«ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΤΟΥ ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΤΟΥ ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (43 ψήφοι)

          Αυτή η «Αντιγόνη» είναι τρομακτικά επίκαιρη και ήταν σοφή η επιλογή της Μαρίας Πρωτόπαππα να ανέβει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο Υπόγειο του «ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ».
          Ο Ζαν Ανούιγ το έγραψε στην καρδιά της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία, για να μπορέσει να εκφράσει τα ανείπωτα της εποχής του, εξαιτίας της λογοκρισίας των Γερμανών. Ποιο αιώνιο σύμβολο θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα την αντίσταση προς κάθε απάνθρωπη εξουσία; Μόνο το «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», του Σοφοκλή. Και σε αυτό το σημείο, ο Ανούιγ επεμβαίνει καίρια και μεταπλάθει μία περσόνα, που είναι, πλέον, κομμάτι του σύγχρονου κόσμου μας και όχι ο μύθος σε βάθρο ήρωα. Γιατί δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου οι ήρωες και οι θεοί είναι απόντες στο έργο του. Η ανθρώπινη εξουσία βαστά γερά τα ηνία χειραγώγησης και αποφασίζει για το κοινό καλό, όλων.
          Τα λόγια της Αντιγόνης, πύρινα και ριζοσπαστικά, μιλούν για την ελεύθερη βούληση, την ακεραιότητα της ανθρώπινης ψυχής, το δικαίωμα της ελευθερίας, την ανικανότητα της ουσιαστικής επικοινωνίας. Ο εμφύλιος πόλεμος δύο αδελφών, άνθρωπος εναντίον ανθρώπου για την εξουσία, τι ειρωνεία! Η ιστορία επαναλαμβάνεται και οι αθώοι πληρώνουν ξανά το τίμημα, με το αίμα της ζωής τους. Θύματα του ανελέητου, ψυχρού πολέμου της πανδημίας και θεατές - θύματα ενός εξωφρενικού εμφυλίου δύο γειτονικών λαών στον βωμό του κέρδους.
          Αν και το κλίμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι διάχυτο στο έργο, η Αντιγόνη, του Ζαν Ανούιγ, μιλάει στο σήμερα, αγγίζει το σήμερα, ενσαρκώνοντας τις ελπίδες κάθε γενιάς και κάθε σκοτεινής περιόδου. Οι ήρωες κινούνται ως «κανονικοί» άνθρωποι με αξίες και επιχειρήματα. Δεν υπάρχει καλός και κακός, δεν διακρίνεις εύκολα τον αθώο και τον ένοχο, τον θύτη και το θύμα γιατί απλούστατα δεν υφίσταται σωστό και λάθος, εδώ.
          Η Μαρία Πρωτόπαππα κινεί τα νήματα μιας καλοστημένης πρόβας ως «Τροφός» και ως σκηνοθέτις με λεπτομέρεια πάνω στην καθάρια μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Θέατρο εν θεάτρω, και γινόμαστε μάρτυρες της παράστασης από την καλή και την ανάποδή της. Οι ηθοποιοί αφήνονται στα χέρια της κι εκείνη τους κατευθύνει. «Stop, ξανά, fast forward, κόψτε τη σκηνή»…οι σκηνοθετικές της εντολές θυμίζουν την απροκάλυπτη χαλιναγώγηση της υποτιθέμενης δημοκρατικής εξουσίας απέναντι στον «πολίτη - δούλο». Θέλει να ακουστεί ξεκάθαρα ο λόγος, για αυτό τοποθετεί τους ήρωες μετωπικά προς το κοινό, σε μια in-yer-face διαλεκτική. Η χρήση της νοηματικής γλώσσας, προφανώς, εξυπηρετεί το γεγονός ότι οι ήρωες δεν καταφέρνουν, τελικά, να συναντηθούν, μέσω διαλόγου. Δεν υπάρχει, μεταξύ τους, ουσιαστική επικοινωνία και ενσυναίσθηση. Και λειτουργεί ικανοποιητικά αυτό το εύρημα με τις έντονες χειρονομίες, γιατί το ανθρώπινο σώμα κρύβει μεγάλη δύναμη.
          Ολόλευκο, σχεδόν νεκρικό, το σκηνικό φόντο, της Εύας Νάθενα, με επτά διαφορετικές καρέκλες, σε άσπρο χρώμα, τρεις όμοιες πόρτες και επτά σωρούς πτωμάτων να κείτονται στο έδαφος, υπενθυμίζοντας ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα για τις πεποιθήσεις τους, εκεί όπου υπάρχει καταπίεση. Απολύτως συμβολικό, γιατί όλοι οι ήρωες είναι νεκροί, κατά βάθος και αμιγώς συνένοχοι. Τα κοστούμια της σε σκούρες αποχρώσεις, σαν μελάνι σε λευκό χαρτί, με μόνη εξαίρεση αυτό του χορού.
          Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, οργανικοί, στον συνολικό ψυχολογικό καμβά.
          Η μουσική, του Λόλεκ, πιστή, στο σκηνοθετικό όραμα.
          Απολαυστικός και συνάμα καθηλωτικός, ο πληθωρικός Χρήστος Στέργιογλου στον ρόλο του «Προλόγου – Χορού». Με ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα σχολιάζει, αναλύει, επεξηγεί τα πάντα σαν ένας νέος Γιάννης Τσαρούχης. «Η τραγωδία είναι ξεκούραστη, γιατί ξέρουμε, εξαρχής, ότι δεν υπάρχει ελπίδα», δίνει το τελειωτικό χτύπημα και η παράσταση ξεκινά, παρά τις δυσοίωνες εξαγγελίες.
          Η Κίττυ Παϊταζόγλου σκιαγραφεί την «Αντιγόνη» της με όλο το μεγαλείο και το εύρος των ψυχολογικών διακυμάνσεων της μικροκαμωμένης ηρωίδας της. Σπαραχτικά ανθρώπινη, τρέμει τον θάνατο, παλεύει με την ψυχή της, επαναστατεί για τον εαυτό της, δεν αντέχει να είναι το γρανάζι ενός σαθρού κόσμου, αρνείται να υποταχτεί σε κάθε είδους απάνθρωπης εξουσίας. Λέει «ΟΧΙ» και αυτό της κοστίζει θανάσιμα.
          Ο Γιάννης Τσορτέκης είναι ο «αδέκαστος» υπηρέτης της εξουσίας, ο δυναμικός, κυνικός, επαγγελματίας πολιτικός-ηγέτης που δε θέλει να χαλάσει το «image» του για κανέναν και για τίποτα. Ο «Κρέοντας» του σμιλεύεται αριστουργηματικά και είναι αποθέωση τη στιγμή που ρουφάει τις μπύρες δυο-δυο, όταν προσπαθεί να λογικέψει την ανιψιά του και όταν συζητάει καπνίζοντας με το γιο του.
          Ο «Αίμων», του Δημήτρη Μαμιού, είναι συγκινητικός, τη στιγμή που εκλιπαρεί τον Κρέοντα: «μπαμπά, κάνε με να σε θαυμάσω πάλι».
          O Δημήτρης Μαργαρίτης, η Αντριάνα Αντρέοβιτς και η Ηλέκτρα Μπαρούτα αποδεικνύονται συνεπείς στους μικρότερους ρόλους του έργου.
Άκου, στο Υπόγειο του «ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ», θα δεις θέατρο στα καλύτερά του. Μη χάσεις την «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», του Ζαν Ανουιγ, γιατί θα βγεις καλύτερος ως θεατής και, ίσως, λίγο καλύτερος και ως Άνθρωπος.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.