ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (10 ψήφοι)

Το θεατρικό έργο του Ιταλού δραματουργού Λουίτζι Πιραντέλο (Luigi Pirandello) "Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε" (Così è (se vi pare)) σκηνοθετεί στο Θέατρο Τόπος Αλλού ο Νίκος Καμτσής. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1916 και αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα του τιμημένου με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1934) συγγραφέα. Η θεωρία της σχετικότητας όπως τη διατύπωσε ο Αϊνστάιν μπορεί να βρει εφαρμογή και στον κοινωνικό χωροχρόνο και να αποδείξει ότι δεν υπάρχει "αντικειμενική" ή "μοναδική" αλήθεια, αλλά σε όλα μπορούμε να ανακαλύψουμε μία παράλληλη διάσταση ή θεώρηση. Ένα γκροτέσκο σκηνικό πείραμα μπορεί άλλωστε να μας πείσει για την αλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Σε μία σχετικά μικρή κοινωνία καταφτάνουν καινούργιοι γείτονες, με τον άντρα να εγκαθιστά τη γυναίκα του σε άλλο διαμέρισμα και τη μητέρα της να επικοινωνεί με την κόρη της από το πεζοδρόμιο. Το ενδιαφέρον και το κουτσομπολιό για τις ιδιαιτερότητες της συμπεριφοράς τους φουντώνουν και μια παρέα ανθρώπων καταθέτουν ο καθένας τη δική του άποψη για το τι πραγματικά συμβαίνει, προσπαθούν να ανακαλύψουν την αλήθεια και να αποφασίσουν τι στάση να κρατήσουν απέναντι σε αυτή. Η απόδοση και η διασκευή του κειμένου έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη, έχει γλώσσα απλή και κατανοητή και κρατά ανέγγιχτο το νοηματικό ιστό, το χιούμορ και την κριτική του διάθεση.

Ο Νίκος Καμτσής στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης δημιουργεί ένα αστικό μικρόκοσμο μιας μικρής κοινωνίας, όπου η αλήθεια ανατρέπεται από στιγμή σε στιγμή και η ανθρώπινη περιέργεια τείνει να πάρει κανιβαλικές διαστάσεις. Τους θεατές υποδέχεται με ευφρόσυνη διάθεση ο κύριος Λαουντίζι πίνοντας το τσάι του και μια εντυπωσιακή σκηνική εγκατάσταση (την οποία προτιμώ να μην αποκαλύψω) με τους "πρωταγωνιστές" του κοινωνικού περίγυρου της πόλης όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Οι αρχές της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν εφαρμόζονται με έναν παιγνιώδη και σκαμπρόζικο τρόπο στις ανθρώπινες σχέσεις και στην οπτική της αλήθειας την οποία υιοθετεί ο καθένας. Οι ήρωες φλερτάρουν συνεχώς με τις καρικατούρες των εαυτών τους, αμφιταλαντεύονται μεταξύ των εκδοχών της αλήθειας και αναζητούν τα σύνορα μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Οι κωμικές πινελιές είναι οι κυρίαρχες στο έργο, αλλά δε λείπει η καυστική ματιά και η κριτική της ευκολίας με την οποία η "μάζα" άγεται και φέρεται από την εκάστοτε επικρατούσα "αλήθεια". Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η εναλλαγή των σκηνών δε δημιουργεί κενά στην εξέλιξη της ιστορίας και τα στοιχεία του δραματικού, του αστείου και του γκροτέσκου συνυπάρχουν στις σωστές αναλογίες κρατώντας ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού μέχρι το τέλος. Η ερμηνευτική ομάδα ήταν συμπαγής, συντονισμένη και με πολύ καλή σκηνική χημεία.

Η Μάνια Παπαδημητρίου παίζει την κυρία Φρόλα, την πεθερά των νεοφερμένων και τη μία πρωταγωνίστρια του παιχνιδιού της σχετικότητας της αλήθειας. Αφήνει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου να πλανιέται γύρω από το άτομό της, ενώ δεν της λείπει ο μαγνητισμός της ταλαιπωρημένης αλλά με ψυχικά αποθέματα γυναίκας. Εναλλάσσει με άνεση και φυσικότητα την ένταση του λόγου, τις εκφράσεις, το λίκνισμά της, κερδίζει τη συμπάθεια των γύρω της και τους αιχμαλωτίζει στον ιστό της αλήθειας που αυτή παρουσιάζει.
Ο Νίκος Καραστέργιος στο ρόλο του κυρίου Πόντζα αποτελεί το δεύτερο ήμισυ του διδύμου ψέματος-αλήθειας. Αντιμάχεται τη γυναικεία πειστικότητα και γοητεία με ορθολογιστική σκέψη, επιχειρήματα, αλλά και μία διάθεση συνωμοσιολογίας. Αντικρούει την αμφισβήτηση με ισχυρό και αναλυτικό λόγο, αλλά και μια φοβική αθωότητα στο βλέμμα και την κίνηση, δημιουργώντας ένα ρεαλιστικό αντρικό αντίβαρο στα γυναικεία θέλγητρα.
Ο Γιάννης Λασπιάς είναι ο Λαουντίζι, ο αφηγητής που μας αναλύει με απλά λόγια τη θεωρία της σχετικότητας, αλλά και αυτός που συντονίζει την εφαρμογή της στους χαρακτήρες του έργου. Με άνεση λόγου, καθαρή άρθρωση, παιγνιώδη διάθεση γίνεται ένα είδος χαριτωμένου κοινωνικού κονφερασιέ, αλλά και η ανελέητη κριτική ματιά στη ματαιότητα της αναζήτησης της αντικειμενικής αλήθειας, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της εξέλιξης της ιστορίας.
Ο Πασχάλης Μερμηγκάκης ερμηνεύει τον κύριο Αγκάτσι, τον υψηλόβαθμο αξιωματούχο που επιχειρεί να βάλει τάξη στις φήμες για τους νεοφερμένους. Πλάθει έναν πολύ συμπαθή μικροπαράγοντα της πόλης που δίνει σημασία στο κύρος και την αξιοπρέπεια της οικογένειάς του, χωρίς όμως να μπορεί να ξεφύγει από την μικροαστική νοοτροπία του δημοσίου λειτουργού.
Η Λαμπρινή Θάνου υποδύεται την κυρία Αγκάτσι, μία τυπική κοκέτα και κουτσομπόλα κυρία που θέλει να ανήκει στον καλό κόσμο, να μη διαφεύγει τίποτα της προσοχής της και να έχει λόγο σε όλα. Με έναν έντεχνα επιτηδευμένο λόγο και μια γλυκιά αδεξιότητα στην κίνηση ανταποκρίνεται με πληρότητα στις απαιτήσεις της ηρωίδας της.
Η Άντα Κουγιά κρατά το ρόλο της νεαρής δεσποινίδας Αγκάτσι, που κουβαλά τα μικροαστικά σύνδρομα των γονιών της, αλλά και το βαρίδι των παραπανίσιων της κιλών. Δείχνει να παλεύει μέσα της μια καταπιεσμένη παιδικότητα, αλλά και μια αδημονία ένταξής της στον κύκλο των κυριών της καλής κοινωνίας.
Ο Δημήτρης Νικολόπουλος και η Ασημένια Παπαδοπούλου ως κύριος και κυρία Σιρέλλι, αποτυπώνουν επιτυχημένα ένα τυπικό ζεύγος κουτσομπόληδων που η γνώμη και ετυμηγορία τους για τα γεγονότα αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με την πλευρά της αλήθειας που τους αποκαλύπτεται.
Τέλος, η Βίκυ Αθανασίου ερμηνεύει την κυρία Τσίνι, άλλο ένα "επίτιμο" μέλος της συντροφιάς των κυριών που ψάχνουν επιμόνως απαντήσεις στα ερωτήματα της περιέργειάς τους.

Το σκηνικό της Μίκας Πανάγου εκμεταλλεύεται άριστα το διαθέσιμο χώρο της σκηνής, αφήνει ελευθερία κίνησης στους ηθοποιούς και με την εφευρετικότητά του αποτελεί ένα από τα ισχυρά χαρτιά της παράστασης.
Τα κοστούμια της ίδιας έδωσαν τόνο εποχής, είχαν αισθητική, κομψότητα, αλλά και μια υφέρπουσα ειρωνεία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Τη μουσική φροντίδα είχε ο Χρήστος Ξενάκης, τονίζοντας τις κορυφώσεις του έργου και δίνοντας έμφαση στα λεπτά όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύδους.
Η επιμέλεια της κίνησης ήταν των Ania Giniewska και Marek Kosciolek και έδωσαν προσοχή στη λεπτομέρεια και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Ο σχεδιασμός των φωτισμών έγινε από το σκηνοθέτη.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Τόπος Αλλού, είδα μια παράσταση ενός από τα γνωστότερα έργα του Luigi Pirandello, που διατήρησε ατόφιο όλο το θεματικό του πυρήνα και τον υποστήριξε με μια περιπαικτική και καυστική ματιά, που συνδύασε χιούμορ και κριτική διάθεση. Είχε καλό ρυθμό, γρήγορες αλλαγές σκηνών και εικόνων, ένα πανέξυπνο σκηνικό και μια δυνατή ερμηνευτική ομάδα που αποτύπωσε με κέφι, διάθεση και ταλέντο τους ήρωες του έργου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.