ΦΩΝΑΖΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΦΩΝΑΖΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, παρουσιάζεται η παράσταση ΦΩΝΑΖΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ένα κείμενο της Χιμένα Εσκαλάντε, σε σκηνοθεσία της Esther Andre Gonzalez.

Δώδεκα μικρές ιστορίες, σαν αυτοτελή επεισόδια, μεταξύ δύο γυναικείων χαρακτήρων σε διαφορετικούς χωρόχρονους, αλλά και με διαφορετικές σχέσεις και εξαρτήσεις των χαρακτήρων μεταξύ τους, που μπορεί να μη συνδέονται μεταξύ τους με προφανή τρόπο, αλλά με μία βαθύτερη τάση αυτοκριτικής και εμβάθυνσης στα ενδότερα του είναι τους.

Σύζυγος, κόρη, ερωμένη, αδερφή, γιαγιά, εγγονή, νύφη, μητριά σε μικρές ιστορίες, με τις οποίες επιχειρούν να ταυτίσουν τους θεατές με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που θα τους γεννήσουν οι ιστορίες αυτές. Κάτω από τον ίδιο ουρανό που όλοι συμβιώνουμε, αποκαλύπτουν τις κρυφές τους πτυχές, αναμετρώνται με τις αδυναμίες τους και καλούνται να συμφιλιωθούν με τον εσωτερικό τους κόσμο ή και το ίδιο τους το φύλο.

Η μετάφραση του κειμένου στρωτή και κατανοητή και ο λόγος σαφής και συχνά αιχμηρός.

Η Esther Andre Gonzalez σκηνοθετεί το κείμενο αυτό, ακολουθώντας το μοτίβο που υπαγορεύει το κείμενο, δηλαδή σύντομες και ει δυνατόν περιεκτικές ιστορίες-εικόνες στις οποίες δύο ρόλοι γυναικείοι, φιλικοί ή συγγενικοί συγκρούονται στην προσπάθεια αναζήτησης λύσεων και διεξόδων ζωής. Τα ονόματα των ηρωίδων δεν έχουν καμμία σημασία, μόνο η μεταξύ τους σύνδεση.

Η εντύπωση που αποκόμισα από το όλο εγχείρημα είναι ότι παρακολούθησα δώδεκα ιστορίες, οι οποίες δεν πρόλαβαν να αναπτυχθούν, να εξελιχθούν και εν τέλει να επικοινωνήσουν με το θεατή, καθώς εν τάχει αναλύεται μια προβληματική στην καθεμία και αυτόματα σχεδόν, χωρίς ανάσα, περνάμε στην επόμενη. Το ίδιο συνέβη και με τη χαρά, τη λύπη, τον πόνο, τον έρωτα, το θυμό, το φόβο ή όποιο άλλο συναίσθημα γεννήθηκε. Φυσικά το να αναπτυχθούν επαρκώς όλες οι ιστορίες θα ήταν ενάντια στην οικονομία του θεατρικού χρόνου, γιατί τότε θα μιλούσαμε για μία πολύωρη παράσταση, αλλά πάλι η τηλεγραφική αποτύπωσή τους στη σκηνή στην αρχή με ξένισε και στη συνέχεια με κατέστησε παθητικό δέκτη του λόγου και της κίνησης των ηθοποιών, τις οποίες απλά παρακολουθούσα από κεκτημένο (και όχι πραγματικό) ενδιαφέρον, χωρίς να νιώθω ότι με αφορούν τα τεκταινόμενα.

Στο τέλος έμεινα με την απορία, γιατί δεν επελέγησαν λιγότερες ιστορίες, οι οποίες να έχουν μια στοιχειώδη δομή και διάρκεια, ώστε να προλάβουν να κερδίσουν το θεατή και να τον συμπεριλάβουν στον ιστό τους. Και κάπου εκεί για μένα είχε χαθεί και ο στόχος ή το όραμα του έργου, αφήνοντάς μου σαν τελική εντύπωση ένα τεράστιο ερωτηματικό.

Οι δύο ηθοποιοί που υποδύονται η καθεμία από δώδεκα ρόλους είναι η Γιούλη Αθουσάκη και η Βίκυ Κυριακοπούλου, οι οποίες έδειξαν να έχουν ταλέντο και να προσπαθούν να το διοχετεύσουν στους εκάστοτε χαρακτήρες που υποδύονταν. Μόνο που με την ταχύτητα με την οποία άλλαζαν ρούχα και ταυτόχρονα προσωπικότητες εκτόξευαν και το λόγο, ο οποίος μάλλον διαχεόταν στο χώρο και δυσκολευόταν να φτάσει δημιουργικά στα ώτα και στο νου του θεατή, αν έφτανε ποτέ με τέτοιο τρόπο. Έτσι έμεινε η γεμάτη πάθος και ζωντάνια προσπάθειά τους, που κατά τη γνώμη μου έμεινε ατελής λόγω του ρυθμού και της φύσης της παράστασης, όπως επελέγη να παρουσιαστεί. Οι φωνές προς τον ουρανό με όλη τους την καρδιά δεν ξέρω αν εισακούστηκαν, αλλά εμένα με πέρασαν και με προσπέρασαν, αγγίζοντάς με μόνο ακροθιγώς.

Η ίδια η σκηνοθέτις ήταν υπεύθυνη και για την κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, η οποία ήταν μελετημένη και συνεχής, ενώ το σκηνικό του Χρήστου Κωνσταντέλλου λιτό και λειτουργικό με τη διαρκή εναλλαγή ρόλων και χαρακτήρων. Τα κοστούμια του ίδιου, αν και άλλαζαν και αυτά με ταχύτητες φωτός στέκονταν συνήθως αντιπροσωπευτικά της ηρωίδας που έντυναν.

Συμπερασματικά, η παράσταση στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου με τον τρόπο που είναι δομημένη σα θεατρική παρουσίαση, δεν κατάφερε να δώσει κάτι ολοκληρωμένο και πλήρες νοημάτων και συναισθημάτων στο θεατή, αλλά μόνο αποσπάσματα, ψήγματα αυτών που ήθελε να περάσει. Ναι μεν όλες οι ιστορίες έχουν έναν κοινό παρονομαστή και συγκλίνουν προς ένα κοινό στόχο, αλλά δεν καταφέρνουν να κεντρίσουν, να προκαλέσουν και να αποκτήσουν υπόσταση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.