ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΖΑΚΟ

ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΖΑΚΟ


5.0/5 rating 1 vote

          - Κύριε Καζάκο, σας καλωσορίζω στο «OnlyTheater» και σας ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμή και χαρά που μου κάνετε να συζητάμε, εδώ στον προσωπικό σας χώρο, με αφορμή την παράσταση «ΠΩΣ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ;», στο θέατρο «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ». Μιλήστε μας για την παράσταση και τους συντελεστές της.
          - Όταν σχεδιάζαμε το έργο, θέλαμε τη συγκεκριμένη παρέα των μουσικών, που είναι όλοι καταπληκτικά παιδιά και σπουδαίοι μουσικοί. Είναι όλοι πρώτοι στο είδος τους, εξαιρετικοί άνθρωποι, καλλιεργημένοι, με πάθος για τη δουλειά τους. Είναι ο Θανάσης Βήχος στο πιάνο, ο Μάκης Πελέκας στο μπουζούκι, ο Μίμης Ντούτσουλης στο μπάσο, ο Ανδρέας Τράπαλης στο βιολί και ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης στην κιθάρα.
          Η επιλογή των τεσσάρων τραγουδιστών έγινε με πολύ αυστηρά κριτήρια, είναι όλοι τους εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Χρήστος Θηβαίος, ο οποίος είναι και θεατροπαίδι, κατάγεται από γενιά ηθοποιών, των περίφημων «μπουλουξήδων». Η Ανδριάννα Μπάμπαλη είναι ένα ευαίσθητο, τρυφερό πλάσμα με εξαιρετική φωνή. Η Βιολέττα Ίκαρη είναι επίσης εξαιρετική τραγουδίστρια και ευαίσθητος άνθρωπος, με μεγάλη δύναμη, μια πραγματική Ικαριώτισσα, και τέλος ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, που έχει μεγάλο πλούτο φωνητικό, είναι εκπληκτικός μουσικός και στιβαρή προσωπικότητα.
          Και βέβαια ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης, ο οποίος είναι ένας μοναδικός μουσικός, με μεγάλη καλλιέργεια και μουσική παιδεία, είναι ενορχηστρωτής και καθοδηγητής, με τον οποίο συνεργαστήκαμε πολύ ωραία και σε βάθος.

          - Πράγματι έγινε μία εξαιρετική δουλειά σε βάθος και με λεπτομέρεια που φαίνεται.
          - Αυτό πιστεύω κι εγώ, γιατί τα τραγούδια με τη μερική θεατροποίησή τους, αποκτούν άλλη οντότητα. Κάθε τραγούδι έχει και κρυμμένες πτυχές που τραγουδώντας το απλώς, μπορεί και να μη βγουν, ερμηνεύοντάς το, όμως, και βλέποντάς το και από μία άλλη οπτική, βγαίνουν και πράγματα άγνωστα και δυσεύρετα.
          Έτσι στην παράσταση, ενώ ακούς τραγούδια πολύ γνωστά, είναι σαν να τα ακούς πρώτη φορά, γιατί αποκτούν άλλη διάσταση και άλλο περιεχόμενο πάνω στη θεατρική σκηνή. Αυτό είναι το πρωτότυπο που πετύχαμε και νομίζω πως είναι και αυτό που αρέσει πάρα πολύ στον κόσμο.
          Το τραγούδι -όπως και το θέατρο- ενώνει, έτσι, λοιπόν, τραγουδάμε όλοι μαζί την ομορφιά της ζωής, που δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Όταν τραγουδάει όλο το θέατρο, μαζί μας, γίνεται μία πολύ ωραία ατμόσφαιρα, γεμάτη συγκίνηση, δύναμη και αισιοδοξία.

          - Η Τζένη Κόλλια έγραψε τα κείμενα, σκηνοθέτησε την παράσταση και μαζί επιλέξατε τα τραγούδια και στήσατε το έργο σας. Έτσι γεννήθηκε μία ελεγεία που ταξιδεύει το κοινό στη μνήμη και στην ιστορία μας. Πώς γεννήθηκε η ιδέα και ποιον βαθύτερο σκοπό υπηρετεί;
          - Λάβαμε υπόψη μας την εποχή που περνάμε, η οποία είναι από τις πιο δύσκολες που έχει περάσει τόσο το θέατρο, όσο και ο λαός μας και έχει χτυπήσει όλον τον κόσμο, με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι θα αφήσει και «ουρές». Θα έχουμε, για πολλά χρόνια, την παρουσία αυτής της πανδημίας ζωντανή, αισθητή στη ζωή μας. Θα αλλάξουν τα πράγματα όπως τα ξέρουμε, οι συνήθειες, οι τρόποι των ανθρώπων. Και αυτό διότι αντιμετωπίστηκε, από την αρχή, πολύ πρόχειρα, χωρίς σχέδιο, μας βρήκε απροετοίμαστους, και την πολιτεία και τους πολίτες.
          Το θέατρο, συγκεκριμένα, χτυπήθηκε περισσότερο από όλους τους άλλους χώρους. Είμαστε, εδώ και δύο χρόνια, κλειστοί ή σχεδόν κλειστοί. Προετοιμάστηκαν, όπως γίνεται κάθε χρόνο στο θέατρο, πάρα πολλές δουλειές οι οποίες δεν εμφανίστηκαν ποτέ, δε βρήκαν ποτέ το κοινό. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τα περιοριστικά μέτρα, τα lockdown, δε χτυπάνε μόνο τον χώρο του θεάτρου, χτυπάνε και τον κόσμο, το κοινό, το οποίο έχει χάσει τη διάθεσή του, έχει αποπροσανατολιστεί, έχει φοβηθεί, δε βγαίνει από το σπίτι του, δεν έχει διάθεση για θέατρο. Το θέατρο, όμως, είναι γιορτή, είναι μία διέξοδος, ένας τρόπος επικοινωνίας, ανάμεσα στους ανθρώπους, ιδιαίτερος, σπάνιος και μοναδικός. Και όλο αυτό έχει χτυπηθεί στη ρίζα του, γιατί κακά τα ψέματα δεν είναι εύκολο ο κόσμος να έρχεται με τις μάσκες στο θέατρο, να κάθεται ένας εδώ και ένας δύο μέτρα πιο πέρα. Είναι σαν να αναιρείται η ουσιαστική λειτουργία αυτής της τέχνης, καθώς το θέατρο έγινε για να συσπειρώνει τους ανθρώπους, να συσφίγγει τις σχέσεις τους και όχι να τους αραιώνει, σαν να φοβάται ο ένας τον διπλανό του. Τα θέατρα, από τότε που τα έφτιαξαν οι άνθρωποι, έγιναν, ακριβώς, για να μαζεύεται πάρα πολύς κόσμος μαζί, να προσηλώνεται στη σκηνή και να παρακολουθεί μία παράσταση, ένα έργο, ένα παραμύθι, σαν να είναι ένας άνθρωπος. Το θέατρο ενοποιεί τους ανθρώπους. Ε, λοιπόν αυτό καταργείται στην πράξη.

          - Ποιο είναι το χειρότερο που ανέδειξε η πανδημία;
          - Όλο αυτό το γεγονός με τους ανεμβολίαστους έχει πάρει διαστάσεις θρησκοληψίας, σαν να είναι θρησκευτικό ζήτημα, λες και πρόκειται να αλλαξοπιστήσουν αν εμβολιαστούν. Μέχρι που ακούω να αγοράζουν πλαστά πιστοποιητικά, να το συνδέουν με τον αντίχριστο, με το 666, με τον Soros ή τον Gates και δεν ξέρω και εγώ τι άλλες παλαβομάρες. Θέλω να πω, τελικά, πως εμφανίζεται η εικόνα της κοινωνίας μας αποκαρδιωτική, απαρχαιωμένη, σαν να βρισκόμαστε αιώνες πίσω στην εποχή του σκοταδισμού, του μεσαίωνα. Και αυτό είναι το χειρότερο που ανέδειξε η πανδημία.
          Όμως, οι καλλιτέχνες του θεάτρου οφείλουν να κάνουν τη δουλειά τους και δουλειά τους είναι να συμπαραστέκονται στον κόσμο, στα βάσανα των ανθρώπων. Αν έχει έναν βασικό ρόλο η τέχνη, αυτός είναι να ξαλαφρώνει τον μόχθο από τις πλάτες των ανθρώπων. Να τους δίνει κουράγιο να αντέξουν αυτήν την πολύ δύσκολη περιπέτεια της ζωής, όπως την έχουμε καταντήσει. Να τονώνει το ηθικό του κόσμου. Να του δίνει κουράγιο και αισιοδοξία μέσα από αισθητικούς τρόπους. Μέσα από την ψυχαγωγία, να μαθαίνουν και κάτι. Να είναι, δηλαδή, και σχολείο το θέατρο, όπως ήταν από τότε που το έφτιαξαν οι Αθηναίοι. Αυτό προσπαθούμε και εμείς.

          - Τι πραγματεύονται τα κείμενα;
          - Έγραψε η Τζένη αυτά τα πολύ ωραία κείμενα, για τον τόπο μας, για την περιοχή μας, για το Αιγαίο. Για αυτήν τη γωνιά της γης που μας έλαχε να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε -και που είναι πράγματι γεμάτη ομορφιά. Είναι ένας συγκινητικός τόπος, με μία ιστορική διαδρομή μοναδική στον κόσμο. Οι πόλεμοι είναι συνεχείς εδώ, από τα αρχαία χρόνια και εξακολουθούν. Ο ξεριζωμός εκατομμυρίων ανθρώπων είναι συνεχής, από τα αρχαία χρόνια και εξακολουθεί. Είναι ένα μέρος που τροφοδοτεί με εκατομμύρια δούλους τα σκλαβοπάζαρα της Αμερικής και της Ευρώπης. Η χώρα μας πληρώνει, πάντα, βαρύ φόρο αίματος. Όλα αυτά και μας συγκινούν και περνάνε μέσα από τα κείμενα και τα τραγούδια της παράστασης. Και νομίζω ότι το πετύχαμε αυτό που επιζητούσαμε.

          - Ο Έλληνας τραγουδά όταν παλεύει, διεκδικεί, πολεμάει, γιορτάζει, θρηνεί, ζει και πριν πεθάνει. Επιλέξατε 30 τραγούδια σταθμούς και αναρωτιέμαι πόσο δύσκολη ήταν αυτή η επιλογή, όταν η πολιτιστική κληρονομιά, αυτού του τόπου, περιέχει τόσους μεγάλους συνθέτες και μελοποιημένους ποιητές;
          - Ο πλούτος του ελληνικού τραγουδιού είναι πραγματικά τεράστιος. Ειδικά σε αυτούς τους τομείς, όταν θες να τραγουδήσεις τον ξεριζωμό, τον πόλεμο, την πείνα, τη μετανάστευση που είναι δομικά στοιχεία της περιοχής και του λαού μας. Οποιοδήποτε είδος τραγουδιού, από τη δημοτική μουσική μέχρι την πιο σύγχρονη μορφή μουσικής, δεν μπορεί παρά να μιλάει σε αυτόν τον τόπο, για αυτά που ζουν οι άνθρωποι.

          - Συμφωνείτε πως το ελληνικό τραγούδι έχει μία μοναδικότητα;
          - Το πιστεύω. Έχει μια ιδιαιτερότητα το τραγούδι μας. Δεν ξέρω αν αυτός ο τόπος θα μπορούσε να κάνει συμφωνική μουσική, να βγάλει Μπετόβεν ή Μπαχ, αλλά ξέρω πως παράγει τραγούδι από τα αρχαία χρόνια, παράγει ήχους οι οποίοι είναι μοναδικοί σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι αυτή η περιοχή, αυτό το αρχιπέλαγος, το τρομερό, που ζούμε, η νησιωτική αυτή χώρα που έχουμε. Εδώ που έσμιξε η μουσική με την ποίηση και γεννήθηκε το τραγούδι.
          Ο πλούτος του ελληνικού τραγουδιού είναι τρομακτικός και συνάμα μοναδικός. Δεν ξέρω να υπάρχει άλλη χώρα που να έχει τέτοιο πλούτο μουσικό σαν τον τόπο μας. Μέσα από αυτό το σταυροδρόμι, πέρασαν και συναντήθηκαν δεκάδες πολιτισμοί, γεννήθηκαν και χάθηκαν δεκάδες πολιτισμοί. Εδώ, στων κυμάτων το ανήριθμον γέλασμα, μια πολύ ωραία έκφραση που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος.

          - Πόλεμος, πείνα, ξενιτιά, ξεριζωμός. Τέσσερις έννοιες χαραγμένες στο γονιδίωμα του λαού μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Φταίει, άραγε, η γεωγραφική θέση της πατρίδας μας για τα αλλεπάλληλα δεινά της;
          - Σίγουρα. Είμαστε στο σταυροδρόμι που ενώνει όλες τις ηπείρους, την ανατολή με τη δύση, τον βορρά με τον νότο. Επίσης, είναι γεγονός πως είμαστε στην πιο όμορφη και στην πιο προικισμένη γεωγραφικά περιοχή στον παγκόσμιο χάρτη. Δεν είναι ιδεοληψίες αυτά. Είναι γεγονότα που στερεώνονται και επιστημονικά, αν λάβει κανείς υπόψη το κλίμα, που είναι πολύ φιλικό προς τη ζωή, πολύ ανθρώπινο, την ηλιοφάνεια, την τεράστια ακτογραμμή μας, τη θάλασσα, τον καθαρό θαλασσινό αέρα που φυσάει σε τούτη τη χώρα. Όλα αυτά συνθέτουν μία κατάσταση που δείχνει πως το να γεννηθείς και να μεγαλώσεις εδώ είναι προνόμιο. Για σκέψου να είχαμε γεννηθεί στη Γη του Πυρός ή στο κατώτατο άκρο της Αφρικής...
          Όμως, πολλές φορές, αυτός ο χώρος γίνεται το μήλον της έριδος. Και αυτό φαίνεται σε όλους τους τομείς. Κυρίως φαίνεται στον πολιτισμό, στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων του τόπου αυτού.
          Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα ένας μικρός, φτωχός και ταλαιπωρημένος λαός -ο οποίος έζησε τεράστια διάρκεια δουλείας, κόντεψε πολλές φορές να εξαφανιστεί από προσώπου γης, έχει περάσει ατέλειωτα χρόνια υπόδουλος- καταφέρνει, πάντα, να παράγει αξίες, πρόσωπα, ολοκληρωμένες προσωπικότητες που λάμπουν παγκοσμίως σε όλους τους τομείς; Όχι μόνο στην τέχνη -που έχει παράξει έναν πλούτο μεγάλων καλλιτεχνών, ποιητών, ζωγράφων, μουσικών- αλλά και στην επιστήμη.
          Πέρασαν δεκάδες πολιτισμοί από αυτή τη μικρή περιοχή: την εγγύς και τη μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, τα Βαλκάνια. Δεκάδες πολιτισμοί και ξαφνικά, σε αυτό εδώ το μικρό κομματάκι γης, εξερράγη αυτό το θαύμα της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, το οποίο είναι πραγματικά μοναδικό στον κόσμο. Και βέβαια, για αυτό έμπαινε συνέχεια αυτός ο κόσμος στο στόχαστρο και γίνονταν οι πόλεμοι. Τη μία για τα ποτάμια και τις εύφορες κοιλάδες και την άλλη για το πλούσιο υπέδαφος με το αέριο και το πετρέλαιο. Δεν έμεινε ποτέ ήσυχος αυτός ο τόπος. Και πάλι, αν πιαστούν στα χέρια οι μεγάλοι ανταγωνιστές του κεφαλαίου, εδώ θα γίνει, σε αυτό το μικρό κομματάκι γύρω από το Αιγαίο. Είναι ευχή και κατάρα να γεννηθεί κανείς εδώ. Για αυτό οι Έλληνες είναι εξοικειωμένοι, από τα αρχαία χρόνια, με τις έννοιες της ελευθερίας και του θανάτου, της ειρήνης και του πολέμου. Αυτές τις έννοιες που ως άνθρωποι δεν καταφέραμε -και ούτε θα καταφέρουμε ποτέ- να τις χωρίσουμε. Πάντοτε θα πηγαίνουν μαζί χέρι-χέρι.

          -Πριν, περίπου, πενήντα χρόνια, το 1973, ανεβάσατε την παράσταση «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ». Η Τζένη Καρέζη έλεγε: «έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι. Να κλείνει μέσα του πολλή Ρωμιοσύνη και μέσα από το γέλιο και το δάκρυ να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας και πάνω από όλα για την ομορφιά αυτού του λαού». Άραγε, η παράσταση  «ΠΩΣ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ;» αποτελεί μία νοερή συνέχεια, έναν απόγονο εκείνης της παράστασης;
          - Δε θα το πήγαινα μέχρι εκεί, γιατί είναι διαφορετικές οι εποχές και οι στόχοι των δύο έργων. Σίγουρα, κάπου συναντώνται και προσομοιάζουν, λόγω του τραγουδιού, της μουσικής, της πρόζας, αλλά και των εννοιών που πραγματεύονται: τη ρωμιοσύνη, τους αγώνες, την ομορφιά του λαού. Αλλά σίγουρα, άλλο πράγμα η δικτατορία -που φίμωσε το θέατρο και κάθε τέχνη, από το 1967- και άλλο η σημερινή κατάσταση. Τότε, πάλευε η τέχνη και το θέατρο να βρει τρόπους να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Η δικτατορία ήταν μία κατάσταση πραγματικά εμπόλεμη. Η χούντα δεν είναι αστείο πράγμα, είναι πόλεμος. Τώρα, πάλι έχουμε πόλεμο. Απλά, σήμερα, είναι με άλλες μορφές, με άλλους όρους -που δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνα που συνέβαιναν επί χούντας. Βέβαια, πολλά στοιχεία των δύο έργων επικαλύπτονται. Υπάρχουν πολλά κοινά ερείσματα. Μιλάνε για τον ίδιο λαό και την ιστορία του.

          - Πώς αισθάνεστε τη στιγμή που η πλατεία τραγουδάει δυνατά, τα λόγια του Φώντα Λάδη: «τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον» σε μία εποχή που ο φασισμός αναβιώνει;
          - Το λέει πραγματικά υπέροχα ο Κώστας το τραγούδι αυτό. Δεν είναι μόνο η φωνή, δεν είναι μόνο οι χορδές και οι νότες. Πάνω από όλα έχει ψυχή αυτό το παιδί. Είναι, πραγματικά, μια συγκλονιστική στιγμή της παράστασης. Όταν λέμε για μια πτωτική εποχή, μια εποχή παρακμής, όπως αυτή που ζούμε τώρα, και όπως πάντα συμβαίνει στην ιστορία, αυτές είναι οι κατάλληλες συνθήκες, το εύφορο έδαφος, όπου φύεται ο φασισμός.
          Όταν ξεπέφτει η κοινωνία, αδειάζει από περιεχόμενο η ζωή των ανθρώπων, καταστρέφονται οι σχέσεις. Γιατί, στην ουσία, πολιτισμό λέμε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτό είναι η ίδια η ζωή. Ο πολιτισμός μετράει σε τί επίπεδο βρίσκονται οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν είναι πλούσιο το περιεχόμενο των σχέσεων, τότε η κοινωνία ανεβαίνει και έχουμε εποχή ακμής. Αν ξεπέφτει και αδειάζει, τότε γίνονται όλα κάλπικα, φτηνά, χυδαία. Τότε, το έδαφος βγάζει όλα αυτά τα ζιζάνια, τις τσουκνίδες και τα γαϊδουράγκαθα που καταστρέφουν την καλλιέργεια. Η κοινωνία είναι ακριβές ανάλογο της γης. Τα λουλούδια, οι καρποί και όλα τα χρήσιμα, για τη ζωή του ανθρώπου, απαιτούν καλλιέργεια. Αν δεν καλλιεργηθεί, η γη δε δίνει καρπό και δεν προάγει τη ζωή. Ο φασισμός φυτρώνει λόγω έλλειψης της καλλιέργειας των ανθρώπων, της καλλιέργειας της κοινωνίας. Φυτρώνει λόγω της αδιαφορίας.
          Χρειάζεται καλλιέργεια η κοινωνία, για να πέσει ο σπόρος και να φυτρώσει, να μην αφήσει χώρο για τον φασισμό: το ζιζάνιο που σκοτώνει τον καρπό. Αν δεν υπάρξει καρπός, τότε, πέφτει πείνα. Τότε, ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται χυδαίος, να κλέβει, να σκοτώνει και η κοινωνία γίνεται ζούγκλα.
          Σε τέτοιες, λοιπόν, εποχές βγαίνουν στην επιφάνεια όλα τα φασιστοειδή, όλα τα άσχημα, που δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν, καθώς τα ευνοούν οι συνθήκες της ακαλλιέργητης κοινωνίας.

          - Τώρα, βιώνουμε μια εποχή τραγική, για τον κόσμο, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, η πείνα, η αρρώστια, η αγραμματοσύνη...
          - Είναι από τις χειρότερες περιόδους που έχει περάσει τούτος ο κόσμος. Το τοπίο είναι εχθρικό για τον άνθρωπο και ιδανικό για τον φασισμό. Και εμείς πρέπει να τον τσακίσουμε, όπως ακριβώς λέει και το τραγούδι του Λάδη. Ευτυχώς που πάντοτε υπάρχουν και οι μικρές πρωτοπορίες που σώζουν την παρτίδα. Αυτές οι μικρές ομάδες των ανθρώπων που δεν είναι αδιάφοροι, που αγωνίζονται, που παλεύουν, που κρατάνε ψηλά τις αξίες του ανθρώπου, την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια, όλα αυτά που είναι κομμάτια της ελευθερίας. Ο άνθρωπος θέλει ελευθερία για να αναπτύξει την προσωπικότητά του, να μοχθήσει για να αποκτήσει γνώση και να μπορέσει να προχωρήσει.
          Η γνώση είναι το μοναδικό και μεγάλο μας όπλο. Δεν έχουμε άλλο. Και δυστυχώς, είμαστε πνιγμένοι στην άγνοια. Ότι δεν ξέρει ο άνθρωπος το φοβάται και τότε αρχίζει η τυφλή πίστη, ο φανατισμός που δηλώνει την άγνοια, τον φόβο και τον τρόμο που προκαλεί η άγνοια. Το άγνωστο πρέπει να μοχθήσεις για να το φωτίσεις, να το γνωρίσεις, να το μάθεις -και όχι να δημιουργείς ψεύτικη πίστη επειδή το φοβάσαι. Ο άνθρωπος αυτή την ικανότητα απέκτησε και ξεχώρισε από τα άλλα ζώα: την ανάγκη να γνωρίσει αυτό που δεν ξέρει. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μην ξέρει. Δε μπορεί να ζήσει με το πίστευε και μη ερεύνα. Πρέπει να πάει να ερευνήσει και να μάθει κάθε τι άγνωστο. Αλλιώς δεν είναι άνθρωπος. Η επιστήμη, η τέχνη, η φιλοσοφία, από τα αρχαία χρόνια, έχουν καταργήσει την πίστη. Η πίστη προϋποθέτει κάτι αμετακίνητο που κρατιέσαι από πάνω του. Όμως αν γκρεμιστεί αυτό, γκρεμίζεσαι και εσύ μαζί του.

          - «Τις προάλλες, συνάντησα τον θεατή μου και έστησα γρήγορα το θέατρό μου», αυτά τα λόγια του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ακούμε να λέει ο Χρήστος Θηβαίος στην παράσταση. Εσείς, πότε και που συναντήσατε τον θεατή σας, εκείνον που σας έκανε να στήσετε γρήγορα το θέατρό σας;
          - Εμένα, ο θεατής μου ήταν η ανάγκη. Βρέθηκα μέσα σε έναν χώρο και διαμορφώθηκα από τον χώρο αυτό. Μέσα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μεγάλωσα -είμαι γεννημένος το 1935, στα εφτά μου χρόνια βρέθηκα στην κατοχή. Ο πατέρας μου ήταν μορφωμένος άνθρωπος, προοδευτικός, εργαζόταν στη νομαρχία του Πύργου. Εκεί, έκανε οικογένεια και σπίτι. Δεν είμαστε Πυργιώτες. Μανιάτικο σόι είμαστε, αλλά στον Πύργο ζούσαμε. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, μπήκε στο ΕΑΜ, αλλά ήταν πολύ μετρημένος και δεν τον είχε πάρει χαμπάρι κανείς, μέχρι το ’44, που μπήκαν οι αντάρτες στον Πύργο και έγιναν μεγάλες μάχες.
          Έφυγαν οι Γερμανοί και μας έμειναν οι ταγματασφαλίτες. Είχαμε πολλούς στον Πύργο, ένα τάγμα ολόκληρο. Τότε, το σπίτι μου έγινε κέντρο διερχομένων. Κατέβαιναν οι αντάρτες από το βουνό, έτρωγαν και κοιμόντουσαν στο σαλόνι της μάνας μου, δέκα-δέκα στρωματσάδα και έφευγαν πάλι για το βουνό. Τους κρύβαμε, τους δίναμε στέγη. Θυμάμαι, ακόμα, φάτσες, πρόσωπα. Αν κλείσω τα μάτια μου, τους βλέπω μπροστά μου, με τα γένια τους, τα πρόσωπά τους, καθαρά. Παίζανε μαζί μου, εγώ μικρό παιδί, με πέταγαν ψηλά, με παίζανε στα γόνατά τους, γινόταν πανηγύρι. Έλεγα από μικρός πως με κρατήσαν αντάρτες στην αγκαλιά τους και το είχα περηφάνεια. Θυμάμαι τα πάντα, με λεπτομέρειες, εικόνες ολοζώντανες. Δεν ήμουν ούτε τόσο μεγάλος ώστε να πάρω μέρος στα γεγονότα, ούτε τόσο μικρός για να μη θυμάμαι. Διαμορφώθηκα μέσα σε αυτόν τον κόσμο.
          Και μετά άρχισαν τα κυνηγητά: Έπιασαν τον πατέρα μου, τον απέλυσαν, τον έκλεισαν στη φυλακή του Πύργου για δύο χρόνια,  τον έστειλαν εξορία στην Ικαρία και από εκεί στη Μακρόνησο. Τελικά, από το '45 που άρχισαν οι διωγμοί έκανε φυλακή και εξορία μέχρι το '52 που απολύθηκε από τη Μακρόνησο, με κάτι μέτρα ειρηνεύσεως που έλαβε, τότε, ο Πλαστήρας. Ήταν η χρονιά που τέλειωσα το γυμνάσιο. Γύρισε ο πατέρας μου στο σπίτι και έφυγαν από πάνω μου τα βάρη της οικογένειας, έστω εν μέρει, αλλά πήρα μια ανάσα.
          Εμείς, είχαμε φύγει, το '48, από τον Πύργο, μέσα στον εμφύλιο, για να γλιτώσουμε το κυνηγητό, η μάνα μου και τέσσερα παιδιά. Εγώ, ήμουν 13 χρονών, η μεγάλη μου αδερφή ήταν 15 και τα δυο μικρά ήταν 4 και 2 ετών βρέφη. Φύγαμε, κακήν κακώς, από τον Πύργο. Χρειαζόμασταν, μάλιστα, άδεια από την ασφάλεια για να μπούμε στο τρένο και να ταξιδέψουμε. Ήρθαμε στην Αθήνα, να κρυφτούμε. Γιατί ήρθε ο κόσμος στην Αθήνα μαζικά τότε; Για να κρυφτεί στη μεγαλούπολη και στο πλήθος, όλος ο κυνηγημένος κόσμος της επαρχίας. Για να μην τον βρίσκει η ασφάλεια, ο χωροφύλακας στη μικρή κοινωνία.

          - Πότε ξεκινήσατε να εργάζεστε;
          - Εγώ, δούλεψα από τα 13 μου για να συντηρήσω την οικογένεια. Εκεί, συνάντησα τον θεατή μου, εκεί αναγκάστηκα να στήσω γρήγορα το θέατρό μου. Πολύ δύσκολα χρόνια εκείνα. Έχω κάνει ένα σωρό δουλειές. Χαμαλίκι, τρέξιμο, όπου έβρισκα μεροκάματο πήγαινα. Γερό παιδί ήμουν και άντεχα. Δεν αναρωτήθηκα, ποτέ, το γιατί. Έτσι ήταν τα πράγματα. Θυμάμαι, όταν ήρθαμε στην Αθήνα, δε νοιώσαμε πως ήρθαμε στην πρωτεύουσα της χώρας, αλλά στο πιο εχθρικό κράτος που υπήρχε. Ήταν και το γενικότερο κλίμα έτσι. Ο κόσμος κυνηγημένος, τα βουνά γέμισαν με τσιγκοπαράγκες και χαρτόκουτα όπου μέσα ζούσαν οικογένειες ολόκληρες. Μαζεύτηκε όλη η Ελλάδα εδώ, για να κρυφτεί.
          Όμως, δεν άφησα, ποτέ, το σχολείο. Δε μπορούσα, καν, να σκεφτώ, ποτέ, να αφήσω το σχολείο -παρότι θα ήταν το εύκολο, αφού δούλευα όλη μέρα. Πολλά παιδιά το παράτησαν. Όμως, βλέπεις, ήταν αυτές οι περίφημες καταβολές, από την οικογένεια, από το σπίτι, από το περιβάλλον μου. Ο πατέρας μου που μας είχε μάθει την αξία της μόρφωσης. Εκείνες οι καθαρές μορφές των ανταρτών που μας έλεγαν να μορφωθείτε να γίνετε άνθρωποι. Και εκείνα τα χωνιά που έβγαιναν τη νύχτα στον Πύργο και φώναζαν: «σας μιλάει το ΕΑΜ, σας μιλάει η ΕΠΟΝ…».
          Έτσι, λοιπόν, δούλευα από το πρωί μέχρι το απόγευμα, και το βράδυ, στις 7, πήγαινα στο νυχτερινό. Τα νυχτερινά φτιάχτηκαν το '48. Εμείς μέναμε, τότε, στα προσφυγικά του Βύρωνα και πήγαινα στο νυχτερινό του Παγκρατίου. Τέλειωνα στις 12, τη νύχτα. Επέστρεφα σπίτι, διάβαζα και το πρωί στις 6 πήγαινα για το μεροκάματο. Αυτό κράτησε 5 χρόνια. Ήταν η ευθύνη των μικρών που δεν είχαν να φάνε στο σπίτι, ήταν η ανάγκη, ο «θεατής» μου. Έπρεπε να πηγαίνω το μεροκάματο στο σπίτι, 8 δραχμές ήταν το πρώτο μου μεροκάματο. Κρεμόμουν πίσω από τα κάγκελα του τραμ και κατέβαινα από το Παγκράτι στην Ομόνοια για δουλειά. Που να βρεθεί η δραχμή για εισιτήρια. Έπαιρνα 48 δραχμές, το Σάββατο, βδομαδιάτικο. Τις πήγαινα στη μάνα μου και έβγαινε η φουκαριάρα να ψωνίσει και περνάγαμε μέχρι την Τετάρτη. Από την Τετάρτη μέχρι το Σάββατο δεν υπήρχε στο σπίτι μήτε ψωμί, μήτε γάλα, τίποτα στο σπίτι και τα παιδιά ήταν μωρά. Οι ευθύνες, η ανάγκη με έκαναν να στήσω γρήγορα το «θέατρό» μου. Έπαιζα τον ρόλο του κουβαλητή.
          Το '52 τέλειωσα το νυχτερινό, γύρισε και ο πατέρας μου και αλλάξαμε 40 γειτονιές στην Αθήνα. Πιάναμε ένα σπίτι, ερχόταν η ασφάλεια, έπιανε τον νοικοκύρη και εκείνος μας πέταγε έξω. Και πηγαίναμε αλλού και ύστερα αλλού. Γυρίσαμε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Η μάνα μου στο τέλος άκουγε μετακόμιση και λιποθυμούσε.

          - Τι ονειρευόσασταν να σπουδάσετε;
          - Εγώ, ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο να σπουδάσω παιδαγωγικά, αλλά δεν είχα το χαρτί των κοινωνικών φρονημάτων. Θυμάμαι, έναν στο πανεπιστήμιο να κοιτάει τα χαρτιά μου (ένας μάγκας με ένα παχύ μουστάκι) και να μου λέει με υποτιμητικό ύφος: «λείπει το χαρτί… Το χαρτί από την ασφάλεια, αλλιώς δε μπαίνεις στο πανεπιστήμιο». Έτσι, έκλεισε η πόρτα… Δε μπορούσα να γραφτώ στο πανεπιστήμιο. Σκοτώθηκα τόσα χρόνια να μάθω αρχαία, λατινικά, έκθεση. Τέλειωσα αριστούχος το νυχτερινό -γιατί αν έμπαινες αριστούχος στο πανεπιστήμιο γλίτωνες τα δίδακτρα. Τότε, είχε δίδακτρα το πανεπιστήμιο, πολλά λεφτά και εμείς δεν είχαμε δεκάρα τσακιστή. Τελικά, όμως, δεν έγινα δεκτός.
          Και μετά, εντελώς τυχαία, μπήκα σε έναν χώρο που ούτε τον ήξερα, ούτε είχα, ποτέ, καμιά επαφή. Πάλι από ανάγκη μπήκα. Αρχικά στη σχολή κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου και κατόπιν σπούδασα στη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» του Καρόλου Κουν. Και από τότε πέρασαν 70 χρόνια.

          - Η κουβέντα μας συμπίπτει με τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Τότε, ήσασταν κρατούμενοι στο ΕΑΤ-ΕΣΑ μαζί με τη Τζένη Καρέζη. Μιλήστε μας για τις μέρες εκείνες, όπως τις ζήσατε.
          - Παρασκευή έγινε η είσοδος στο Πολυτεχνείο, Δευτέρα συνέλαβαν τη Τζένη και Τρίτη ήρθαν και πήραν και εμένα. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα: από την αρχή του χρόνου εκείνου, του 1973, από τα γεγονότα του Φλεβάρη και του Μάρτη. Μετά, η μεγάλη ενέργεια ήταν η κατάληψη της Νομικής, στη Σόλωνος. Αυτό ήταν το μεγάλο πράγμα, το πρωτοφανές για την εποχή. Έβραζε η κοινωνία αλλά δεν είχε εκτιναχθεί το καπάκι. Εκεί εκτινάχθηκε, με τα παιδιά της Νομικής, τα οποία τα τσακίσανε. Μπήκαν μέσα στη Νομική και έγινε πραγματικά όργιο, συνέλαβαν και καθηγητές. Βγήκαν μερικά πρόσωπα στην επιφάνεια, τότε, που ήταν φίλοι μας, οι περισσότεροι, και τα ζήσαμε από κοντά όλα αυτά.

          - Γυρνάμε στο σήμερα και θέλω να σας ρωτήσω πως ήταν η εμπειρία του να κάνετε φωνητικά, μαζί με το γιο σας Κωνσταντίνο, στα αρχαία ελληνικά, για τραγούδι του metal συγκροτήματος «Manowar»;
          (Γελάει) Αυτό πάλι; Που ήξερα εγώ για όλα αυτά; Ούτε τους «Manowar» ήξερα, ούτε είχα καμιά ιδέα, ούτε ξέρω και τι ακριβώς προέκυψε τελικά από όλο αυτό που κάναμε εκεί. Αυτοί ήθελαν κάποια κείμενα από την Οδύσσεια να ακούγονται στο παρασκήνιο του τραγουδιού, να κάνουμε φωνητικά που λένε. Πήγαμε σε ένα μικρό στούντιο και μου έδωσαν ένα κείμενο μεταφρασμένο από ένα κομμάτι της Οδύσσειας, αλλά εγώ ζήτησα το πρωτότυπο κείμενο, το αρχαίο, αν ήταν να το κάναμε να το κάναμε σωστά. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα με τον γιο μου, τον Κωνσταντίνο, να το διαβάζουμε. Ήταν κάτι Αμερικάνοι, αυτοί ενθουσιάστηκαν.
Ο Κωνσταντίνος μου είπε μετά πως έψαχναν έναν ηθοποιό που να ξέρει αρχαία, για να διαβάσει ένα κείμενο που θα ηχογραφηθεί σε ένα metal τραγούδι ενός διάσημου συγκροτήματος και έτσι πήγα. Πλάκα είχε!


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.