Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.2/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Τη νουβέλα της Susan Hill "Η Γυναίκα με τα Μαύρα" (The Woman in Black) σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Κάτια Δανδουλάκη ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Γραμμένη το 1983 ως μεταφυσικό-ψυχολογικό θρίλερ (A Ghost Story, όπως έλεγε και το βιβλίο), διασκευάστηκε για το θέατρο από το Stephen Mallatratt το Δεκέμβριο του 1987 και παρουσιάστηκε αρχικά στο Scarborough σε μια μικρού βεληνεκούς παραγωγή. Η επιτυχία του το έφερε τον Ιανουάριο του 1989 στο West End του Λονδίνου (Lyric Hammersmith) και μετά από αρκετές μετακομίσεις κατέληξε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς στο Fortune Theatre, όπου παίζεται μέχρι σήμερα, αποτελώντας τη δεύτερη μακροβιότερη παραγωγή μετά την Ποντικοπαγίδα. Το 2012 έγινε και ταινία με σκηνοθέτη τον James Watkins και πρωταγωνιστή τον Daniel Radcliffe. O Άρθουρ Κιπς, ένας νεαρός δικηγόρος, πηγαίνει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη για την κηδεία μιας πελάτισσας, της κυρίας Ντράμπλοου και στην τελετή παρατηρεί μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Στο χωριό υπάρχει μια διστακτικότητα να μιλήσουν για τη γυναίκα αυτή κι έτσι αφού επισκέφθηκε το σπίτι της κυρίας Ντράμπλοου, το Eel Marsh House, ψάχνει στα χαρτιά της, ανακαλύπτει μυστικά και βιώνει μια τρομακτική εμπειρία, την οποία κατέγραψε σε βιβλίο. Eπιστρέφοντας στο Λονδίνο καταφεύγει σε ένα γνωστό και ταλαντούχο ηθοποιό για να τον βοηθήσει να αφηγηθεί εν είδει παράστασης σε συγγενείς και φίλους αυτά που του συνέβησαν κι έτσι να τα ξαναζήσει, για να καταφέρει να πάψουν να τον στοιχειώνουν. Μετά από τις βασικές κατευθύνσεις που θα δώσει ο ηθοποιός, αν και του είναι δύσκολο να πιστέψει όσα αυτός έζησε, θα αναπλάσει στη σκηνή το ρόλο του Κιπς, ενώ αυτός θα αναλάβει να παίξει διάφορους άλλους ρόλους της ιστορίας. Και κάπως έτσι αναπαριστούν το ταξίδι με το τραίνο, τις διαδρομές με την άμαξα, καθώς και το γλίστρημα στο βάλτο και ο θεατής παρακολουθεί ότι συνέβη στο Eel Marsh House, όπου υπάρχουν πολλά μυστικά και η μυστηριώδης γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα. Η μετάφραση ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη και είχε ροή και συνέχεια, αν και δεν αποφεύχθηκαν κάποιες μικρές γλωσσικές παγίδες.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης έχει τη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, προσπαθώντας μέσα από τη συνθήκη του θεάτρου μέσα στο θέατρο να αποδώσει με ισορροπία τον πυρήνα της ιστορίας και να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου και γρήγορο ρυθμό εναλλαγής των εικόνων. Στη μέση της πλατείας υπάρχει ένας διάδρομος, ο οποίος στην εξέλιξη της ιστορίας θα έχει ενεργό ρόλο, ενώ η παράσταση ξεκινάει μεταξύ σκηνής και πλατείας, όπου κινούνται οι δύο ήρωες, προσδίδοντας μια αρχική αίσθηση αμεσότητας σε αυτήν. Το κομμάτι αυτό, καθώς αποτελεί και ένα "εσωτερικό" σχόλιο περί θεάτρου, έχει αρκετά κωμικά στοιχεία. Αυτά ήταν παρόντα στην παράσταση, αλλά συχνά σε υπερβολικό βαθμό, οδηγώντας κάποιες φορές τους χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας και το έργο να κινείται στις παρυφές της παρωδίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην υπάρχει στον αέρα το μυστήριο, η αγωνία, ο επικρεμάμενος φόβος ή έστω μια υποψία ατμόσφαιρας θρίλερ. Υπερβολή υπήρξε και στη διδασκαλία των ερμηνειών, καθώς συχνά οι υψηλές εντάσεις φωνής, οι γκριμάτσες και η υπερβάλλουσα κίνηση, έκαναν επίπεδη και στεγνή την εναλλαγή των εικόνων και δε φόρτιζαν καθόλου την ατμόσφαιρα. Ο αφηγηματικός ρυθμός παρουσίασε κοιλιές, δεν είχε πνοή και δυναμική και δεν ένιωσα τις απαραίτητες κορυφώσεις, οι οποίες θα με ταξίδευαν στις ιδιαιτερότητες της ψυχολογίας του Κιπς και των περιπετειών του. Φυσικό επακόλουθο ήταν να μην καταφέρω τις περισσότερες φορές να γίνω κοινωνός, ή έστω συνοδοιπόρος της εσωτερικής πάλης του ήρωα, να μην έχω την ανάγκη να καθήσω στην άκρη του καθίσματός μου από αγωνία για τη συνέχεια, ενώ λίγες ήταν και οι στιγμές που αιαθάνθηκα μια κλειστοφοβική αισθητική θρίλερ στην παράσταση.

Ο Νίκος Κουρής είναι ο πραγματικός Κιπς κι εκείνος που στη θεατρική αναπαράσταση των περιπετειών του ερμηνεύει τους παράλληλους χαρακτήρες. Ξεκινά δυναμικά το ρόλο του, καταφέρνοντας να αποτυπώσει την αμηχανία και τη νευρικότητα του "μη ηθοποιού", αλλά και την εσωτερική του αγωνία να ειπωθούν με ακρίβεια οι περιπέτειές του. Στη συνέχεια όμως δίνεται έμφαση σε μία διακωμώδηση αυτής της αμηχανίας, που μπορεί σε μέρος του κοινού να πρόσφερε γέλιο, εμένα όμως με πέταξε εκτός κλίματος και μου αφαίρεσε σημαντικά στοιχεία της δραματουργίας του κειμένου. Προς το τέλος επανέφερε το ρόλο σε κάποια ισορροπία, αλλά χωρίς να έχουν αποδωθεί με σαφήνεια όλες οι λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις του ρόλου αυτού.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης υποδύθηκε τον ταλαντούχο ηθοποιό που καλείται να μυήσει τον Κιπς στα μυστικά της υποκριτικής τέχνης και τον έπαιξε στο "θέατρο μέσα στο θέατρο". Στην αρχή αναλώθηκε σε αχρείαστες φωνητικές εκρήξεις, υπερκινητικότητα, επιφανειακό λόγο και επανάληψη λέξεων και φράσεων που ενώ είχαν κωμικές προθέσεις με κούρασαν, χωρίς να πείθει ότι προσπαθεί να διδάξει υποκριτική στον πραγματικό Κιπς. Στη συνέχεια "ενδυόμενος" το χαρακτήρα που κατέφυγε σε αυτόν, κάνει πιο συμπαγή την ερμηνεία του, έχει ροή στο λόγο του, αποφεύγει τα περιττά και αποδίδει με μεγαλύτερη επάρκεια τις ψυχολογικές συνιστώσες του ήρωα, χωρίς όμως να τον φτάσει στην αναμενόμενη κορύφωση. Ερωτηματικά μου άφησε και η χημεία των δύο ηθοποιών, καθώς λίγες φορές τους ένιωσα να συντονίζονται σωματικά και πνευματικά στη σκηνή.

Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη λιτά και με τη λογική της πολυλειτουργικότητας άφησαν το σκηνικό χώρο σε μια αβεβαιότητα, ενώ και ο διάδρομος στη μέση της σκηνής δεν προσέδωσε την αναμενόμενη ένταση στο έργο.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα απέδωσαν εύστοχα την εποχή που διαδραματίζεται η παράσταση, ήταν προσεγμένα στις λεπτομέρειές τους και με τα χρώματά τους ενίσχυσαν τη σκοτεινή πλευρά του κειμένου.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου έδωσαν μια ατμοσφαιρικότητα και έπαιξαν με τις σκιές (η χρήση φακών ήταν έξυπνο εύρημα), αλλά συχνά προτίμησαν ανοιχτά πλάνα που δεν απέδωσαν με επάρκεια τις ψυχολογικές εναλλαγές των ηρώων. Οι προηχογραφημένοι ήχοι ακούγονταν προκάτ και είχαν κακή ποιότητα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Κάτια Δανδουλάκη, είδα μία παράσταση μιας γνωστής νουβέλας μυστηρίου στη θεατρική της εκδοχή, η οποία έδειξε να μην έχει βρει τις ισορροπίες και τον προσανατολισμό της στη σκηνή. Ο υπερτονισμός στα κωμικά της στοιχεία την οδήγησε σε κάποιες περιπτώσεις στα όρια της παρωδίας και τους χαρακτήρες στην καρικατούρα, με αποτέλεσμα να λείπει η εσωτερικότητα και οι λεπτές ψυχολογικές εντάσεις που απαιτούνταν. Η αφήγηση δεν είχε τη ζωντάνια, το γρήγορο ρυθμό, τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και τη σπίθα που χρειαζόταν για να παρασύρει το θεατή σε ένα παιχνίδι σκιών και φαντασμάτων, ενώ και οι ερμηνείες είχαν ατομικές αρετές, αλλά όχι επαρκή σκηνική χημεία και συντονισμό.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.