ΈΝΑΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΈΝΑΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το έργο του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν (Henrik Ibsen) "Ένας εχθρός του λαού" (En Folkefiende) σκηνοθετεί στο Studio Μαυρομιχάλη ο Φώτης Μακρής. Έκανε πρεμιέρα το 1882 και λαμβάνει χώρα σε μια Νορβηγική λουτρόπολη, όπου πολύς κόσμος βιοπορίζεται από τον τουρισμό που φέρνουν στην πόλη τα νέα, υπερσύγχρονα λουτρά για τα οποία υπερηφανεύεται η Δήμαρχος. Ο γιατρός των λουτρών αυτών και αδερφός της δημάρχου, ανακαλύπτει μετά από ενδελεχή έρευνα, ότι το νερό από το οποίο τροφοδοτούνται είναι μολυσμένο από λύματα που προέρχονται από τοπικά εργοστάσια (με ένα από αυτά να είναι το βυρσοδεψείο του πεθερού του). Θέλοντας να εξυπηρετήσει το κοινό καλό, προσπαθεί να δημοσιοποιήσει την αναφορά του στην τοπική εφημερίδα, με τον διευθυντή της και τον εκπρόσωπο της μεσαίας τάξης της πόλης να τάσσονται αρχικά με το μέρος του. Η δήμαρχος μόλις μαθαίνει τις προθέσεις του και προβάλλοντας το τεράστιο κόστος των πιθανών αλλαγών και τον αντίκτυπο που θα έχει το μακροχρόνιο κλείσιμο των λουτρών για την πόλη, παίρνει τον τύπο και την κοινή γνώμη με το μέρος της κι αποφασίζουν να συγκαλύψουν την αλήθεια, κατηγορώντας τον αδερφό της για εχθρό του λαού και απομονώνοντάς τον από τους πάντες στην πόλη. Η σύγκρουσή τους θα είναι επώδυνη και σ' αυτή διακυβεύονται τόσο οι οικογενειακοί δεσμοί, όσο και η αντοχή του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου της πόλης.
Η μετάφραση είναι του Ερρίκου Μπελιέ και κρατά το κείμενο σε μια γλώσσα σύγχρονη, στρωτή, προβάλλοντας εύστοχα τους προβληματισμούς του συγγραφέα, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία του, που το φρέσκαρε και του έδωσε μια πιο σύγχρονη και ευέλικτη φόρμα έκαναν ο σκηνοθέτης μαζί με τη Στέλλα Κρούσκα.

Ο Φώτης Μακρής στη σκηνοθεσία της παράστασης κρατά έντονο τον πολιτικό χαρακτήρα του κειμένου και βασίζει τη ροή της σε διαρκείς αντιθέσεις και δίπολα, με στόχο να τροφοδοτήσει τον προβληματισμό στον θεατή. Ο κεντρικός θεματικός άξονας του έργου βασίζεται στη σύγκρουση της μειοψηφίας με την πλειοψηφία, του ατομικού καλού (και κακού) με το συλλογικό. Τα προφίλ των πρωταγωνιστών είναι ρεαλιστικά και σύγχρονα και χτίζονται αργά και εξελικτικά, με αρετές και αδυναμίες, με ισχυρές και αδύνατες πλευρές. Η σχετικότητα του δίκαιου και του άδικου, του καλού και του κακού, του θεμιτού και του αθέμιτου, του νόμιμου και του παράνομου κρατιούνται σε μία ευαίσθητη ισορροπία, όπου τα όρια αλλάζουν συνέχεια και οι ήρωες βρίσκονται να κινούνται συνεχώς από τον ένα πόλο στον άλλο. Ο λόγος σκληρός, αιχμηρός, έρχεται συχνά σε ευθεία σύγκρουση με το συναίσθημα. Υπήρξαν σύντομες κωμικές ανάσες που συχνά αποφόρτιζαν μέρος της έντασης που συσσώρευαν ορισμένες σκηνές, αν και δεν ήταν όλες εξίσου πετυχημένες, με κάποιες να φλερτάρουν με την καρικατούρα. Οι σιωπές χρησιμοποιήθηκαν σωστά, τόσο για να δοθεί έμφαση στα βαθύτερα νοήματα του κειμένου, όσο και για να φτάσουν κάποιες από τις συγκρούσεις των ηρώων στην κορύφωσή τους. Οι σκηνές σύντομες και περιεκτικές, χωρίς να κουράζουν, αν και μερικές αλλαγές σκηνικών δημιούργησαν ένα μικρό χρονικό χάσμα, παρόλο που επενδύθηκαν έξυπνα με δυνατή ροκ μουσική. Στα μεγάλα ερωτήματα και διλήμματα η σκηνοθετική οπτική δεν παίρνει σαφή θέση, αλλά αναλύει με επάρκεια τα δεδομένα και αφήνει μια αμφισημία να πλανάται, δίνοντας στον θεατή (που αποτελεί και τον τελικό αποδέκτη των νοημάτων) τροφή για σκέψη.

Η Στέλλα Κρούσκα αναλαμβάνει τον ρόλο της Δημάρχου της λουτρόπολης, καταφέρνοντας η ηρωίδα της να συνδυάζει την ανασφάλεια και τη φιλαρέσκεια της γυναίκας, με την αλαζονεία και την κυνικότητα της εκλεγμένης κεφαλής της πόλης. Από τη μια πλευρά είναι η συμπαθής και συμπονετική αδερφή και θεία, μια γυναίκα που χρειάζεται τους δικούς της ανθρώπους για να ξεφεύγει από τη σκληρή καθημερινότητα των πολλών ευθυνών και από την άλλη το άκαμπτο και αδίστακτο πρόσωπο της εξουσίας που δε θα σταματήσει πουθενά. Έχοντας πολύ καλό έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και χωρίς να καταφύγει σε κορώνες ή υπερβολές, απέδωσε πολύ ικανοποιητικά μια σχεδόν διχασμένη προσωπικότητα.
Ο Φώτης Μακρής υποδύθηκε τον αδερφό της, τον γιατρό Στόκμαν, που ανακαλύπτει τα μολυσμένα νερά και θεωρεί καθήκον του να προστατεύσει τη δημόσια υγεία, με όποιο κόστος. Συχνά με το φευγάτο και λίγο αφηρημένο ύφος του επιστήμονα, με πάθος και φλόγα για τις απόψεις του, αλλά και αφοσίωση για την οικογένειά του, πλάθει ένα χαρακτήρα με ιδιαιτερότητες, τον οποίο η μεταστροφή της κοινής γνώμης της πόλης εναντίον του τον πιάνει απροετοίμαστο και ανέτοιμο να την αντιμετωπίσει. Την εναντίον του μαζική επίθεση την αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα, αλλά και μια εγγενή αφέλεια, ενώ η κατά μέτωπον αντιπαράθεση με την αδερφή του αφήνει πολλές ανοιχτές πληγές.
Ο Γιώργος Κυριαζόπουλος είναι ο Χόφστατ, ο διευθυντής της τοπικής εφημερίδας και άνθρωπος με "ευέλικτες" ηθικές αξίες. Από υποστηρικτής του γιατρού και πολέμιος της Δημάρχου, κάνει στροφή 180 μοιρών, ακολουθώντας τα προσωπικά του συμφέροντα. Αν και δεν απέφυγε κάποιες μικρές υπερβολές στην ερμηνεία, κατάφερε να αποδώσει με επάρκεια την κυνικότητα του ήρωά του, το πάγωμα των συναισθημάτων του προς την πρώην αγαπημένη του (και κόρη του Στόκμαν) και την απουσία σταθερών και αξιών στη ζωή του.
Ο Άρης Λεοντόπουλος ερμήνευσε τον Άζλακσεν, εκδότη της τοπικής εφημερίδας και εκπρόσωπο μιας μικροαστικής πλειοψηφίας στην πόλη. Με την πρώτη του ιδιότητα έβαλε με πειστικό τρόπο αδιέξοδα και τελεσίγραφα στη δουλειά του Χόφστατ, αλλά στη δεύτερη, ο λόγος και τα αστεία του είχαν επαναληπτικότητα, το σκηνικό του στήσιμο ήταν αμήχανο και φλέρταρε συχνά με την καρικατούρα.
Η Κλεοπάτρα Τολόγκου έπαιξε την κυρία Στόκμαν, σύζυγο του γιατρού. Γλυκιά, ευαίσθητη, ανθρώπινη, υπομένει τους συχνά απότομους τρόπους του άντρα της και στέκεται δίπλα του απόλυτα υποστηρικτική, αφοσιωμένη συνοδοιπόρος σε όλες του τις αποφάσεις.
Η Μαριέλα Δουμπού ήταν η Πέτρα, κόρη των Στόκμαν και δυναμική θιασώτης των ιδεών του πατέρα της. Χαριτωμένη, με μία σχεδόν κοριτσίστικη ανεμελιά (ίσως έναν τόνο πιο έντονη απ' όσο θα την ήθελα), αλλά και ανυποχώρητη στα πιστεύω της.
Στο ρόλο του Κίιλ, πεθερού του Στόκμαν και ιδιοκτήτη του βυρσοδεψείου που ευθύνεται για σημαντικό μέρος της μόλυνσης των υδάτων, ο Νίκος Αργυριάδης (τον οποίο παρακολούθησα) και ο Γιάννης Γαβρίλης (σε διπλή διανομή). Σκληρός, αδίστακτος, χωρίς να υπολογίζει συγγενικούς δεσμούς χρησιμοποιεί την όλη αντιπαράθεση των δύο αδερφών προς ίδιον όφελος.

Το σκηνικό της Μαρίας Μπενάκη περιλαμβάνει ένα δίτροχο Segway για την είσοδο και την έξοδο της Δημάρχου από τη σκηνή και διάφορα μικρά σκηνικά αντικείμενα, τα οποία είναι όλα μετακινούμενα, αφήνοντας αρκετό ελεύθερο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών, αλλά και μια παράλληλη αίσθηση "άδειου χώρου" σε κάποιες σκηνές. Τα κοστούμια της ίδιας, απλά και σύγχρονα, ακολούθησαν μια λιτή γραμμή.
Η Στέλλα Κρούσκα στη μουσική επιμέλεια, εμπλούτισε όμορφα κάποιες αλλαγές σκηνών και ορισμένες κορυφώσεις με δυνατή ροκ μουσική, που ταίριαξε απόλυτα με την αισθητική της παράστασης.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές των διαδοχικών αντιπαραθέσεων του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Studio Μαυρομιχάλη παρακολούθησα μια σύγχρονη εκδοχή ενός κατεξοχήν πολιτικού έργου του Ίψεν, με την εξουσία να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο, προσπαθώντας να συντρίψει την όποια αντίδραση του ατόμου ή της μειοψηφίας. Η σκηνοθετική προσέγγιση προβάλλει τα πάντα επίκαιρα νοήματα του κειμένου, τη σχετικότητα του δίκαιου και του άδικου, ενώ δεν παίρνει απόλυτη θέση, αφήνοντας χώρο για σκέψη στο θεατή. Οι συγκρούσεις των χαρακτήρων είναι συνεχείς και συχνά αμείλικτες, η ροή της ιστορίας έχει μέτρο και ισορροπία, χωρίς να κάνει κοιλιές στην εξέλιξή της. Οι ερμηνείες στέκονται σε υψηλό επίπεδο, η ομάδα έχει ρυθμό και ομοιογένεια και όλοι μαζί συμβάλλουν σε μία συνεπή και αξιοπρεπή θεατρική πρόταση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.