπεριλαμβάνεται και η κοπέλα του, μια ηθοποιός που παίζει σαν αερικό, την οποία δε θέλει να εγκαταλείψει και η οποία την ημέρα της αναχώρησής του καταρρέει.

Αυτός γυρίζει πίσω για να τη συνδράμει, θυσιάζοντας τις προοπτικές του, αντίθετα με αυτήν, που λίγους μήνες μετά, κερδίζοντας μια υποτροφία για την καλύτερη δραματική σχολή της Νέας Υόρκης, αναπόφευκτα θα τον αφήσει πίσω.

Και μέσα σε αυτούς τους χαρακτήρες και ένας βαρυποινίτης σε ένα ρόλο που διαρρηγνύει την ηθογραφία και κλείνει το συγκρουσιακό κύκλο.

Το κείμενο βασίζεται σε διαρκείς αντιθέσεις, αλλά και παραλληλισμούς καταστάσεων παρελθόντος-παρόντος, εντρυφεί στην ψυχολογία και τα βαθύτερα κίνητρα των χαρακτήρων του, αλλά κάποιες στιγμές γίνεται διδακτικό, φλύαρο και χάνει τη δραματουργική του ισορροπία. Πραγματεύεται μια καθημερινότητα που βιώνουμε όλοι μας, αλλά υπάρχουν στιγμές που παλινωδεί και χάνει τη συνέχεια και το ρυθμό του.

Ο Δημήτρης Μυλωνάς ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης και χρησιμοποιώντας ένα ηθελημένα μικρό, συμπυκνωμένα αποπνικτικό σκηνικό, θέλησε και αυτός να επικεντρώσει την προσοχή του θεατή στους χαρακτήρες και να μπει βαθιά μέσα τους, προσπαθώντας να μας κάνει κοινωνούς της ψυχοσύνθεσής τους και συνοδοιπόρους των διλημμάτων και των αδιεξόδων τους. Δεν κάνει όμως κάτι για να επέμβει στις αδύναμες στιγμές του κειμένου και να τις τονώσει σκηνικά και δραματουργικά.

Η αρχή είναι υπερβολικά αργή, με το πρώτο δεκάλεπτο να περνάει ανούσια και σιωπηλά, σε μία βουβή εισαγωγή που δεν εξυπηρέτησε τίποτα, ενώ αρκετά συχνά η υπερβολή κάνει την εμφάνισή της τόσο στον τόνο, όσο και στην ένταση της φωνής των ηθοποιών. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις των χαρακτήρων δεν εικονοποιούνται στη σκηνή, αλλά παραμένουν στατικές και υποστηρίζονται μόνο με λεκτικές κορώνες. Η "εσωτερική" επικοινωνία των ηθοποιών και η σκηνική τους χημεία δεν είναι ανάγλυφη, με αποτέλεσμα να μην είναι πάντα πειστική η εξωτερίκευση των ψυχολογικών τους αδιεξόδων και να μην υπάρχει επαρκής φλόγα στις συγκρούσεις τους.

Ένιωσα έτσι σαν απλός θεατής των επί σκηνής τεκταινομένων και σπάνια "προσκεκλημένος" να συμμετέχω στο δράμα.

Η μόνη αληθινά αλληλεπιδραστική σχέση, είναι αυτή πατέρα-γιού, ενώ οι υπόλοιπες παραμένουν ατροφικές και δεν αναπτύσσονται ούτε διερευνώνται πραγματικά και σε κάποιο βάθος. Η σκηνή του διαμελισμού του σκηνικού στο τελευταίο μέρος της παράστασης, ήταν μία όαση εικονοπλασίας στην παράσταση και συντέλεσε σημαντικά στο αξιοπρεπές κλείσιμό της.

Ο Χρήστος Σαπουντζής στο ρόλο του Δημήτρη, του μεσήλικα πατέρα, του ιδεαλιστή, αλλά βολεμένου στο μικροαστικό βούρκο της καθημερινότητας φιλόλογου, είχε μια ισορροπημένη ερμηνεία, με πολλή κρυμμένη ένταση και πάθος που εκφράστηκε κυρίως με εκφράσεις, κινήσεις και ψυχολογικές μεταπτώσεις και λιγότερο με ένταση φωνής και λόγου. Κατανόησε το ρόλο του και τον ερμήνευσε με μέτρο και δυναμική ολοκληρωμένη.

Ο Γιώργος Παπαπαύλου έπαιξε το γιο του Δημήτρη, τον Ορφέα, έναν εσωτερικά επαναστατημένο και τραυματισμένο ψυχολογικά νεαρό, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια. Συχνά υπερκινητικός και κινούμενος φωνητικά σε πολύ υψηλούς τόνους, έδωσε αχρείαστη υπερβολή στην ερμηνεία του, κάνοντας ασύμμετρες και άνισες τις λεκτικές και ψυχολογικές συγκρούσεις με τον χαμηλών τόνων πατέρα του.

Η Λένα Δροσάκη ανέλαβε το μόνο γυναικείο χαρακτήρα, αυτόν της Μαρίνας, της κοπέλας του Ορφέα και κινούμενη με τη χάρη μιας πεταλούδας στη σκηνή και μια τάση αλλοπαρμένη στο λόγο της, οδήγησε την ηρωίδα στα όρια της ψυχολογικής ισορροπίας και της τρέλλας. Σε κάποιες σκηνές υπήρξε υποψία υπερβολής και υπερπαιξίματος, αλλά γενικά πάτησε σε στέρεες βάσεις για το χτίσιμο του χαρακτήρα της.

Ο Σπύρος Τσεκούρας, ήταν ο Τάκης, ο θείος από την Αυστραλία, ένας τύπος που αν και πλούτισε και έγινε πιο αδίστακτος, δεν παύει να κατατρώγεται από τις ερινύες του παρελθόντος. Η υπερβολική ένταση φωνής στις εκρήξεις της εξωστρέφειάς του, ακύρωνε κατά ένα μέρος την ίδια του την προσπάθεια και άφησε κενά στην ερμηνεία του.

Τέλος, ο Μελέτης Ηλίας στο ρόλο του Κέρβερου, ενός βαρυποινίτη που είναι κάτι σαν προάγγελος θανάτου, με βαριά και επιτηδευμένη κίνηση και λόγο μονότονο και στομφώδη, πρόσθεσε ελάχιστα στη σκηνική οικονομία του έργου και στην εξέλιξή του, κάνοντας ουσιαστικά ένα σχετικά αδιάφορο πέρασμα.

Το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα, μικρό, αποπνικτικό, συντονίστηκε απόλυτα με την ατμόσφαιρα και τους στόχους της παράστασης. Τα κοστούμια της ίδιας, απλά καθημερινά ρούχα ανθρώπων της διπλανής πόρτας, πλην του θείου από την Αυστραλία που έχοντας πλέον άλλη νοοτροπία είναι πιο εξωστρεφή και εκκεντρικά.

Η μουσική του Παύλου Κατσίβελη είχε ίσως πιο έντονη παρουσία στην παράσταση από όση πραγματικά χρειαζόταν, χωρίς να νιώσω ότι συντονίστηκε ουσιαστικά με αυτή.

Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έδειχναν να φωτίζουν αόριστα και αφηρημένα το χώρο και να μην είναι προσαρμοσμένοι στο σκηνικό.

Συμπερασματικά, η παράσταση στη Νέα Σκηνή του Εθνικού, βασισμένη σε ένα κείμενο με μια παλιομοδίτικα σύγχρονη προβληματική, αρκετή φλυαρία και δραματουργικά κενά, είχε μια σκηνοθεσία που δε βοήθησε ουσιαστικά στην ανάπτυξη και την εξέλιξή του, αλλά κινήθηκε σε μια παράλληλα προβληματική γραμμή, χωρίς να καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον μου σα θεατή.

Απέμειναν έτσι μόνο κάποιες καλές ερμηνευτικές στιγμές και λίγα σκηνοθετικά τρικ να προσπαθούν να διασώσουν τα προσχήματα. Χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία βέβαια.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.