Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ

Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

  • Ημερομηνία: Τετάρτη, 01/05/2019 10:28
  • Κατηγορία: Άρθρο

Η συνάντηση της Σεμίνας Διγενή με τον Αλέκο Παναγούλη, έτσι όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Κίτρινο Υποβρύχιο.

Μέσα της δεκαετίας του 70. Είμαι στο σαλόνι.
"Ο Αλέκος θέλει κάθε βράδι έξω. Δεν καταλαβαίνω πώς αντέχει... Πρωί μαζευόμαστε σπίτια μας. Απόψε θέλει να κλείσω πάλι στου Τσιτσάνη."
Ο μπαμπάς μου μιλάει στο τηλέφωνο. Ξέρω ότι σχεδόν κάθε βράδι, βγαίνει με τον Παναγούλη και τις παρέες του, διασκεδάζουν, έχουν τιμήσει όλες τις ταβέρνες της Αττικής και όλα τα μπουζουξίδικα της πόλης. Ζηλεύω πολύ. Παρακολουθώ όσα κάνει, όσα λέει κι όσα γράφονται γι αυτόν. Βρίσκω συγκλονιστικό που έβλεπε την αντίσταση ως μια «προσωπική» υπόθεση και που είχε αποφασίσει να παλέψει μόνος μαζί της . Ο Αλέκος θεωρούσε τον εαυτό του προσωπικό αντίπαλο ενός ολόκληρου δικτατορικού καθεστώτος. Ο αγώνας για δημοκρατία,αλλά και η γελοιοποίηση των χουντικών, πίστευε πως ήταν εντελώς δική του υπόθεση.
Θαυμασμός μαζί και δέος και περιέργεια.
Κρυφακούω πάντα, όταν μιλάει στο τηλέφωνο μαζί του.
Συνέχεια τον παρακαλώ να πάω κι εγώ και συνέχεια αρνείται. Θέλω όσο τίποτε να γνωρίσω τον Αλέκο, να δω αν είναι πραγματικός. Του το ξαναλέω και αυτή τη φορά, εισακούγομαι.
Το ραντεβού είναι 9.30 σε μια ταβέρνα στην Καισαριανή και στον Τσιτσάνη μετά από τις 12.
Κατά τις 9.40 φτάνουμε στην ταβέρνα, όπου εγώ νομίζω ότι θα ήμαστε ο Παναγούλης, ο μπαμπάς μου κι εγώ. Στην ταβέρνα όμως, γίνεται διαδήλωση. Το τραπέζι που κάθεται, μοιάζει τραπέζι γάμου. Πάνω από 30 άτομα . Μας βλέπει, κάνει χώρο κοντά του, συστηνόμαστε και με βάζει να καθίσω δίπλα του.
Στην καρδιά μου αρχίζει να παίζει ορχήστρα κρουστών! Είναι δίπλα μου, σε απόσταση εκατοστών, σχεδόν ακουμπούν οι αγκώνες μας, μου πιάνει το χέρι ρωτώντας με αν πρέπει να μου βάλει κρασί, αν επιτρέπεται δηλαδή στην ηλικία μου, καταφέρνει να μιλάει με όλους στο τραπέζι, συνεχώς έρχονται διάφοροι που του σφίγγουν το χέρι και τον φιλάνε, λέει αστεία, ρουφάει όλες τις ωραίες στιγμές, που και που γυρίζει και μου χαμογελάει, ώσπου ξαφνικά μου ρίχνει τη ρουκέτα:
''Και τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;''
(Μου 'ρχεται να του πω ''Ερωτευμένη μαζί σου. Αυτό θα γίνω''.)
Του λέω:
'' Θα σου πω αργότερα, μετά από κάποιο τραγούδι του Τσιτσάνη''
-Ποιο; Για να προετοιμαστώ.
Ποιος ξέρει πόσο έχω κοκκινίσει, γιατί από δίπλα ο πατέρας μου με κοιτάζει περίεργα, το ίδιο και ο αδελφός του ο Στάθης απέναντι.
Τον ρωτάω κάτι ανόητο, μπας και επανέλθει η σωστή θερμοκρασία:
''Δε ζεσταίνεσαι με το κοστούμι'';
-Είχα μια ομιλία πριν, γι αυτό το φοράω.
Βγάζει το σακάκι και το φοράει στην πλάτη της δικής μου καρέκλας.
-Σε καθιστώ υπεύθυνη. Έχω σημαντικά πράγματα στις τσέπες. Θυμήσου να το πάρεις, φεύγοντας..
Τι είπε τώρα; Τι ήταν αυτό; Προστακτική; Οικειότητα; Ό,τι και να ήταν, σήμανε την κήρυξη των εργασιών μιας ανείπωτης τρυφερότητας μέσα μου, που κρατάει ακόμη.
Στου Τσιτσάνη, με το που μπαίνει μέσα και τον βλέπουν, σηκώνεται όλο το μαγαζί και χειροκροτάει. Ο κόσμος τον λάτρευε. Από παντού έρχονται λουλούδια. Παρατηρώ ότι αρχίζει να πίνει χωρίς αύριο, ξαναβγάζει το σακάκι του. Με κοιτάζει με νόημα, μου το δίνει σαν να είναι μωρό και μου λέει συνομωτικά:
-Μην το βάλουμε στην καρέκλα. Αν θες βάλτο πάνω στα πόδια σου, εγώ θα το λερώσω σίγουρα..
Εκείνη την ώρα ξεκινάει η εισαγωγή της ''Σκοτούρας''. Βάζει ξανά ουίσκυ κι αρχίζει να τραγουδάει :
''Μες στη πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ αγαπήσω''
Σκύβω στο αυτί του και του λέω: ''Δημοσιογράφος!''
Γυρίζει ξαφνιασμένος:
-Πούντος; Ποιος;
Δε σου είπα πριν, ότι θα σου πω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, μετά από κάποιο τραγούδι;
-Α ναι.. Και γιατί διάλεξες αυτό το τραγούδι;
Γιατί είχα ...σκοτούρες με τις εξετάσεις αυτήν την περίοδο.
Βάζει τα γέλια.
- Ε αυτό σηκώνει ποτό!!!
---------------------------------------------
Από εκείνη τη νύχτα και μετά, ο κόσμος γύρω και μέσα μου, είναι ένας άλλος κόσμος. Δεν έχουν σημασία λεπτομέρειες, περιστατικά, όνειρα,
μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα, μετά από τα γλέντια, είναι από τις πιο φωτεινές χρονιές στη ζωή μου, μια χρονιά όμως, που καταφέρνει να μου δώσει τον πιο μεγάλο πόνο τα ξημερώματα Πρωτομαγιάς του 76.
-Σκότωσαν τον Αλέκο! ουρλιαζει η Σοφία στο τηλέφωνο
Ο πατέρας μου φεύγει σαν τρελλός, να πάει στη Βουλιαγμένης.
Τηλεφωνώ στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Ανάστατοι όλοι.
-Πάω στη Βουλιαγμένης; λέω στον Σκούρα.
"Φύγε αμέσως και μετά πήγαινε Γλυφάδα στην κ. Αθηνά. Θέλω ρεπορτάζ από παντού. Κανονίστε και ποιοι θα πάνε μετά νεκροτομείο.
Μου κλείνει το τηλέφωνο. Εγώ το κρατάω ακόμη στο αυτί μου.
''Μες στη πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ αγαπήσω''
Τι σημασία έχουν ρεπορτάζ, φωνές, συνθήματα, κλάματα, οι ουρές του κόσμου δίπλα στο σμπαραλιασμένο Μιραφιόρι, που του είχε κάνει δώρο η Φαλάτσι.....
Φτάνω εκεί, το ίδιο λεπτό με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Είναι κάτωχρος και μιλάει σιγά με τους αστυνομικούς. Τον παρατηρώ από πολύ κοντά. Μοιάζει αμήχανος..
Παρουσιάζω κενό μνήμης. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο από εκεί. Μόνο ότι το χέρι μου έτρεμε, όταν σημείωνα πληροφορίες και δηλώσεις.
Στη Γλυφάδα μετά, στην εικόνα που με στοιχειώνει ακόμη, περιέχονται οι φίλοι του Αλέκου, ο ανθισμένος κήπος, οι δημοσιογράφοι, το ακουστικό του τηλεφώνου που κάποιος κατέβασε για να μην χτυπάει κι ένα αγκάθινο στεφάνι στο πετρωμένο πρόσωπο της κ. Αθηνάς.
Στην αίθουσα του νεκροτομείου, που καταφέρνω να μπω αργά το βράδι, βλέπω επιτέλους, τον Αλέκο.
Αυτή είναι το τελευταίο πλάνο που περιλαμβάνει τους δυο μας.
Μένω μέχρι το πρωί στο τυπογραφείο, παίρνω τις πρώτες εφημερίδες, κοιτάζω με αγωνία, αν όλα μπήκαν σωστά. Κείμενα, φωτογραφίες, λεζάντες. Δεν προλαβαίνω να πενθήσω. Δουλεύω.
Είμαι δημοσιογράφος.

(Περισσότερα στο βιβλίο της Σεμίνας Διγενή, "ΚΙΤΡΙΝΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ", Εκδόσεις Πατάκης)


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.