• BUZZ
  • Άρθρο
  • ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Μια ιστορία για την αγάπη

«Αυτή είναι η αποστολή. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τα γραμμένα. Ο Κάσπαρ-ζι-νο θα μείνει στη γη μέχρι να μάθει τι είναι αγάπη», είπε με βροντερή φωνή ο Μέγας Κάσπαρ και έληξε τη συνέλευση των φαντασμάτων. Μάταια κάποιοι από το συμβούλιο διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας ότι το αγόρι ήταν πολύ μικρό, όταν το παρέσυρε το λεωφορείο σε εκείνο τον επαρχιακό δρόμο του νησιού. Επιπλέον ήταν και ορφανό, ποτέ δεν πήρε αγάπη. Πώς λοιπόν να ξέρει με τι μοιάζει; Όμως ο Μέγας Κάσπαρ ήταν αμετάπειστος.

Κι έτσι ο μικρούλης Κάσπαρ-ζι-νο οδηγήθηκε στη στάση του λεωφορείου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Εκεί έπρεπε να μείνει μέχρι να βρει τρόπο να εκπληρώσει την αποστολή. Το χειρότερο ήταν πως από εκείνο το σημείο σπάνια περνούσε κάποιος. Μόνο ένας πέτρινος πύργος έστεκε εκεί κοντά, επιβλητικός και έρημος, καθώς ο γέρος ιδιοκτήτης του είχε πεθάνει επίσης πριν από έναν χρόνο.

Ο χειμώνας είχε μπει με φόρα ασυνήθιστη, σχεδόν παράλογη. Μια ζεστή νύχτα έδωσε τη θέση της σε μια παγωμένη μέρα μέρα, έτσι ξαφνικά. (Είχε κάτι το παράδοξο αυτή η αναπάντεχη έλευση). Μέχρι και ο Κάσπαρ-ζι-νο παραξενεύτηκε, καθώς κοιτούσε άπραγος την κρυσταλλιασμένη άσφαλτο, περιμένοντας, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος τι.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων όταν είδε το λεωφορείο να φρενάρει απότομα. Μια ξανθιά γυναίκα κατέβηκε, σέρνοντας μαζί της ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και μπλε μάτια.

«Έλα, Ισαβέλλα, να δεις το σπίτι του παππού.»

«Δεν θέλω να μείνω εδώ. Τι θα κάνω μόνη μου τόσες μέρες;»

«Είναι μόνο για δύο εβδομάδες. Μετά το σπίτι θα πουληθεί. Σταμάτα πια!»

«Μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Εγώ θέλω τους φίλους μου.»

Ο Κάσπαρ-ζι-νο παρακολουθούσε τη μητέρα και την κόρη με ενδιαφέρον -εκείνες φυσικά δεν μπορούσαν να τον δουν- μέχρι που η βαριά πόρτα έκλεισε πίσω τους. Θα μπορούσε βέβαια να πέρασει τους τοίχους, αλλά αυτό δεν το επέτρεπε ο κανονισμός: τα φαντάσματα δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε μέρη όπου δεν έχουν ζήσει ως άνθρωποι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Και πώς στα κομμάτια θα τις προσέγγιζε, αφού ήταν αόρατος; Ίσως αυτές οι δυο να ήταν η σωτηρία του, όμως από πού έπρεπε να αρχίσει; Τότε τα φύλλα των δέντρων θρόισαν και ακούστηκε ο ψίθυρος του Μέγα Κάσπαρ: « Έχεις διορία μια εβδομάδα, μικρέ, μεχρί να αλλάξει ο χρόνος». Ξαφνικά ο Κάσπαρ-ζι-νο απέκτησε σάρκα και οστά κυριολεκτικά. Μόνο η καρδιά του έμεινε παγωμένη. Το αγόρι κοίταξε το σώμα του που του φαινόταν πια αλλόκοτο μετά από τόσο καιρό ανυπαρξίας.

Πρώτη τον είδε η Ισαβέλλα που είχε βγει μουτρωμένη στον κήπο και του φώναξε: «Έλα εδώ. Πώς σε λένε;»

«Με λένε Αλβέρτο», είπε το παιδί που ξαφνικά θυμήθηκε τη μικρή του ζωή.

«Α, ωραία! Θέλεις να παίξουμε;» του πρότεινε εκείνη χαμογελαστή.

«Ένα κορίτσι που χαμογελάει μπορεί να με αγαπήσει ή να το αγαπήσω εγώ», σκέφτηκε εκείνος και συμφώνησε. Από τότε έγιναν αχώριστοι. Μόλις η Ισαβέλα έβγαινε στον κήπο, ο Κάσπαρ-ζι-νο ήταν πάντα εκεί και την περίμενε - άλλωστε δεν μπορούσε να πάει και πουθενά αλλού. Προσπαθούσε να θυμηθεί από τη μικρή του ζωή εικόνες που θα μπορούσαν να είναι αγάπη για να τις επαναλάβει και να τις εκτελέσει, μήπως και κάνει την καινούργια του φίλη να τον αγαπήσει.

Την πρώτη μέρα θυμήθηκε μαμάδες στο πάρκο που αγόραζαν στα παιδιά τους γλυκά και μπαλόνια κι εκείνα χαίρονταν. Σκέφτηκε λοιπόν να της κάνει ένα δώρο: μάζεψε κάστανα από το κτήμα, ματώνοντας μάλιστα τα χέρια του και αψηφώντας το κρύο, και της τα πήγε. Το κορίτσι χάρηκε στ’ αλήθεια και τα έφαγε όλα μονομιάς. Σε λίγο όμως την έπιασε δυνατός πόνος στο στομάχι. Η μαμά της την μάζεψε στο σπίτι και κάλεσε το γιατρό.

Όλη τη νύχτα η μικρή ψηνόταν στον πυρετό. Ο Κάσπαρ-ζι-νο που τα βράδια γινόταν και πάλι πνεύμα, σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι και την είδε να παραμιλάει στο κρεβάτι της. Θυμήθηκε μια φορά που εκείνος είχε αρρώστησει βαριά και μια αδερφή Κλάρα τον περιποιούνταν. Αυτό τον ειχε κάνει τότε να νιώσει πολύ όμορφα. Γλίστρησε λοιπόν αθόρυβα στο δωμάτιο, κατά παράβαση του κανονισμού, την σκέπασε με τρεις κουβέρτες και έμεινε κοντά της όλο το βράδυ, σιγουρος πλέον πως είχε εκπληρώσει την Αποστολή. Στις τρεις όμως το ξημέρωμα κι ένω η Ισαβέλα ίδρωνε κάτω από τις κουβέρτες που της είχε ρίξει, άκουσε και πάλι τον ψίθυρο του Μέγα Κάσπαρ: « Το να φροντίζεις κάποιον δεν είναι αγάπη, είναι αποτέλεσμα. Μάθε, μικρέ… Και ξεσκέπασε την, θα πάθει θερμοπληξία».

Δύο μέρες κράτησε ο πυρετός και το μικρό φάντασμα είχε στενοχωρηθεί πολύ, γιατί ένιωθε πως έφταιγε εκείνος που η φίλη του βασανιζόταν. Ευτυχώς με τα φάρμακα και τις φροντίδες του γιατρού την έκτη μέρα η Ισαβέλλα βγήκε και πάλι στον κήπο.

«Πάμε στη λίμνη! Τα βατράχια είναι απαίσια, τόσες νύχτες δεν με άφηναν να κοιμηθώ. Πάμε να τα πιάσουμε και να τα θάψουμε», του είπε . Το αγόρι δεν ήθελε να σκοτώσει κάνεναν βάτραχο, όμως θυμήθηκε που ένα παιδί στο ορφανοτροφείο του είχε πει, «όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να θες αυτό που θέλει». Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ακολούθησε στη λίμνη και θυσιάσε για χάρη της είκοσι αθώα βατραχάκια.

Το βράδυ, όταν η Ισαβέλα γύρισε σπίτι, φύσηξε ένας αέρας δυνατός και δεν ακούστηκε ψίθυρος αυτή τη φορά αλλά η βαθιά φωνή του Μέγα Κάσπαρ: «Τι έκανες; Μας γέμισες φαντάσματα βατραχιών. Δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε».

«Μα το έκανα επειδή το ήθελε…», ψέλισε εκείνος τρομαγμένος.

«Αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι μόνο το αποτέλεσμα και στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι ολέθριο. Πρόσεχε, μικρέ, ο χρόνος τελειώνει».

Ο Κάσπαρ-ζι-νο δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Όσο κι αν έψαχνε να θυμηθεί, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν έβρισκε τίποτα. Και από φόβο μήπως και ξανακάνει λάθος και θυμώσει τον Μέγα Κάσπαρ, αποφάσισε να μην κάνει απολύτως τίποτα. Κι έτσι απλώς περνούσε τις τελευταίες μέρες που του απέμειναν με την Ισαβέλα. Εκείνη του έλεγε ιστορίες για το σχολείο και τους φίλους της, κοίταζαν από το φράχτη μαζί τη θάλασσα και εκείνος γελούσε με τα αστεία της. Το βράδυ ήταν η χειρότερη ώρα, γιατί η μαμά της την μάζευε στον πύργο, και το πρωί η καλύτερη, επειδή θα την ξανάβλεπε. Το φάντασμα ήταν χαρούμενο κι ας ήξερε πως το περιμένε η αιώνια περιπλάνηση. Όλες αυτές τις μέρες κανένας ψίθυρος δεν ακούστηκε ανάμεσα στα δέντρα.

Την 7η μέρα όμως, παραμονλες Πρωτοχρονιάς, ο Κάσπαρ-ζι-νο έπεσε σε μελαγχολία, επειδή ήξερε πως ήρθε η ώρα να τη χάσει για πάντα. Όλη τη μέρα δεν της μιλούσε, όσο κι αν εκείνη του έλεγε πως δεν θα χαθούν και ότι μπορεί να την επισκεφτεί στη μεγάλη πόλη. Το απόγευμα γύρισε στη στάση του. Σκεφτόταν ότι ο Μέγας Κάσπαρ ήταν άδικος μαζί του, γιατί την αγαπούσε την Ισαβέλα πραγματικά και την είχε ανάγκη. Όμως δεν έλεγε να του ψιθυρίσει τίποτα. Το μικρό αγόρι ήταν γεμάτο θυμό και πόνο. Όχι, δεν θα άφηνε την Ισαβέλα να φύγει. Ήξερε ξόρκια πολλά που κλειδαμπαρώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Τη νύχτα λοιπόν θα ξεστόμιζε τα μαγικά και θα φυλάκιζε και αυτήν μαζί και την μαμά της, που ήθελε να την πάρει μακριά του.

Όταν το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα και έγινε και πάλι φάντασμα, έφτασε στην βαριά εξώπορτα του σπιτιού. Ήταν έτοιμος για το μεγάλο μαγικό, όταν ξαφνικά κάτι τον σταμάτησε. Σκέφτηκε πως η Ισαβέλα δεν θα ήταν χαρούμενη χωρίς τους φίλους της και το σχολείο, πως μπορεί να αρρώσταινε και πάλι, και το χειμώνα δεν υπάρχουν γιατροί στο νησί. Ότι μπορεί να κινδύνευε. Δεν είχε καρδιά, κι όμως, κάτι μέσα του σκίρτησε, σαν φως και σαν σύννεφο και σαν κυματάκι απαλό. Τότε τα φύλλα των δέντρων θρόισαν και μια γλυκιά μελωδία ακούστηκε - ήταν το σήμα του Μέγα Κάσπαρ ότι η αποστολή εκπληρώθηκε. Το μικρό φάντασμα είχε μάθει τι σημαίνει αγάπη.

Το πρωί της επόμενης μέρας, της πρώτης του καινούργιου χρόνου, βρήκε το αγόρι χαμογελαστό να περιμένει στη στάση. Η Ισαβέλα φάνηκε στη γωνιά και μόλις τον είδε έτρεξε κοντά του και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. «Θα σε ξαναδώ σύντομα», του είπε καθώς ανέβαινε στο λεωφορείο. Εκείνος όμως ήξερε ότι το σύντομα θα αργούσε πολύ ακόμα και η αλήθεια είναι ότι το ήλπιζε κιόλας. Σε λίγο θα ανέβαινε στον ουρανό και εκεί θα γαλήνευε. Ολόκληρο το συμβούλιο είχε κατέβει να τον παραλάβει. Και τότε συνέβη κάτι παράξενο, που δεν συμβαίνει όμως και τόσο σπάνια: η παγωμένη του καρδιά άρχισε και πάλι να χτυπάει. Μεμιάς τα φαντάσματα εξαφανίστηκαν και τότε ένα λεωφορείο σαν εκείνο που κάποτε τον χτύπησε σταμάτησε μπροστά του. Η πόρτα άνοιξε και ο οδηγός του φώναξε: «Για την πολή, μικρέ; Ανέβα».


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.