ΑΜΗΝ. ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΜΗΝ. ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Τη βλάσφημη κωμωδία της Αλκυόνης Βαλσάρη με τίτλο ΑΜΗΝ σκηνοθετεί ο Δημήτρης Κομνηνός στον πολυχώρο Vault. Τα κακώς κείμενα της εκκλησίας και των μελών της γίνονται το υλικό, πάνω στο οποίο βασίζεται η σάτιρα της παράστασης, με μοχλούς τον πατέρα Ευλόγιο, έναν ιδιόρρυθμο ιερέα, που βλέπει ιερά οράματα και καταπίνει τα ψυχοφάρμακα σαν στραγάλια και το βοηθό του πατέρα Τριαντάφυλλο, που με ελάχιστη όραση, υπηρετεί πιστά τον ιερέα και βοηθά στο κήρυγμα του ιερού λόγου.

Στα όρια της παραφροσύνης ο πατήρ Ευλόγιος, στοιχειώνεται από τις παραισθήσεις του, φοβάται το θάνατο και πιστεύει ότι στο τέλος της ζωής του, η αγιοσύνη θα του χτυπήσει την πόρτα.

Από την άλλη πλευρά ο πατήρ Τριαντάφυλλος με την αφοσίωσή του, γίνεται ένα παράδειγμα αγάπης χωρίς όρους και προϋποθέσεις και την ελπίδα όλων των ανθρώπων για ίση αντιμετώπιση στη ζωή.

Το έργο έχει μια διαδραστικότητα με τους θεατές-ποίμνιο και βασίζεται στην ατάκα και τη διακωμώδηση καταστάσεων. Φυσικά υπάρχουν και βαθύτερα και ουσιωδέστερα σχόλια στο κείμενο, αν και τα ένιωσα να μην εμβαθύνουν πολύ. Η αιχμηρότητα των σχολίων και η ποικιλία των θιγόμενων θεμάτων, δεν επαρκεί για να κάνει το έργο μια "καταγγελτική" κωμωδία, μένοντας στα επίπεδα της πιπεράτης σάτιρας. Παρ'όλα αυτά δε διστάζει να προκαλέσει το κοινό και να το κεντρίσει να συμμετέχει στην κωμωδία.

Ο Δημήτρης Κομνηνός σκηνοθετεί, με άξονα το χιούμορ και την αξιοποίηση της ατάκας που προσφέρει το κείμενο. Δημιουργεί μια έντονη και γρήγορη παράσταση με τους ρυθμούς να κρατιούνται σε σχεδόν καταιγιστικό ρυθμό, που παραμένει σχεδόν σταθερός σε όλη τη διάρκεια του έργου. Παίζει με το κοινό έξυπνα και σε κατάλληλες χρονικές στιγμές, κυρίως μέσω της απλότητας και της "αθωότητας" του χαρακτήρα του πατέρα Τριαντάφυλλου, αλλά και των αυτοσχεδιασμών των ηθοποιών. Διατηρεί αυτή την παιγνιώδη και ευφρόσυνη διάθεση να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ακόμα και στις πιο σοβαρές σκηνές του έργου, διατηρώντας ανέπαφη την εσωτερική δομή της παράστασης. Η εναλλαγή των σκηνών γίνεται με κινηματογραφική διάθεση, αλλά διατηρώντας μια στοιχειώδη αλληλουχία.

Οι ιδιαίτερες ικανότητες των ερμηνευτών στην κωμωδία, τον αυτοσχεδιασμό και την ατάκα βοηθούν τα μέγιστα στην ισορροπία του έργου και τη σκηνική του οικονομία, αν και ενίοτε κάποιες μικροϋπερβολές δεν αποφεύγονται. Παρά την έντονη κωμική του διάσταση, το κείμενο προσφέρει και αφορμές για σκέψη και προβληματισμό, οι οποίες όμως στο γενικότερο κλίμα της παράστασης, δεν αξιοποιούνται πάντα κατάλληλα, ώστε να αποτελέσουν τη βάση μιας βαθύτερης και πιο δημιουργικής "καταγγελίας" των κακώς κειμένων, ενός χώρου που ανέκαθεν αποτελεί ταμπού για την ελληνική πραγματικότητα. Η τελική αίσθηση που θα μείνει στο θεατή στο φινάλε, είναι μιας προσπάθειας με γνήσια κωμική φλέβα, με δύο άτομα στη σκηνή να την υποστηρίζουν με πάθος και ικανότητες και μια σκηνοθεσία που τα καθοδηγεί δημιουργικά, αφήνοντάς τους χώρο για αυτοσχεδιασμό, ευφάνταστο παιχνίδι με το κοινό και μια τελική feelgood αίσθηση.

Ο Ερμόλαος Ματθαίου αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα Ευλόγιου, ενός ιδιόρρυθμου ιερέα, ο οποίος βλέπει οράματα, κηρύττει δογματικά και προσβλέπει στην αγιοποίησή του. Δημιουργεί ένα προφίλ αλλοπρόσαλλο, εκκεντρικό, με απότομες εναλλαγές διάθεσης και έντασης θρησκευτικού πάθους, συμμετέχοντας σε αυτές με κίνηση, έκφραση προσώπου και διακύμανση φωνής. Οργίζεται, απευθύνεται στο ποίμνιό του με πύρινο λόγο, ηρεμεί και συνδιαλέγεται μαζί του, αποκαλύπτοντας μια προσωπικότητα στα όρια της παράνοιας και όλα αυτά ελέγχοντας τις εκφραστικές του δυνατότητες, αν και υπήρξαν κάποιες (λίγες) στιγμές υπερβολής. Η σκηνική του χημεία με τον πατέρα Τριαντάφυλλο, τον πιστό του ακόλουθο, είχε κάποιες ανακολουθίες, αλλά γενικά ήταν αρμονική και πετυχημένα συνδυαστική στη σάτιρα.

Ο Ερνέστος Βουτσίνος ήταν αυτός που συμπλήρωσε το ερμηνευτικό πάνελ του έργου και ήταν χαρακτηριστική η άνεση με την οποία αντιμετώπισε το ρόλο του και η φυσικότητα με την οποία εκστόμιζε τις ατάκες του. Με μια αθωότητα σχεδόν παιδική στο βλέμμα και την έκφραση του προσώπου του, καταφέρνει να εκμαιεύσει τη συμπάθεια του κοινού προς το χαρακτήρα του και ουσιαστικά είναι αυτός πάνω στον οποίο βασίζεται το μεγαλύτερο μέρος της διαδραστικότητας της παράστασης, με το κοινό να του προσφέρει σχεδόν απλόχερα τα ερείσματα που ζητά. Αεικίνητος, σαρώνει τη σκηνή με μια κίνηση που φαντάζει αυθόρμητη και πλάθει τελικά ένα χαρακτήρα φυσικό και ολοκληρωμένο.

Τα σκηνικά του Γιώργου Λυντζέρη λιτά και κυρίως αποτελούμενα από μικρά σκηνικά αντικείμενα, που βοήθησαν αποτελεσματικά στην επικοινωνία με το κοινό, ενώ τα κοστούμια ήταν αναμενόμενα, δεδομένου ότι έντυσε δύο ιερωμένους.

Η μουσική του Ανδρέα Τρούσσα και της Γεωργίας Σαλαμπάση υποστήριξε το γρήγορο και το σατιρικό ρυθμό της παράστασης, ενώ τους παιχνιδιάρικους φωτισμούς (αρκετές εναλλαγές φωτός και σκιάς, ανάλογες των εναλλαγών διάθεσης των πρωταγωνιστών) επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή, παρουσιάζεται μια αμιγής κωμωδία που βασίστηκε στο σατιρικό ένστικτο και ταλέντο των δύο πρωταγωνιστών και μια σκηνοθεσία που στόχευσε άμεσα στην αξιοποίηση αυτού του ταλέντου και των κωμικών δεδομένων που προσφέρει το κείμενο. Οι γρήγοροι ρυθμοί και οι πολύ καλές ερμηνείες κρατούν μια ευφρόσυνη και γελαστική διάθεση, που κάνει το κοινό να περνάει καλά.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.