ΦΑΟΥΣΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΦΑΟΥΣΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.9/5 κατάταξη (11 ψήφοι)

Το γνωστότερο έργο του Γκαίτε, το ΦΑΟΥΣΤ σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις, όπου ένα λογοτεχνικό κείμενο-σύμβολο με φιλοσοφική προέκταση, αναζητά την κατάλληλη δραματουργική επεξεργασία, ώστε να παρουσιαστεί στη σκηνή χωρίς σοβαρές εννοιολογικές απώλειες, αλλά και με τα νοήματα, τις σκέψεις και τις αναζητήσεις του να παραμένουν ακέραια, να προβάλλονται δεόντως και να αποτελούν πρόκληση για το θεατή. Ο Φάουστ παρόλο που είναι σοφός και κατέχει τη γνώση δείχνοντας ολοκληρωμένος, αποτελεί γνήσιο τέκνο της ανθρώπινης βουλιμίας για την αναζήτηση της απόλυτης εμπειρίας, την οποία θέλει να ζήσει και να βιώσει βαθιά μέσα του, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το τίμημα που μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει, για να προσεγγίσει το αδύνατο. Είναι ένας ήρωας απελπισμένος, ανικανοποίητος, με πάθη που δεν μπορεί να διαχειριστεί, ο οποίος κατακλύζεται από ενέργεια που θέλει να διοχετεύσει σε νιάτα και έρωτα, πιστεύοντας ότι έτσι θα νιώσει πλήρης. Αποζητά μία στιγμή που θα του φανερώσει το νόημα του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κάνει τη συμφωνία με το Μεφιστοφελή για τα δύο αυτά, ουσιαστικά στοιχηματίζοντας την ίδια του τη ζωή και δωρίζοντάς την σε αυτόν σαν αντάλλαγμα.

Το κείμενο βασίζεται σε μία διασκευή του Σπύρου Ευαγγελάτου για την παράσταση του 2000 του Αμφιθεάτρου. Δεν υπάρχει έμμετρος λόγος (ίσως γιατί θα ήταν αντιεμπορικός;), αλλά μια σχετικά στεγνή και βαριά απόδοση, μονότονη, άχρωμη και χωρίς αίσθηση ροής και συνέχειας, που συχνά με αποπροσανατόλισε και με κούρασε.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μία νέα σκηνοθέτης με αρκετή εμπειρία πλέον, που μας έχει αποδείξει στο πρόσφατο παρελθόν, ότι μπορεί να διαχειριστεί "δύσκολα" κείμενα και να τα προσαρμόσει σε μια σύγχρονη προβληματική.

Ο Γκαίτε έχει στο έργο του κωμικά και δραματικά στοιχεία, τα οποία δένει αρμονικά με το στοχασμό και την εσωτερική αναζήτηση, χωρίς κανένα να χάσει την αυθύπαρκτη υπόστασή του. Στην παράσταση υπάρχει μια άνιση κατανομή των τριών αυτών στοιχείων, όχι όσον αφορά το ποσοστό συμμετοχής τους σε αυτή, αλλά κυρίως στην ποιοτική τους κατανομή και την ανισορροπία με την οποία διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να συνδέονται ενεργά και να δένουν μεταξύ τους. Οι εικόνες που δημιουργεί μία ανάγνωση του Φάουστ έχουν εδώ μία μάλλον παραθετική σκηνική απόδοση, αντί για μία ουσιαστική, "ζωντανή" και γεμάτη πάθος προσέγγιση. Δεν υπάρχει ένταση, λείπουν οι ακραίες αντιθέσεις και τις περισσότερες τις παρακολούθησα μάλλον με στωικότητα, παρά με διάθεση συμμετοχής σε αυτές.

Το βαρύ και γεωμετρικό σκηνικό χρησιμοποιείται έξυπνα με ποικίλους τρόπους κατά τη διάρκεια της παράστασης, αποτελώντας ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη σκηνοθέτιδα, για να επινοήσει και να δημιουργήσει νέους σκηνικούς χώρους και νέα επίπεδα δράσης.

Σε όλα αυτά δείχνει όμως να λείπει το πάθος, η δυναμική, η ψυχή, τα οποία υπάρχουν μεν σε ένα πρώτο λεκτικό επίπεδο, αλλά απουσιάζουν εντελώς από το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της παράστασης.

Έτσι μετά το αρχικό ενθουσιώδες ξεκίνημα, η σκηνοθέτης δείχνει να συμβιβάζεται με το έργο, αντί να σκάψει βαθύτερα σε αυτό, να ανακαλύψει και να προβάλλει νέες κρυμμένες πτυχές του.

Οι φρέσκες ιδέες λιγοστεύουν οι σκηνικές εκπλήξεις λείπουν εντελώς, φτάνοντας σε ένα τέλος "κουρασμένο" και συμβατικό.

Η χρήση των μικροφώνων στη σκηνή του κοινού τραγουδιού Φάουστ και Μεφιστοφελή, με απαράδεκτα κακή ακουστική, αποτέλεσε σκέτη ηχορύπανση, ενώ και οι χορικές σκηνές, όπως η Νύχτα της Βαλπούργης, όπου νέοι με ομοιόμορφα εσώρουχα επιδίδονται σε ένα φρενήρη χορό, παραπέμποντας σε σεξουαλική συνεύρεση, αν και είχαν ένταση και πάθος δε συνέλαβαν το πλήρες νόημα της λειτουργικής τους ύπαρξης στην παράσταση, έχοντας μια μονοτονία (παρά την εξαιρετική δουλειά στην ηχητική σύνθεση) και δίνοντας έμφαση στο υλιστικό κομμάτι, αφιερώνοντας αντίστοιχα μικρό κομμάτι στην εικόνα της βίας και της ασχήμιας της σύναξης των Δυνάμεων του Κακού, που ο Γκαίτε ήθελε να αναδείξει.

Γενικότερα, η σκηνοθεσία είχε κάποιες αρχικές ιδέες, τις οποίες έκανε πράξη στο σκηνή, αλλά στερήθηκε αυτή τη φορά την πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα που χρειαζόταν η παράσταση για να κάνει το παραπάνω βήμα. Έδειξε να ξύνει λίγο την επιφάνεια και να μην εμβαθύνει, ώστε να παρουσιάσει μία θεατρική εμπειρία που θα καθήλωνε το κοινό και θα το αιχμαλώτιζε στον ιστό της.

Ο Νίκος Κουρής, σε μία ώριμη ηλικία πλέον, έχει πάρει την απόφαση να αναμετράται με ρόλους-πρόκληση και σίγουρα ο Φάουστ είναι ένας από αυτούς. Παρ' όλη την πολύ καλή τοποθέτηση του σώματός του στην κίνηση, του ηχοχρώματος της φωνής του στο λόγο και τη δουλειά που έκανε στην κατανόηση του ρόλου, δε μου έδειξε να τον ζει πραγματικά και να μπορεί να του δώσει φλόγα μέσα από την ερμηνεία του. Τεχνικά ήταν σωστός, αλλά έλειπε η εσωτερική δύναμη που θα αναδείκνυε την όλη ματαιότητα του εγχειρήματος του χαρακτήρα του και της απελπισίας που θα δονούσε την καρδιά του θεατή. Η σκηνική του χημεία με το Μεφιστοφελή, αλλά και με το γυναικείο χαρακτήρα της Μαργαρίτας δεν είχε πάντα παλμό και ένταση, αλλά συχνά απλά συνυπήρχαν, χωρίς ο λόγος να συνοδεύεται από αντίστοιχο συναίσθημα.

Ο Αργύρης Πανταζάρας στην ερμηνεία του ως Μεφιστοφελή, ανακύκλωσε όλα αυτά που τον έχουμε δει να κάνει στο παρελθόν σε άλλους ρόλους του, χωρίς να προσθέσει κάτι νέο. Αδιάκοπο και συχνά ανούσιο τρέξιμο στην σκηνή, λόγος καταιγιστικός και έντονος, αλλά συχνά άχρωμος και επίπεδος, χωρίς εκείνα τα συστατικά, τα οποία θα κρατήσουν την εγρήγορση του θεατή διαρκώς ενεργή. Η χυδαία γοητεία που όφειλε να αναδίδει η παρουσία του στη σκηνή, αντικαταστάθηκε από κάποιες λεκτικές κορώνες και κάποια μικρά (και ίσως φτηνά) αστεία, τα οποία δεν εξυπηρέτησαν καθόλου την ποιότητα της ερμηνείας του. Τις δυνατότητες για περαιτέρω εξέλιξη τις έχει αναμφισβήτητα, απλά πρέπει να πάψει να παρασύρεται στις ίδιες νόρμες, οι οποίες αναπόφευκτα θα κουράσουν.

Η Νάνσυ Σιδέρη παίζοντας τη Μαργαρίτα, έβγαλε στη σκηνή όλη την παιδικότητα και την αθωότητα που κρύβει αυτός ο ρόλος, ο οποίος πέφτει θύμα της ερωτικής πολιορκίας του Φάουστ. Μετά τις πρώτες σκηνές όμως, θα έπρεπε να τον είχε εμπλουτίσει με μία υφέρπουσα θηλυκότητα και γοητεία, εγκαταλείποντας το στερεότυπο της αθώας παιδίσκης. Σχετικά μονοδιάστατος ο χαρακτήρας, δεν είχε και αυτός την εσωτερικότητα και το πάθος που απαιτούσε το κείμενο.

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου ήταν η Μάρθα, η φίλη της Μαργαρίτας, η οποία είχε μια ευχάριστη ανεμελιά και ελαφράδα στην ερμηνεία της, η οποία αποτέλεσε μια νότα-ανάσα στην όλη τραγικότητα του έργου και ήταν συνεπής σε αυτή μέχρι το τέλος.

Ο Ερρίκος Μηλιάρης στο μικρό ρόλο του Βάγκνερ, με μία ελαφρώς μπουφόνικη προσέγγιση, δε με έπεισε ότι συνειδητοποίησε πλήρως τις απαιτήσεις του ρόλου αυτού και ότι τον δούλεψε σε βάθος.

Την ερμηνευτική ομάδα συμπληρώνουν οι Κλήμης Εμπέογλου, Καλλιόπη Παναγιωτίδου και Αγησίλαος Μικελάτος, οι οποίοι με θετικά και αρνητικά στοιχεία ολοκλήρωσαν την αλυσίδα, ενώ σημαντικό ρόλο στις χορογραφημένες σκηνές παίζουν και οι τριάντα σπουδαστές του Πειραϊκού Συνδέσμου που συμμετέχουν στην παράσταση.

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη αν και λίγο βαρύ και κάποιες φορές απειλητικό, είναι λειτουργικό και δημιουργεί όχι μόνο νέα σκηνικά, αλλά και νοητικά επίπεδα στη ροή της παράστασης.

Σε συνδυασμό δε με την πραγματικά εξαιρετική δουλειά στους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ, που δεν αρκέστηκε απλά να φωτίσει και να "αποκαλύψει" τους χαρακτήρες, αλλά δημιούργησε νέα σκηνικά μονοπάτια, το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν υψηλών προδιαγραφών.

Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, ανταποκρίθηκαν πλήρως στις προδιαγραφές των ηρώων του έργου, ενώ η μουσική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου στα χορογραφημένα κομμάτια, στάθηκε άλλο ένα ατού της παράστασης.

Οι χορογραφίες αποτελούν έμπνευση της Πατρίσιας Απέργη.

Συμπερασματικά, η φιλόδοξη παράσταση που στήθηκε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, παγιδεύτηκε εν μέρει στην ίδια της την υψηλή φιλοδοξία. Το κείμενο δεν κατάφερε να αιχμαλωτίσει στη δίνη της τραγικότητάς του το θεατή, ενώ και η σκηνοθεσία υπήρξε γενικά άνευρη και χωρίς την προσήκουσα δημιουργική φαντασία. Οι ερμηνείες αν και τεχνικά άρτιες, δεν είχαν τη φλόγα και την πληθωρικότητα συναισθημάτων που εκπέμπουν οι χαρακτήρες του Γκαίτε και δεν είχαν το ανάλογο ειδικό βάρος και την προσωπική σφραγίδα των ερμηνευτών. Έτσι μπορώ να πω ότι είδα μία παράσταση που απλά επιβιώνει και επιπλέει, αντί να απογειώνεται και να συναρπάζει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.