«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 29/06/2025 20:05
Αναμφισβήτητα, η ερμηνεία των έργων του αρχαίου δράματος ήταν, είναι και θα είναι ένα ανοιχτό πεδίο έρευνας, προβληματισμού, στοχασμού για κάθε σκηνοθέτη, καθώς εμπεριέχει υποκειμενισμό. Φανερώνει την ταυτότητα του καλλιτέχνη, τις γνώσεις και τις ιδεολογικές του απόψεις, τα ασκημένα μέσα της τέχνης του, το μήνυμά του για τον σημερινό άνθρωπο.
Στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», που πρωτοπαρουσίαστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 441 π.Χ., καθρεφτίζονται θεμελιώδεις, πανανθρώπινοι, διαχρονικοί νόμοι. Η αδελφική αγάπη και ο σεβασμός στους νεκρούς, υπαγορεύουν την αντίσταση της Αντιγόνης στην εντολή του Κρέοντα να μείνει άταφος ο αδελφός της Πολυνείκης. Η Αντιγόνη για την «ύβρι» της, στον γραπτό νόμο της εξουσίας, θα θανατωθεί. Η ύβρις του Κρέοντα στον άγραφο «νόμο» για τους νεκρούς «πληρώνεται» με την αυτοχειρία του γιου και της γυναίκας του.
Δύο επιβλητικοί στύλοι φωτισμένοι με νέον (φωτισμοί Ελευθερίας Ντεκώ) κι ένας περιστρεφόμενος, μηχανοκίνητος δίσκος, με ομόκεντρους κύκλους, που άλλαζε αποχρώσεις, κάλυπτε την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Μέσα σε αυτόν, όλοι οι ερμηνευτές κινούνταν αδιάκοπα, ως υπενθύμιση της ακάματης προσπάθειας του ανθρώπου να ορθοποδήσει μέσα στον κύκλο της ζωής και της μοίρας, σε μία φόρμα επαναλαμβανόμενου, ασφυκτικού ρυθμού και τέμπου, κουραστική και μονότονη, δημιουργώντας μία αίσθηση απόκοσμη, δυστοπική και ζοφερή. Οι μουσικοί που «έντυναν» ζωντανά την παράσταση, δίνοντας το έναυσμα του αυστηρού ρυθμού της κίνησης των ηθοποιών, βρίσκονταν εκτός ορχήστρας, κάτω από τα δέντρα.
Αντιλαμβανόμαστε από τα πρώτα λεπτά ότι έτσι θα εξελιχθεί η συνθήκη, εγκλωβισμένη σε μία καταδικασμένη επαναληπτικότητα εκφοράς λόγου, στείρας κίνησης και αργού ρυθμού. Με τους ηθοποιούς να φαντάζουν σαν λεπτοδείκτες ενός τεράστιου ρολογιού που μετρούσε αντίστροφα, στο «μηχανικό» θέατρο του Γερμανού σκηνοθέτη Ούλριχ Ράσε. Με την απουσία του Προλόγου, με την απουσία της Ισμήνης και της Ευριδίκης, με την απουσία του σπουδαίου χορικού για τον έρωτα. Έτσι, η ρεαλιστικού μέτρου, ποιητικού αισθήματος και γλωσσικού πλούτου μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου εγκλωβίστηκε, συθέμελα.
Κι αν η πρόθεση του Ράσε ήταν να εστιάσει στον χαρακτήρα του Κρέοντα, αναδεικνύοντας τις συγκρούσεις μεταξύ ατομικής ηθικής και κρατικής εξουσίας, σίγουρα δεν αναδείχθηκε με την υπέρμετρη αισθητικά και ριψοκίνδυνη στις παρεμβάσεις στο πρωτότυπο, σκηνοθετική του προσέγγιση. Κατά τη γνώμη μου, δεν οδήγησε πουθενά, απεναντίας, δημιούργησε, ανά διαστήματα, ένα φορτίο βασανιστικό τόσο για τους πολύ καλούς ηθοποιούς όσο και για το κοινό.
Γιατί οι ηθοποιοί κατέβαλαν ψυχή και σώμα, σαν αληθινοί στρατιώτες, για να ανταπεξέλθουν επί σκηνής, επιδεικνύοντας ταλέντο και αφοσίωση. Σαφώς, υπήρξαν και πολύ ωραίες στιγμές. Όπως η είσοδος του Χορού στην ορχήστρα, η επιστροφή της Αντιγόνης και του Αίμονα από τον Κάτω Κόσμο, η σκηνή όπου όλοι κινούνταν αλαφιασμένοι με κόντρα βήματα στην κατακόκκινη ορχήστρα. Θα θυμόμαστε, σίγουρα, την κίνηση ματ του Γιώργου Γάλλου, όταν συνειδητοποίησε ότι ο συμπαίκτης του, Θανάσης Ραφτόπουλος, έμεινε εκτεθειμένος χωρίς χειλόφωνο. Μαζί «χόρεψαν», σαν ένα σώμα, σε ένα ενσταντανέ ήθους, ομορφιάς και ευαισθησίας.
Ο Γιώργος Γάλλος έπλασε αδρά έναν ανασφαλή, ευθυνόφοβο εξουσιαστή και συνάμα έναν συντετριμμένο ανθρώπινο «Κρέοντα». Η Κόρα Καρβούνη έδωσε μέγεθος και βάρος στον ελάχιστο (κατά τον σκηνοθέτη) ρόλο της «Αντιγόνης». Με αμεσότητα σκιαγράφησε τον «Φύλακα» ο Θάνος Τοκάκης. Ο Δημήτρης Καπουράνης ήταν ένας ευθύβολος «Αίμων». Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ως «Τειρεσίας», εποίησε ήθος, με το τεράστιο υποκριτικό υπόβαθρο και εύρος της.
Ο Χορός (Γιώργος Ζιάκας, Δημήτρης Καπουράνης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργης Παρταλίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα, Γιάννης Τσουμαράκης, Στρατής Χατζησταματίου), με σιθρού μπλούζες (κοστούμια Άγγελου Μέντη) έφερε εις πέρας τις σκηνοθετικές υποδείξεις.
Σίγουρα, η παράσταση του Ούλριχ Ράσε ήταν ηχηρή και άτεγκτη. Σίγουρα, επισκίασε τον λόγο τόσο με την δραματουργική επεξεργασία όσο και με την εμμονική συνέπεια στον ρυθμό και την κινησιολογία. Σίγουρα, δημιούργησε πηγαδάκια συζητήσεων κατά την έξοδο. Επ΄ ουδενί, δεν ήταν αδιάφορη και αυτό κρατώ από την εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.