• BUZZ
  • Συνέντευξη
  • Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: «ΠΟΛΛΑ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΜΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΤΡΟΜΟ»
Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: «ΠΟΛΛΑ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΜΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΤΡΟΜΟ»

Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: «ΠΟΛΛΑ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΜΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΤΡΟΜΟ»


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου βιβλίου του, «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα», ο αιρετικός συγγραφέας, ξεχωριστός ηθοποιός και πρωτοπόρος παρουσιαστής Θάνος Αλεξανδρής, μιλάει για το μαγικό σύμπαν των παλιών σκυλάδικων, την Μαλβίνα, τον Αλμοδοβάρ και για όσα αδιανόητα συμβαίνουν τελευταία, στον πολύπαθο χώρο της Τέχνης.

          - Επιτέλους στρώθηκες να γράψεις το τρίτο σου βιβλίο! Δεν πήγαν χαμένες οι πιέσεις όλων μας, τόσα χρόνια...
          Να σου πω την αλήθεια, δεν με είχα επουδενί για τρίτο βιβλίο. Μετά το «Αυτή η νύχτα μένει» και το «Η Μπαρή σεβντάβα», το οποίο αναφερόταν στον θρυλικό έρωτα του Μανώλη Αγγελόπουλου με Αννούλα Βασιλείου, που, όμως, απαγορεύτηκε δικαστικά η κυκλοφορία του, ένιωσα, ότι η συγγραφική μου καριέρα τέλειωσε, για να μην πω, πως παρατράβηξε κιόλας… Σαν γνωστό τεμπελόσκυλο τοις πάσι, αφού δεν έκανα ποτέ σχέδια στη ζωή μου, ούτε οργάνωσα ποτέ πλάνα για μελλοντικές ενασχολήσεις, γιατί βαριέμαι να μεταβώ μέχρι την απέναντι πολυθρόνα του σπιτιού μου, θεωρούσα τα δυο υπεραρκετά για την «υστεροφημία μου»... Στην παρούσα φάση, το μόνο βιβλίο που θα ήταν πιο συμβατό με τη φύση και το προφίλ μου, θα ήταν ένας τσελεμεντές, αφού σίγουρα το πιο δυνατό σημείο και το μοναδικό θα έλεγα ταλέντο που μπορώ ακομπλεξάριστα να εκθειάζω, είναι η μαγειρική μου και σ' αυτό δεν κάνω σίγουρα χιούμορ…
          - Αναρωτιέμαι, ποια ήταν η αφορμή που σε κινητοποίησε να γράψεις το βιβλίο.
          Σε ένα αυτοσχέδιο κείμενο ραδιοφωνικής εκπομπής, πριν από πολλά χρόνια που έκανα με τον Θανάση Αναγνωστόπουλο, το 2004 νομίζω, πληροφορούσα το κοινό, ότι εντός των ημερών αναμένεται η κυκλοφορία ποιητικής συλλογής της τότε διάσημης ερμηνεύτριας Στέλλας Μπεζεντάκου με τον τίτλο «Ένα παιδί μετράει τάνγκα». Επειδή άρεσε στο κοινό και θέλοντας να χρησιμοποιήσω κάπου τον τίτλο που εφηύρα, είπα να μαζέψω ό,τι παλιό κείμενο υπήρχε πρόχειρο, έγραψα και αρκετά καινούργια και είμαστε σήμερα εδώ και κυκλοφορούμε...
          - Τι θέλει να πει ο τίτλος του βιβλίου;
          Για τον τίτλο κατέφυγα στον δικό μου άγιο, τον Πέδρο Αλμοδόβαρ. Οι ήρωες που περιγράφει ο μεγάλος αυτός λατρεμένος μου σκηνοθέτης, είναι τα ίδια πρόσωπα που συναναστράφηκα και οι καταστάσεις, είναι οι ίδιες που βίωσα στο πολύχρωμο σύμπαν που θα διαβάσετε στα κείμενα του βιβλίου μου.
          - Ποιες σκέψεις σου δημιουργούν οι συνεχείς αποκαλύψεις κακοποίησης και η εμπλοκή τόσων γνωστών και -μέχρι πρότινος- δημοφιλών καλλιτεχνών;
          Πάντα πίστευα, ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι μόνο το έργο του και πάντα βρισκόμουνα σε ρήξη με τους φίλους μου. Σε όλα αυτά που συντελούνται στις μέρες μας, ταιριάζει εξαίσια η ρήση του Καββαδία: «Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο». Σκέψου, εκπλήσσομαι εγώ, που συναναστράφηκα κατά συρροή νταβατζήδες, εμπόρους ναρκωτικών, νονούς και κουμπάρους, γιατί στη νύχτα, που έζησα αδιαλείπτως 12 ολόκληρα χρόνια, υπήρχαν και υπάρχουν αενάως κανόνες και προσχήματα. Ζήτησε -λέει- ο σκηνοθέτης απ' τον υποψήφιο της οντισιόν ηθοποιό, να γδυθεί και εντελώς στωικά ρωτάει τον αποσβολωμένο νεαρό: «Πόσους πόντους την έχεις;» Μα αυτό ακριβώς, αυτή η ατάκα, ήταν το δισκογραφικό σουξέ της Ξανθής Περράκη και κλασσικά κάθε ερμηνεύτρια που σεβόταν μεροκάματο και μαγαζί, το είχε στο ρεπερτόριό της… Όταν το τραγουδούσα στη Μαλβίνα, της φαινόταν τότε απίστευτο, εξωφρενικό, σχεδόν δημιούργημα της φαντασίας μου.
          Όλα αυτά τα χυδαία που συμβαίνουν χωρίς συναίνεση και αποκαλύπτονται καθημερινά, έχουν ξεπεράσει κατά πολύ αυτά που είδα να συμβαίνουν στα σκυλάδικα. Τα διαβάζεις όλα αυτά και λες, ευτυχώς που πρόλαβα και έβγαλα το ρημάδι το βιβλίο, δυόμιση δεκαετίες πριν, γιατί αν έσκαγε μύτη τώρα το «Αυτή η νύχτα μένει», μπροστά σ' αυτά τα απίστευτα που διαδραματίζονται στον καλλιτεχνικό κόσμο, θα ήταν σαν να είχα γράψει τον «Μικρό πρίγκηπα» του Εξιπερύ.              Για να μην τρελαθούμε, όχι πως δεν γίνονται αυτά κι άλλα μεγαλύτερα στα σκυλάδικα, όμως εκεί υπάρχει το άλλοθι του αλκοόλ, των ουσιών και όπως λένε οι μορφωμένοι: «τη νύχτα κυκλοφορούν μόνο περίεργοι και επικίνδυνοι τύποι»… Ναι, αλλά σ' εμάς πάντα λέγανε, πως η γνώση, ο πολιτισμός, το θέατρο και τα βιβλία σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Κανονικά με τόσο Ιψεν, Τσέχωφ και Σαίξπηρ που έχουν διδαχτεί, θα έπρεπε να είχαμε πήξει στους αγίους.

 

«Από φωνή» και άλλα ρητά

          - Ποια θα ήθελες να είναι η δική σου παρακαταθήκη σ' αυτόν τον αιώνα;
          Παρακαταθήκη μου είναι η ατάκα, που άφησα προίκα για τα τωρινά αλλά και τα επόμενα χρόνια, αφού έτσι κι αλλιώς οι ατάκες γράφουν πάντα ιστορία και μνημονεύονται στις επερχόμενες γενιές. Ύστερα απ’ το «Τα πάντα ρει» που εκστόμισε ο Ηράκλειτος, «Κι όμως η γη γυρίζει» που μας πέταξε στα μούτρα ο αλλοδαπός Γαλιλαίος αλλά και το «Χρόνου φείδου», που δεν το λες κακό, λόγια δηλαδή που μείνανε στους αιώνες, έρχομαι εγώ και κάνω μεγαλύτερο σουξέ, από τους προηγούμενους συναδέλφους.

          - Πώς δηλαδή;
          Κάπου το 1993, σε ένα σατιρικό κείμενο, που δημοσιεύτηκε, λίγο πριν την κυκλοφορία του βιβλίου μου «Αυτή η νύχτα μένει», πήρα μια πρόταση από το υπό έκδοση και έκανα ταραχή. Αναφέρομαι στο «Από φωνή μ@#$ί και από μ@#$ί φωνάρα», που από μένα έγινε σλόγκαν και αν έπαιρνα ποσοστά, θα είχα δυο πολυκατοικίες μαζί με τις πυλωτές! Μετά απ' αυτό ακολουθεί μια αναπάντεχη χλαπαταγή, όχι μόνο στους φαντάρους του Άι Στράτη Λήμνου και στον γηγενή πληθυσμό της Σκάλας Λακωνίας, αλλά απ' ακρη σ' άκρη αναπαράγεται καταιγιστικά. Απ' την μεριά του Έβρου και φτάνει μέχρι το Κεντάκι Ήνωμένων Πολιτειών.
          - Παρακολουθείς τηλεόραση;
          Σπίτι, τα τελευταία χρόνια, η τηλεόραση με θωρεί κλειστή και παραπονεμένη γιατί έχει καταντήσει θλιβερή. Στην δεκαετία του '90, στην άνθηση της ιδιωτικής, υπήρχε πανσπερμία ιδεών, προσώπων και ευφυών ανθρώπων και καταλήξαμε σ' αυτό το πράμα όπου οι παρουσιαστές αγνοούν τις πτώσεις και τα επιρρήματα και μοναδική τους αγωνία είναι μη ξεχάσουν να αναφέρουν 150 φορές τον χορηγό...
          Χορτάσαμε από γελοίους μαϊντανούς, που σηκώνουν το δάκτυλο και λοιδωρούν τους πάντες, ενώ θα έπρεπε να ξαναγυρίσουν στα σχολεία τους και να τελειώσουν το δημοτικό που παράτησαν στη μέση. Ούτε μουσική, πίστεψέ με, δε θέλω πια να ακούω. Ποιος; Εγώ, που, τα αλλοτινά χρόνια, με το ξύπνημα άρχιζα το λαϊκό πρόγραμμα. Μ' ενοχλούν οι ήχοι και θέλω μόνο σιωπή πια… Απορώ ειλικρινά με τους τηλεθεατές που πρωί-πρωί ανέχονται τις επαναλαμβανόμενες κραυγές από διενέξεις σκατόψυχων πολιτικών και ηλίθιων τηλεοπτικών αστεριών. Βέβαια, που και που, κανένα βράδυ, μετά το τρίτο ουίσκι, βγάζω το δικό μου play list και ακούω Καίτη Ντάλη, που για μένα είναι η ωραιότερη λαϊκή φωνή, εφάμιλλη της Χαρούλας και άμα φτάσω στο πολύ τσακίρ κέφι, τελειώνω με λατρεμένη Φλέρυ, να μου τραγουδα: «Έχω συνηθίσει, να με τρώει η θλίψη, που σ΄ αγάπησα και γελάστηκα. Φύγε, φύγε…» Ειδικά στο «φύγε» λιώνω…


Λαμπέτη, Μαρίνος, Μέδουσα και σκυλάδικα


          - Σινεμά πηγαίνεις; Εννοώ πήγαινες;
          Όχι, σχεδόν καθόλου, μόνο όταν παίζει Αλμοδόβαρ. Θα ακουστεί περίεργο, αλλά δεν μπορώ να κλειστώ σ' έναν χώρο που δε μπορώ να πιώ, και να καπνίσω. Εξαιρείται το θέατρο, αλλά και σ' αυτό σπάνια πηγαίνω, με την προϋπόθεση οι δημιουργοί και ηθοποιοί να είναι αγαπημένοι μου φίλοι. Ξέρεις τα πράγματα, όταν σπούδασα Δραματική, είχαν στα μάτια μου μια άλλη μαγεία και τους πρωταγωνιστές, τότε, τους βλέπαμε σαν ξωτικά, λες και είχαν δραπετεύσει από άλλον πλανήτη. Πήγαινες στην μπουάτ «Τιπούκειτος», άκουγες Νταντωνάκη και γυρνούσες ζαλισμένος, σχεδόν μαγεμένος στο φοιτητικό σου δωμάτιο. Όταν είδα την Λαμπέτη στα μονόπρακτα του Κοκτώ, βγήκα μέσα στη βροχή και έκλαιγα, περπατώντας μέχρι το Παγκράτι και αναρωτιόμουν: «Καλά εμείς λεγόμαστε ηθοποιοί»; Όταν κατέβηκα τα σκαλιά της «Μέδουσας» και για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα με έκσταση, τον θεό Μαρίνο, είπα: «εδώ θέλω να μείνω…». Τώρα ο καινούργιος καλλιτέχνης με ποιον να γοητευτεί, ποιον να λιμπιστεί και ποιος θα του εμπνεύσει το όνειρο; Δεν μπορεί να συνταιριάξει ο μύθος με πρωινούς καφέδες και η μαγεία με την συνδιαλλαγή.
          - Σου λείπει η νύχτα;
          Καθόλου. Τη νύχτα την έζησα κατά κόρον πάνω στην ακμή και στην αποθέωσή της και την γεύτηκα, την εποχή που πολύ σοφά με οδήγησε το ένστικτό μου, που απεδείχθη αλάνθαστο. Μην κοιτάς που τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ανακαλύπτουν τη μαγεία του σκυλάδικου οι άνθρωποι του πνεύματος, οι οποίοι, τότε, μιλούσαν μετά βδελυγμίας για τον χώρο αυτό και τώρα, χυδαία προσπαθούν, όπως πάντα, να τον οικειοποιηθούν. Σήμερα, κάποιοι αγαπημένοι διανοούμενοι φίλοι μου ψάχνουν απεγνωσμένα να ανακαλύψουν τέτοιους χώρους, απηυδισμένοι από τα έντεχνα νιαουρίσματα των τηλεοπτικών μουσικών εκπομπών, όμως, δυστυχώς, το είδος που υπηρέτησα, λάτρεψα και σας το έγραψα, διωγμένο απ' την παγκοσμιοποίηση, υφίσταται μόνο σε σελίδες και στις δικές μας διηγήσεις . Κι αν κάπου θα το βρείτε κρυμμένο, θα φαντάζει λίγο σαν τα κρυφά σχολειά επί τουρκοκρατίας.
          - Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σου είχες γράψει πως στον εικοστό πρώτο αιώνα, όπως και με το ρεμπέτικο, που ήταν παρεξηγημένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης των κοινωνιολόγων. Το πιστεύεις ακόμη;
          Βέβαια. Πιστεύω ότι οι φοιτητές θα προσεγγίσουν με ευλάβεια και συγκίνηση αυτό το κομμάτι της πολιτιστικής μας ιστορίας. Χαίρομαι που η εργασία φίλης φίλου μου στο Παρίσι, στο μεταπτυχιακό της, ήταν διατριβή πάνω στο βιβλίο μου «Αυτή η νύχτα μένει».

 

Η ερωτική Ελλάδα που έφυγε


          - Τι είδους πρόσωπα παρελαύνουν στο καινούργιο σου βιβλίο;
          Σας παρουσιάζω αγαπημένα μου πρόσωπα από έντυπες συνεντεύξεις και τηλεοπτικά αφιερώματα, Πολιτιστικά στέκια και μαγαζιά μιας ερωτικής Ελλάδας και μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Απ' το βιβλίο παρελαύνουν φίλοι, συναγωνιστές και υπέροχες συνεργασίες, γιατί, όπως το έχω ξαναπεί, ενεργούσα με τον ζήλο του ερασιτέχνη και πάντα είχα την δυνατότητα να εργάζομαι «πολυτελώς». Πήγαινα εκεί που υπήρχε χαρά, γέλιο, αγάπη και αγκαλιά έστω και με λιγότερα, ενώ είχα φύγει από τηλεοπτική δουλειά με πολύ μεγάλο κασέ, γιατί απλώς εγώ ένιωθα, πως η ατμόσφαιρα δεν ήταν τόσο αγαπησιάρικη.

 

 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ethnos.gr

 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ…

          Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε που ένα μελαγχολικό παιδί, προσπαθώντας να ανθίσει ανάμεσα στα ιερατεία και κοντά στο θεό, είχε ένα και μοναδικό όνειρο: Να ξεφύγει από τη μίζερη επαρχιακή πόλη και από τα πλάνα της μάνας, που τον ήθελε δικηγόρο με δικό του γραφείο και πρώτη μούρη στην κοινωνική ζωή της πόλης.
          Πάει τόσος πολύ καιρός που μόνος κι απροστάτευτος κατέβηκα τα σκαλιά του Θεάτρου Τέχνης για να παίξω «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» μπροστά στο Κουν, ίσως τον μεγαλύτερο Έλληνα σκηνοθέτη του 20ου αιώνα κι όταν είδα αυτόν τον τεράστιο μύθο να γελάει σαν μικρό παιδί, ένιωσα να ξαναγεννιέμαι.
          Μόνος και με άγνοια κινδύνου, θα βρεθώ στο καμαρίνι του Μαρίνου και μετά από μικρά ταξίδια θα ανοίξω τις πύλες της κολάσεως και αγκαλιά με τη νύχτα, θα ανακαλύψω τη μαγεία και το όνειρο. Και μετά περπάτησα αρκετά σε άγνωστα και διαφορετικά μονοπάτια, δρώντας με τον ζήλο του ερασιτέχνη και πάντα πίστευα πως εγώ δεν υπόκειμαι σε εργασιακές σχέσεις, γιατί σε όλη μου τη ζωή υιοθέτησα την ατάκα του συγχωριανού μου του Κομφούκιου: «Διάλεξε τη δουλειά που σ’ αρέσει και δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου».
          Και να ’μαι τώρα εδώ κοντά σας σε μια πρεμιέρα λατρεμένων αναμνήσεων, όπου θα ταξιδέψουμε πίσω στον δικό μου κόσμο, όπου αντί να έχω μια θλιβερή ζωή, επέλεξα να ζήσω αυτό που ήθελα να ζήσω.
          Κυρίες μου και κύριοι οι εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ» και όλοι εμείς σας παρουσιάζουμε με υπερηφάνεια μια παράσταση φτιαγμένη με αγάπη, κέφι και πολύ μεράκι με τον τίτλο: «ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ ΑΝΗΜΕΡΑ». Ένας πολύχρωμος θίασος ταιριασμένος με αστέρια μοναδικά είναι οι δικοί μου ήρωες, με τους οποίους κάνατε χρόνια παρέα και έρχονται να σας διηγηθούν συναρπαστικές ιστορίες από τα παλιά. Στο πρόγραμμα η Φλέρυ ένα ξωτικό με φωνή αγγέλων, αφού πέρασε από δαίμονες, φυλακές και ψυχιατρεία έρχεται να μας δείξει, πως σε αυτή τη χώρα κάποτε περπάτησαν αληθινές θεές. Η Μαλβίνα τραγουδά, χορεύει, σημειολογεί κάτι περίεργα και μας εκνευρίζει. Την λατρεύουμε, τη μισούμε, ξαφνιάζει καλλιαρντεύοντας τους μαλάκες και μας λείπει, ρε γαμώτο! Ο άρχοντας Ζεκί Μουρέν, ένας αναρχικός τραγουδιστής κόντρα στην ηθική των πολλών, έρχεται από την Τουρκία και σε ένα θεοκρατικό καθεστώς επιβάλει το πρώτο drag show επί σκηνής, αφού τον αποθεώσουν το σύστημα, η αστική τάξη και ο ίδιος ο λαός. Η Παλόμα, η Ντάλη, η Μπλανς, όλες ντίβες της πίστας, θα μας αποκαλύψουν μυστικά και ντοκουμέντα από καιρούς δοξασμένους, όταν οι άνδρες έδιναν μάχη για ένα τους βλέμμα και στο κάθε πέρασμα δημιουργούσαν χαλάσματα και εμφυλίους. Η Πάολα, όταν δεν μιλάει για τα τεκνά της οδού Αθηνάς, μας εντυπωσιάζει, όταν κάνει αναφορά στις ταινίες του Τορνέ, αποδεικνύοντας έτσι περίτρανα πως μερικά χαρισματικά πλάσματα, που ζουν έξω από κοινωνικές νόρμες, μπορούν να διδάξουν αληθινή ποίηση, καλύτερα από πολλούς κατ’ επάγγελμα «διανοούμενους». Ένα φοβισμένο κορίτσι που ακούει στο όνομα Ταϋγέτη, απομονωμένο σε μια γωνιά, θυμάται εξορίες, αλλά μιλάει και για τους έρωτες και για το πάθος και για τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της.
          Εδώ μέσα καταγράφονται ιδιαίτεροι, συλλεκτικοί χώροι, ετερόκληκτες μάρκες ανθρώπων, που έζησαν ενδιαφέρουσες ζωές, αλλά και γεγονότα από προηγούμενες δεκαετίες με ιστορικό, θα έλεγα, ενδιαφέρον. Εν γένει μπορούμε να πούμε, είναι η ηθογραφία μιας παλιότερης Ελλάδας, όταν η νυχτερινή έξοδος ήταν άρρηκτα συνδεδέμενη με την ερωτική επιθυμία των ανθρώπων, όμως η γοητεία αυτή έχει εντελώς αφανιστεί σε μια πατρίδα που συνεχώς παγκοσμιοποιείται. Νοσταλγία και αναμνήσεις από συνεργασίες με φίλους, όπως ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος, που μαζί περπατήσαμε και ονειρευτήκαμε σε αντίξοες συνθήκες, η αιώνια φίλη Χαρά Νέζερ πολύτιμη συνεργάτης και συμπαραστάτης στην έκδοση του βιβλίου και άλλοι συναγωνιστές, που σίγουρα σημάδεψαν τη ζωή μου. Σ’ όλο αυτό το οδοιπορικό θα θυμάμαι πάντα την άνευ όρων αγάπη και μαγική συνεργασία που είχα με τον καλλιτέχνη Σπύρο Στάβερη, ο οποίος για μένα είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή φωτογράφος της ελλάδας και το πιο καλωσυνάτο πλάσμα που κυκλοφορεί στην καλλιτεχνική πιάτσα της Αθήνας… Σ’ ένα υπερθέαμα, θα έλεγα, με μπαλέτα, διάσημους και μη φτιαγμένο για φίλους «περπατημένους» και μυημένους σε ένα δικό μας ερασιτεχνικό παιχνίδι, που το ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια, αφεθείτε απόψε στην παράσταση, που σε λίγο αρχίζει. Αυτοσχέδια επιθεωρησιακά νούμερα από ραδιοφωνικές μας εκπομπές, κείμενα από την εξαιρετική μου συνεργασία με την Athens Voice, σίγουρα η εξαίσια συνάντηση με τη Σεμίνα Διγενή στην τηλεόραση και άλλα τέτοια ωραία εκτίθενται σ’ αυτό το πανηγύρι της χαράς που στήσαμε για πάρτη σας.
          Εννοείται πως στο φαντασμαγορικό μας θέαμα χωράει ένα υπόλοιπο αναμνήσεων και γενικά ό,τι ξέμεινε από το ηρωικό έπος των σκυλάδικων, γιατί εσείς μου το ζητήσατε, χωρίς δεύτερες σκέψεις, βαρύγδουπες ατάκες και πολυφορεμένα τσιτάτα του Κοέλιο. Όσα δεν είπαμε, αλλά ξαναθυμηθήκαμε, καθώς και κατ’ ιδίαν στιγμές εξομολόγησης σε ώρες κεφιού, ποτού και αναπόλησης συναγωνιστών της πίστας, που έζησαν μια ζηλευτή ζωή, θα τα δείτε να λαμβάνουν χώρα στο δικό μας άλμπουμ της ζωής.
          Έτσι απλά, σαν μια μουσική βραδιά στη «Μέδουσα» με τον Γιώργο Μαρίνο αρχηγό, να κάνει μια και μοναδική για πάρτη σας επανεμφάνιση.
          Κυρίες μου και κύριοι, η παράσταση αρχίζει και η διεύθυνση σας εύχεται καλή διασκέδαση! Απόψε δεν θα σας κάνουμε κονσομασιόν!

 

Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.