• BUZZ
  • Νέα
  • Ο ΦΟΒΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ "Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά" σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ο Σίμος Κακάλας. Ένα κοινωνικό δράμα με κεντρικό θέμα το ρατσισμό, την γκετοποίηση, αλλά και τον εσωτερικό διχασμό του ανθρώπου.

Μια μοναχική καθαρίστρια, χήρα, με τρία μεγάλα παιδιά, ερωτεύεται τον Άλι, ένα Μαροκινό μετανάστη και τον παντρεύεται. Ζουν και περνούν καλά με τον έρωτά τους, αλλά η περιφρόνηση, το μίσος και η κοινωνική απόρριψη που αντιμετωπίζουν όλο και πιο έντονα στην καθημερινότητά τους, δηλητηριάζουν τα αισθήματά τους και τους δημιουργούν μια στιγμιαία αποξένωση. Χρειάζεται να αναμετρηθούν με την ένταση της αγάπης τους και να αναμορφώσουν τα όριά της για να μπορέσουν να συνεχίσουν και να αναζητήσουν την ευτυχία. Η σύγκρουση με τον κοινωνικό τους περίγυρο θα απειλήσει την ίδια τους την κοινή ύπαρξη πριν καταφέρουν να τον υπερνικήσουν και να επιβιώσουν ψυχικά, ηθικά και συναισθηματικά. Η διασκευή του κειμένου ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη και είναι σύγχρονη και σημερινή χωρίς γλωσσικές εξάρσεις ή περιττές φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Ο Σίμος Κακάλας στη νέα του σκηνοθετική προσπάθεια ασχολείται με ένα θέμα που είναι επίκαιρο και έντονο στην καθημερινότητα της χώρας μας. Η οπτική του σε αυτό δε βασίζεται σε μια μελοδραματική βάση, αλλά περισσότερο σε μία ρεαλιστική και ηθική θεώρηση των βαθύτερων κοινωνικών δομών του σήμερα. Θέλει να ασκήσει μια έμμεση κριτική στην υποβάθμιση των ανθρώπινων αξιών και να αναδείξει τον άνθρωπο στο κέντρο της παράστασής του. Η εναλλαγή των περισσότερων σκηνών έχουν μια κινηματογραφική και μινιμαλιστική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας απλούς διαλόγους, ήρεμους τόνους, αλλά και συμβολισμούς. Στην προσπάθειά του αυτή ο θεατής όμως βλέπει μια προσπάθεια σχηματοποίησης του συναισθήματος και υποβάθμισης του σε σχέση με τη λογική. Έτσι συχνά αυτό που είδαμε ήταν ευχάριστο και συγκινητικό στο μάτι, αλλά δεν έφτανε με την ίδια ένταση βαθύτερα ώστε να αγγίξει την καρδιά και να τη συγκινήσει και αυτή. Είχε έκταση, αλλά δεν έφτανε για να διεγείρει νου και ψυχή, ταυτόχρονα με τον κοινωνικό προβληματισμό που θα γεννούσε. Συνομιλεί με την κοινωνική αδικία, αλλά με ένα σχετικό ακαδημαϊσμό, που δεν εμβαθύνει στο υπόβαθρο και το αιτιατό του ρατσισμού και της υποβάθμισης της ανθρώπινης αξίας. Παρόλα αυτά η καθοδήγηση των ηθοποιών του σε μια ρεαλιστική αλλά οικεία και καθημερινή απεικόνιση των χαρακτήρων που υποδύονται, με λειτουργικότητα και απλότητα, μίλησε στο θυμικό του θεατή και ισορρόπησε την κατάσταση.

Η Τάνια Τσανακλίδου στο ρόλο της Έμι Κουρόφσκι, της μοναχικής καθαρίστριας που βρίσκει διέξοδο στη μοναξιά της, μέσα από τον έρωτα για το νεώτερό της, αλλά εξίσου μοναχικό μετανάστη, είναι λιτή, αλλά ταυτόχρονα αυθόρμητη και γνήσια. Η ερμηνεία της χαρακτηρίζεται από μέτρο, αλλά ταυτόχρονα δείχνει γήινη, καθημερινή, ευάλωτη και δοτική, έτοιμη να προσφέρει σχεδόν τα πάντα από τη συναισθηματική της παρακαταθήκη. Η φωνή της ήρεμη, με ένα μεταλλικό, αλλά ζεστό και ευαίσθητο ηχόχρωμα, προλαμβάνει την γλυκύτητα της έκφρασής της και την κάνει να αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο την ηρωίδα του έργου.
Ο Κωστής Καλλιβρετάκης, υποδυόμενος τον Άλι, έχει μια σκηνική άνεση, ένα κοφτό λόγο και μια μελαγχολία στη φωνή, που τον κάνει να στέκεται επάξια δίπλα στη συμπρωταγωνίστριά του. Είχε μία δύο αμήχανες στιγμές στην ερμηνεία του, αλλά γενικά είχε μια εσωτερικότητα και ένα υπόκωφο πάθος με τα οποία διαπότισε το χαρακτήρα που ερμήνευσε, έναν κοινωνικό παρία που βιώνει την απόρριψη στο πετσί του καθημερινά. Και απελευθέρωσε το συναίσθημά του με μία ήρεμη οργή και σκηνική οικονομία.
Η χημεία των δύο (Έμι και Άλι) αποτέλεσε από τα ατού της παράστασης.
Η Δήμητρα Κούζα, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης και η Ειρήνη Κότσιφα έπαιξαν πολλούς μικρούς, αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, με μια γειωμένη, αλλά έντονη προσωπικότητα, εναλλαγή συναισθημάτων και εκφράσεων και μια καλλιτεχνική αξιοπρέπεια, συμπληρώνοντας με την ενέργειά τους με επιτυχία το ερμηνευτικό παζλ του έργου.

Τα σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη λειτουργικά μεν, αλλά ίσως υπέρμετρα λιτά και αφαιρετικά, ενώ τα κοστούμια της Claire Bracewell υπηρέτησαν με ακρίβεια το γήινο και καθημερινό χαρακτήρα των ηρώων της παράστασης. Οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη έντονοι και προσωπικοί, φώτισαν με επιτυχία τόσο την έκφραση, όσο και την "ψυχή" των δύο κεντρικών χαρακτήρων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, είδα μια σκηνική αναπαράσταση ενός από τα πιο δυναμικά μανιφέστα κοινωνικού αποκλεισμού και προσωπικής μοναξιάς του Γερμανού εικονοπλάστη Φασμπίντερ, σε μία γειωμένη, χαμηλών τόνων και με στοιχεία συναισθηματικής αφέλειας προσέγγιση. Χωρίς λεκτικές εξάρσεις, με αισθητική ωριμότητα για την όραση, αλλά και μια έντονη σχηματοποίηση που είχε μια εγγενή αδυναμία να φτάσει βαθύτερα, στην ψυχή, η παράσταση έχει ένα τελικό θετικό πρόσημο στο θεατρικό γίγνεσθαι της αθηναϊκής σκηνής, με σημαντικό μερίδιο αυτού να ανήκει στις ερμηνείες των ηθοποιών.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.