«ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΦΕΥΓΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΦΕΥΓΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (70 ψήφοι)

          Ένα ξενοδοχείο ανθρώπινων «λειψάνων» χτισμένο στα ερείπια ενός μυθικού παλατιού. Κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα είναι παραδομένο στη δίνη του χρόνου. Σκυλιά γαβγίζουν συνεχώς στη θέα ενός ξένου εισβολέα. Οι ιδιοκτήτες του, εγκλωβισμένοι σε αυταπάτες, ψάχνουν την προσωπική τους Ιθάκη. Δύο αδέρφια βαθιά πληγωμένα, βαθιά ματαιωμένα, βασανίζονται από τις δικές τους Σειρήνες και βολοδέρνουν σαν τις άδικες κατάρες στα εγκαταλελειμμένα δωμάτια. Ζουν καταδικασμένα στη σκιά ενός ηρωικού μεγαλείου.
          Η Αγνή τοποθετεί ευλαβικά, στη ρετρό βιτρίνα, τα ενθύμια των παλιών πελατών της, νοσταλγώντας τους δεκάδες «μνηστήρες» της. Θυμάται, ιδιαίτερα, τη μεγάλη της αγάπη, εκείνον που τη σημάδεψε για μία μόνο νύχτα κι έπειτα εξαφανίστηκε. Από τότε τον προσμένει καρτερικά σαν μια σύγχρονη Πηνελόπη.
          Ο Ίων, από την άλλη, μια λεπτεπίλεπτη και τραγική φιγούρα, γνώρισε την πένθιμη όψη της αγάπης και δεν έζησε τη ζωή που ονειρεύτηκε πραγματικά.
          Η σχέση τους είναι ταραγμένη, σκληρή και εύθραστη συνάμα. Συγκρούονται, αναπολούν, ειρωνεύονται, πληγώνουν, επικρίνουν ο ένας τον άλλον. Το τραύμα του έρωτα ανυπολόγιστο, τα χρόνια της θλίψης, της μοναξιάς και της αναμονής πολλά. Τους ενώνει ένα ένοχο μυστικό. Μέχρι που θα εμφανιστεί ο άγνωστος εκείνος άνδρας, σαν από μηχανής θεός, για να δώσει τέλος στην ανιαρή ζωή τους…
          Αυτό είναι το μεδούλι του ανέκδοτου έργου του Άκη Δήμου «Μάθε με να φεύγω». Μία ελεγεία για τις χαμένες αγάπες και τις διαψευσμένες προσδοκίες. Στο επίκεντρο του, ο άνθρωπος με όλη τη μελαγχολία, τα πνιγμένα αισθήματα και τα ανεπούλωτα τραύματα να αποκαλύπτουν το μεγαλείο του.
          Κι ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης το μετουσίωσε σε μία ευαίσθητη, βαθιά ποιητική παράσταση με πιο λοξή ματιά, η οποία ξεκινά ανώδυνα ως μπουλβάρ για να καταλήξει σε δράμα. Η χαριτωμένη κοψιά της συνθήκης, αυτή η ελαφρότητα, όμως, σε ξεγελά πραγματικά. Αρχικά γελάς, αλλά στην πορεία νιώθεις ένα κόμπο στο στομάχι με το δραματικό στοιχείο που ελλοχεύει το κείμενο. Κι αυτό είναι το ευφυές του έργου. Να πέφτεις στην παγίδα που σου στήνει υποδειγματικά.
          Ισχυρός πυλώνας της δραματουργίας της ομάδας bijoux de kant είναι, αναμφισβήτητα, η υψηλή αισθητική της παράστασης. Ο σκηνοθέτης δημιούργησε ένα άψογο εικαστικό σύμπαν στο άκρως ατμοσφαιρικό σκηνικό περιβάλλον του Νίκου Παπαδόπουλου με τους έξοχους φωτισμούς του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη και τις στυλιστικές επιλογές της Βασιλικής Σύρμα. Εκεί, οι τρεις αλμοδοβαρικοί ήρωες, τρεις χαρακτήρες από τον κόσμο της Commedia dell’ arte, ψάχνουν απεγνωσμένα το φως, προκαλώντας γέλιο και δάκρυ. Μια σπαραξικάρδια ιστορία σχέσεων, μια παρωδία που αμφισβητεί τα στερεότυπα. Γιατί το τραύμα, το κενό, η μοναξιά, η ήττα, η ματαίωση, η θλίψη δεν έχουν φύλο.
          Οι κόντρα ερμηνείες, αν και στυλιζαρισμένες, εκκεντρικές, σχεδόν εξωπραγματικές, ήταν θαυμάσιες, φανερώνοντας τη σκληρή σκηνοθετική και ερμηνευτική προεργασία.
          Μεγάλη πρόκληση να ανατεθεί ο ρόλος της «Αγνής» σε άνδρα ηθοποιό χωρίς να επισκιαστεί λεπτό. Κι ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης τον προσέγγισε με τέτοια ειλικρίνεια και σεβασμό, που δε μπορούσες να πάρεις τα μάτια από πάνω του.
          Ο Στέλιος Δημόπουλος, ως «Ίων», ήταν η έκπληξη για μένα, καθώς αποδεικνύεται ηθοποιός με εξαιρετικές υποκριτικές εγγραφές. Ένας χαμαιλέων επί σκηνής!
          Όσο για το Θανάση Δήμου είναι ηθοποιός με κύρος και αξία.
          «ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΦΕΥΓΩ», ένα μαγικό κείμενο, μία ωραία παράσταση, τρεις εξαιρετικές ερμηνείες!

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.