«ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 02/01/2023 16:55
Η αρρώστια, πάντα, άνοιγε δρόμους στη φαντασία των δημιουργών, γιατί τους δημιουργούσε δέος και φόβο. Η σύφιλη πχ. πυροδότησε την παγκόσμια ποίηση και το θέατρο. Ήταν ο καρπός ενός αμαρτωλού έρωτα που κατέληγε στην τρέλα. Τι ερεθιστικός συνδυασμός!
Ο Νορβηγός Χένρικ Ίψεν έγραψε το έργο «Βρυκόλακες» το 1881, έχοντας ως αντικείμενο, την πιο «απαγορευμένη» αρρώστια της εποχής του, για να μιλήσει για κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό, για να καταγγείλει την κοινωνική σήψη. Σιγά-σιγά, άρχισε να σπάει το κρυμμένο απόστημα. Η κυρία Άλβινγκ προσποιήθηκε μια ζωή την ευτυχισμένη σύζυγο. Ο Γιάκομπ Έγκστραντ ήταν συνειδητός παλιάνθρωπος. Ο πάστορας Μάντερς υιοθέτησε την υποκρισία, ως τρόπο ζωής. Η Ρεγγίνα ήταν εκ φύσεως καιροσκόπος. Ο Όσβαλντ θα υποκριθεί, ως το τέλος της ζωής του, ότι είναι υγιής και ευτυχισμένος, ενώ είναι βαριά άρρωστος. Και οι πέντε ήρωες του έργου, ζουν μέσα στην υποκρισία και την ψευτιά.
Παρόλο το συγκλονιστικό κείμενο της ιψενικής δραματουργίας -με την ποιητική του δυναμική και τις αιώνιες καταγγελίες- η παράσταση δεν κατάφερε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του υποψιασμένου, πλέον, θεατή, ούτε ως συνολική εικόνα ούτε ως επιμέρους υποκριτικές επιδόσεις. Τέτοιο «γερασμένο» θέαμα και τέτοιο πισωγύρισμα, αλήθεια, είχα καιρό να δω -και είναι κρίμα.
Η παράσταση του Σταμάτη Φασουλή στην Κεντρική Σκηνή Τσίλλερ του Εθνικού, παρέμεινε ατελέσφορη. Ενώ πρόκειται για μια κοινωνική τραγωδία με αλυσιδωτά προσωπικά δράματα, ο σκηνοθέτης αναπαράστησε έναν βρυκολακιασμένο χώρο με νωθρές υποκρίσεις και στάθηκε αδύναμος να καθοδηγήσει τον θίασο σε μια πιο εκ βαθέων ανάγνωση του κειμένου, πέρα από την ευπρεπή διεκπεραίωσή του. Και οι πέντε -αξιόλογοι φυσικά– ηθοποιοί ή έπαιζαν λάθος τους ρόλους τους ή χρησιμοποιούσαν λάθος υποκριτικά μέσα για να υποστηρίξουν τη λάθος ερμηνεία. Και έπρεπε να ξανασυστηθούμε, γιατί αυτοί οι ήρωες μάς ήταν εντελώς άγνωστοι.
Αυτός είναι ο «πάστορας Μαντερς», τόσο καλός και αγαθός χωρίς ίχνος θρησκευόμενης υποκρισίας; Ο κ. Περικλής Μουστάκης, δυστυχώς, παρέμεινε μονοδιάστατος από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αυτός είναι ο φτωχοδιάβολος «Γιάκομπ Έγκστραντ»; Ο κ. Γιώργος Ζιόβας υποδύθηκε έναν ειλικρινέστατο άνθρωπο και πατέρα, που παραλίγο να τον συμπονέσουμε.
Η «Ρεγγίνα» της Κατερίνας Μαούτσου ήταν ένα άλλο πρόσωπο, σαν να ξεπήδησε από άλλο έργο. Πού είναι ο υπόκρυφος ερωτισμός της και η συνειδητή φαυλότητά της;
Ο Αργύρης Πανταζάρας, χωρίς ποτέ να συναντήσει τον «Όσβαλντ Άλβινγκ», είχε μια υποτονική μελαγχολία και καμιά ζωική ανατριχίλα. Το παίξιμό του υπήρξε μονόχορδο και το φινάλε του απερίγραπτο.
Η κ. Ναταλία Τσαλίκη ήταν μία αξιοπρεπής «κυρία Άλβινγκ» με ερμηνευτικές αποχρώσεις, που υπό άλλες συνθήκες και με άλλη κατεύθυνση θα ξεχώριζε.
Ευθύνες δεν ρίχνω στους ηθοποιούς, αφού η σκηνοθετική κατεύθυνση και διδασκαλία ήταν τέτοια: παλαιάς αντίληψης.
Επισημαίνω το εντυπωσιακό σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, τους υποβλητικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, τα όμορφα κοστούμια του Άγγελου Μέντη αλλά και το σχεδόν αδιάφορο μουσικό χαλί του Άγγελου Τριανταφύλλου.
Οπισθοδρόμηση, λοιπόν, δεν είναι μόνο όταν είσαι προσκολημένος στο παρελθόν με περιγραφικό μελοδραματισμό. Οπισθοδρόμηση είναι και όταν δεν εκμεταλλεύεσαι το πρωτογενές υλικό σου ιδεολογικά και αισθητικά. Τέτοιο θέατρο, στην εποχή μας -και μάλιστα από μεγάλο κρατικό φορέα- είναι τουλάχιστον απογοητευτικό.