ΑΧΑΡΝΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΧΑΡΝΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.5/5 κατάταξη (13 ψήφοι)

Την κωμωδία του Αριστοφάνη "Αχαρνής" (στην αττική διάλεκτο), την οποία σκηνοθέτησε ο Κώστας Τσιάνος, παρακολούθησα στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Είναι το τρίτο κείμενο του Αθηναίου σατιρικού ποιητή και το αρχαιότερο που σώζεται ακέραιο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Λήναια (γιορτή προς τιμήν του Διονύσου) το 425 π.Χ. και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Βρισκόμαστε στον έκτο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου και οι Σπαρτιάτες με συνεχείς επιδρομές στα αγροτικά περίχωρα της Αθήνας, έχουν καταστρέψει τα αμπέλια, τις ελιές και τα οπωροφόρα, αναγκάζοντας τον αγροτικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τις εστίες και τις καλλιέργειές του και να καταφύγει στην ασφάλεια των Μακρών Τειχών. Ο Δικαιόπολις από τις Αχαρνές απηυδισμένος από τα δεινά του πολέμου είναι αποφασισμένος στην Εκκλησία του Δήμου να ζητήσει τη σύναψη ειρήνης με τη Σπάρτη. Στη συνέλευση οι καλοπληρωμένοι Αθηναίοι πρέσβεις που γυρίζουν από την Περσία δίνουν ασαφείς υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια και χρυσό από το βασιλιά της και ο Αμφίθεος που υποσχέθηκε ότι αν του παρασχεθούν τα απαραίτητα θα πάει στη Σπάρτη να συνάψει ειρήνη εκδιώκεται κακήν κακώς. Βλέποντας το διαμορφούμενο αδιέξοδο, ο Δικαιόπολις παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και στέλνει τον Αμφίθεο στη Σπάρτη να διαπραγματευθεί ατομική ειρήνη γι' αυτόν, την οικογένεια και τα υπάρχοντά του. Αυτός επιστρέφοντας προσφέρει στο Δικαιόπολι τρία "δείγματα" ειρήνης, από τα οποία επιλέγεται η τριανταετής ειρήνη. Οι συντοπίτες του εξαγριώνονται με τις ενέργειες του Δικαιόπολι, αλλά πείθονται εν τέλει να ακούσουν τα επιχειρήματά του πριν τον καταδικάσουν. Αυτός καταφέρνει και πείθει το μισό ημιχόριο, ενώ το δεύτερο καλεί για αρωγή το στρατηγό Λάμαχο. Η διαμάχη των δύο αντρών βρίσκει νικητή τον πρώτο, έχοντας κερδίσει βραβείο οινοποσίας, ενώ ο δεύτερος επιστρέφει σε κακή κατάσταση και τραυματισμένος από ατύχημα. Η απόδοση του κειμένου ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη.

Ο Κώστας Τσιάνος σκηνοθετεί την παράσταση, δίνοντας έναν έντονα διονυσιακό χαρακτήρα στην κωμωδία, ενισχύοντας το χορικό της κομμάτι, αλλά μην παραλείποντας με τις κωμικές της σκηνές να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα των μηνυμάτων του αρχαίου κειμένου. Η πολεμοκαπηλεία και η λαχτάρα των απλών ανθρώπων για ειρηνική ζωή δεν έχουν χάσει τη διαχρονικότητά τους και αποτελούν πάγιες ανάγκες της ανθρωπότητας ακόμα και σήμερα. Αυτά προβάλλει ο σκηνοθέτης μέσα από ένα συχνά παραληρηματικό, αλλά ουσιαστικό λόγο του Δικαιόπολι, τόσο στην Εκκλησία του Δήμου, όσο και στους συντοπίτες του. Δε λείπουν και κάποιες αχρείαστες, κλισέ αναφορές και κορώνες στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία της Ελλάδας, που ναι μεν αποσπούν ένα πρόσκαιρο χειροκρότημα, αλλά δε συγκινούν και δεν αποτελούν την ουσία του έργου. Οι κωμικές ατάκες συνεπικουρούνται και ενισχύονται από τα εξαιρετικά χορικά, στα οποία ο χορός δίνει τον καλύτερό του εαυτό, είτε με τη ζωντανή μουσική, είτε με το τραγούδι, είτε με την αρμονική του κίνηση. Τα κομμάτια αυτά αποτέλεσαν έναν άσο στο μανίκι του σκηνοθέτη, αφού φάνηκαν δουλεμένα στη λεπτομέρεια τόσο κινητικά, όσο και φωνητικά και απέδωσαν με πιστότητα το διονυσιακό χαρακτήρα του συγκεκριμένου έργου του Αριστοφάνη. Παρόλες τις όποιες λεκτικές υπερβολές, υπήρχε αρκετό μη προκατασκευασμένο χιούμορ στο λόγο, κάποιοι αυτοσχεδιασμοί και έξυπνα έμμετρα παιχνίδια με λέξεις και συλλαβές, χωρίς ακατάσχετο υβρεολόγιο και μια ζωντάνια στις περισσότερες ερμηνείες. Κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να ήταν πιο σύντομες και να αποφευχθούν κάποιες κοιλιές στη σχεδόν δίωρη διάρκεια της παράστασης, αλλά σα θεατής δε βαρέθηκα και παρακολούθησα τη ροή και την εξέλιξη της ιστορίας με ενδιαφέρον.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης, ένας ηθοποιός με αναμφισβήτητο κωμικό ταλέντο, αναλαμβάνει το ρόλο του Δικαιόπολι. Καταφέρνει να μπει στην ιδιοσυγκρασία του ήρωά του και να συνδυάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του με κάποιες προσωπικές πινελιές, ενώ δεν παραλείπει να "επικοινωνεί" δημιουργικά με το κοινό, κάνοντάς του κωμικές πάσες. Δεν αποφεύγει κάποιες λεκτικές και κινητικές υπερβολές και κάποιες κλισέ σκηνές, αλλά επανέρχεται γρήγορα στις ισορροπίες του ρόλου και τον ολοκληρώνει με στυλ και πληθωρικότητα.
Ο Παύλος Χαϊκάλης ερμηνεύει το στρατηγό Λάμαχο, με επιβλητική φωνή, καθαρή άρθρωση και ένα έντονο κωμικό ταμπεραμέντο. Ο ήρωάς του φλερτάρει με την καρικατούρα, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια, ενώ δε χάνει ποτέ την αιχμηρά σαρκαστική (στα όρια της κυνικότητας) του πτυχή και φαίνεται αξιολύπητος και απογυμνωμένος από το ψευδεπίγραφο ηρωικό του μανδύα στο φινάλε της παράστασης.
Ο Κώστας Κόκλας είναι απολαυστικός υποδυόμενος την Πλαγκόνα, τη γυναίκα του Δικαιόπολι, με μια χαριτωμένη κινησιολογική προσέγγιση να συνοδεύει τον τσαχπίνικο και μπριόζικο λόγο του. Αντίθετα, ως Μεγαρίτης ήταν υποτονικός και χωρίς πραγματική κωμική δυναμική, με τη σκηνή αυτή να είναι από τις πιο αδύναμες στη ροή του έργου.
Ο Τάκης Παπαματθαίου έπαιξε τη Μύρτιλα, την κόρη του Δικαιόπολι, ένα ρόλο που ένιωσα να του ταιριάζει γάντι, επαρκώς αστείο, αλλά χωρίς να οδηγήσει την ηρωίδα στη γελοιότητα. Παράλληλα, ήταν και ο Θηβαίος έμπορος, ο οποίος με κουτοπονηριά προσπαθεί να πουλήσει τις άσχημες κόρες του στο Δικαιόπολι, στον οποίο είχε μια δόση υπερβολής, κρατώντας όμως στο σύνολο το κωμικό του μέτρο.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης ερμήνευσε την Ειρήνη, τον Ευριπίδη και την κουμπάρα. Το δεύτερο στιγμιότυπο ήταν το μεγαλύτερό του σε διάρκεια και αυτό στο οποίο έδειξε να έχει κωμική χημεία με το Δικαιόπολι και να αποτυπώνει επιτυχημένα έναν κουρασμένο και εκκεντρικό τραγικό ποιητή. Ο χορός των Καρβουνιαραίων είχε κορυφαίο το Γρηγόρη Σταμούλη και μέλη του το Νίκο Βατικιώτη, τον Αλέξανδρο Ζουγανέλη, τον Παναγιώτη Καμμένο, τον Παναγιώτη Κατσώλη, τον Κώστα Κοράκη, τον Ηρακλή Κωστάκη, το Βαγγέλη Κυπαρίσση, τον Αλκιβιάδη Μαγγόνα, τον Παύλο Παυλίδη, το Μάριο Πετκίδη, το Γιώργο Τσουρουνάκη, το Χάρη Φλέουρα και το Χάρη Χιώτη. Συγκρότησαν μια δυναμική και συγχρονισμένη ομάδα, τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά, στην οποία δεν υπήρχαν ανορθογραφίες, ερμηνευτικοί εγωισμοί, ή κάποιος που να υστέρησε αποτελώντας κατ' εμέ, ένα από τα σημαντικότερα ατού της όλης προσπάθειας, παλλόμενοι από ενθουσιασμό και διονυσιακό πάθος. Ερμήνευσαν και κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, στους οποίους επίσης άφησαν ένα συμπαθητικό αποτύπωμα.
Ο Γρηγόρης Σταμούλης έκανε και τον Μπράτιμο, ο Νίκος Βατικιώτης ήταν ο Ψευτοαρτάβας, ο Αλέξανδρος Ζουγανέλης μαζί με το Βαγγέλη Κυπαρίσση έπαιξαν τις απολαυστικές κόρες του Μεγαρίτη που μεταμορφώθηκαν σε γουρουνίτσες (ο δεύτερος έπαιξε και έναν από τους πρέσβεις), ο Παναγιώτης Καμμένος ερμήνευσε τον Αγγελιοφόρο, ο Παναγιώτης Κατσώλης τον κήρυκα και το Νίκαρχο, ο Κώστας Κοράκης ήταν ένας αντιπαθέστατος Συκοφάντης, ο Ηρακλής Κωστάκης ο Υπηρέτης του Λάμαχου, ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας υποδύθηκε έναν από τους ευνούχους, αλλά και τον καλλικέλαδο κήρυκα του γλεντιού, ο Παύλος Παυλίδης ήταν ο αυστηρός χωροφύλακας, αλλά και ο Κηφισσοφώντας, ο υπηρέτης του Ευριπίδη, ο Μάριος Πετκίδης έπαιξε τον έτερο πρέσβη, αλλά και τον υπηρέτη του Θηβαίου εμπόρου, ο Χάρης Φλέουρας τον δουλικό και πρόθυμο Αμφίθεο, αλλά και το σπαρταριστό (κυριολεκτικά) Χέλι και ο Χάρης Χιώτης το δεύτερο ευνούχο, καθώς και τον πιστό Ξανθία, τον υπηρέτη του Δικαιόπολι. Σταμούλης, Καμμένος, Τσουρουνάκης, Κωστάκης, Ζουγανέλης και Κοράκης ερμήνευσαν και τους πρυτάνεις που σπρώχνονταν για την καλύτερη καρέκλα στην Εκκλησία του Δήμου.
Ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας (συγκρατήστε το όνομά του για το σύντομο μέλλον) έπαιξε και κλαρίνο, ο Κώστας Κοράκης ακορντεόν, ο Αλέξανδρος Ζουγανέλης φλογέρα, ο Πάνος Καμμένος νταούλι και ο Βαγγέλης Κυπαρίσσης ντέφι, με όλα τα όργανα να παίζονται ζωντανά στη σκηνή.

Η σκηνογραφία του Γιάννη Μετζικώφ λιτή και λειτουργική, με μία καλαμένια κατασκευή στο κέντρο της σκηνής να χρησιμοποιείται σαν είσοδος και έξοδος των ηθοποιών, καθώς και κατάλυμα του Δικαιόπολι, του Λάμχου και του Ευριπίδη, το κανόνι, σύμβολο του πολέμου, στο αριστερό τμήμα της και αρκετό ελεύθερο χώρο για να κινείται με άνεση ο χορός των καρβουνιαραίων.
Τα κοστούμια του ίδιου απέφυγαν γενικά μια μοντέρνα και σύγχρονη γραμμή, απεικόνισαν σωστά την εποχή και τους χαρακτήρες και είχαν ενιαία προσέγγιση.
Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου είχε λαϊκή χροιά, ένταση, δυναμισμό, ευτυχώς χωρίς να καταφύγει σε υπερβολές που θα μετέτρεπαν το λαϊκό πανηγύρι σε πίστα νυχτερινού κέντρου και μαζί με την προσεγμένη στη λεπτομέρεια χορογραφία των Έλενας Γεροδήμου και Κώστα Τσιάνου αποτέλεσαν τα εργαλεία ανάδειξης των πολύ καλών χορικών της παράστασης.
Η μουσική διδασκαλία είχε την επιμέλεια του Παναγιώτη Τσεβά.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου προτίμησαν γενικά πλάνα, χωρίς όμως να χάσουν τη σωστή εστίαση στους πρωταγωνιστές.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, είδα μια χαρακτηριστική κωμωδία του Αριστοφάνη, η οποία έμοιαζε με ένα κεφάτο λαϊκό πανηγύρι, στο οποίο η μουσική και η κίνηση συνδυάστηκαν εξαιρετικά με το λόγο. Η σκηνοθετική προσέγγιση προσπάθησε μέσα από τη σάτιρα να αποτυπώσει τα απλά, αλλά διαχρονικά μηνύματα του ποιητή σε σχέση με τον πόλεμο και την καπηλεία του, συχνά με έξυπνο χιούμορ και χωρίς πολλές και εμφανείς υπερβολές. Κοιλιές υπήρξαν, με κάποιες σκηνές να ρίχνουν το ρυθμό της εξέλιξης της ιστορίας, αλλά ήταν σχετικά βραχείας διάρκειας. Οι ερμηνείες στάθηκαν πιστές στις σκηνοθετικές οδηγίες, χωρίς καμία να καταλήξει στην καρικατούρα και στο σύνολό τους ήταν σε καλό επίπεδο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.