Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Η θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Καραγάτση (κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος) "Η Μεγάλη Χίμαιρα" σε σκηνοθεσία του εγγονού του Δημήτρη Τάρλοου, μετά την περσινή θριαμβευτική της πορεία παρουσιάζεται και αυτό το θεατρικό χειμώνα στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία.

Η Μαρίνα Μπαρέ ζει στη Ρουέν μαζί με τη μητέρα της και βιώνει έντονα τον ηθικό ξεπεσμό και την παρακμή της οικογένειάς της. Μετά το θάνατο της μητέρας της, η οποία σημειωτέον της άφησε μια μεγάλη περιουσία, αποφασίζει να κόψει πλήρως τους δεσμούς με τη Γαλλία και το παρελθόν της και λόγω των ελληνιστικών σπουδών της, αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να ζήσει τη δική της χίμαιρα.

Φτάνοντας στη Σύρο γνωρίζει το Γιάννη, έναν όμορφο ντόπιο πλοιοκτήτη και ερωτεύονται άμεσα και σφοδρά. Ο γάμος τους αποτελεί φυσικό επακόλουθο, η Μαρίνα βάζει λεφτά στην οικογενειακή επιχείρηση και στη ζωή της στη Σύρο προστίθενται η πεθερά της και ο αινιγματικός αδερφός του συζύγου της ο Μηνάς.

Σύντομα, ένα παιδί συμπληρώνει την ευτυχία της, αλλά το κακό και η ανατροπή καιροφυλακτούν.

Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 και ένα ναυάγιο αναγκάζει το Γιάννη να ξαναμπαρκάρει για να βελτιώσει τα οικονομικά της οικογένειας. Οι υπόλοιποι μπλέκονται σε ένα κυκεώνα μπερδεμένων προσωπικών και συναισθηματικών καταστάσεων, όπου ο θάνατος δηλώνει παρών σαν επιστέγασμα της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής.

Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη, παρόλο που δε θα ήταν δυνατό να φτάσει το μεγαλείο του πρωτότυπου κειμένου, είναι στρωτή, χωρίς να παραλείπει κανένα από τα βασικά συστατικά του μυθιστορήματος και είναι γεμάτη εικόνες, όνειρα και συναισθήματα.

Ο Δημήτρης Τάρλοου υπηρέτησε με σεβασμό και αξιοπρέπεια τη σκηνοθεσία αυτού του εγχειρήματος. Περιέβαλε το κείμενο με αγάπη και αυτή την αγάπη τη μετάγγισε στην παράσταση και την έκανε εμφανή και ορατή σε όλη της τη διάρκεια.

Θα έλεγε κανείς ότι αφέθηκε στην ιστορία να τον παρασύρει σε ένα ρυθμό, χόρεψε μαζί της ένα προσωπικό χορό, αλλά ποτέ δε χάθηκε το μέτρο και η ισορροπία μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.

Στα μεγάλα ατού της παράστασης η συνύπαρξη του κινηματογράφου με το θέατρο, αρμονικά δεμένα, ενταγμένα και τα δύο στον κοινό στόχο, της ευαισθητοποίησης και της επικοινωνίας του έργου στο θεατή.

Η κινηματογράφιση του Χρήστου Δήμα υποδειγματική, δείχνοντας βιρτουζιτέ μεγάλου δημιουργού, συνταιριάστηκε απόλυτα με τις ζωντανές σκηνές και η συμβολή της στην τελική υψηλή αισθητική της παράστασης υπήρξε σημαντικότατη.

Ατμόσφαιρα γαλλικού νουάρ εποχής σε ασπρόμαυρο φόντο, όπου τα κοντινά πλάνα λες και κοιτούν μέσα στην ψυχή των ηρώων. Στο πίσω όριο του σκηνικού, παρούσα η θάλασσα και ο ουρανός, αλλά όχι σε μακέτα, αλλά σε ένα μόνιμο κινηματογραφικό κάδρο, είναι άλλη μια σαφής απόδειξη της σημασίας που δόθηκε στη λεπτομέρεια. Η παράσταση έχει ένα γοργό τέμπο, εστιασμένο απόλυτα στον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, διεισδύοντας βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων και όχι αρκούμενη σε μια επιφανειακή προσέγγισή τους.

Η αντιθετική παρουσία της προοδευτικής Γαλλίδας του δυτικού κόσμου, σε αντιπαραβολή με την ανατολικής νοοτροπίας ψυχοσύνθεση της ταλαιπωρημένης Κασιώτικης οικογένειας, είναι παντού διάχυτη, σε έναν αγώνα με έπαθλο την ευτυχία ή τη δυστυχία, τη ζωή ή το θάνατο.

Η ύβρις παρούσα από το κινηματογραφικό κομμάτι της έναρξης, φέρνει παρέα της την τιμωρία και η κάθαρση μολονότι λυτρωτική, πέφτει βαριά σαν πέλεκυς. Οι στοχασμοί του συγγραφέα έγιναν θεατρικοί διάλογοι και οι εσωτερικές μεταπτώσεις στην ψυχολογία των ηρώων, ένα μωσαϊκό που καθρεφτίστηκε στο λόγο, την έκφραση και την κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή.
Η τελευταία παράγραφος του έργου παρουσιάζεται στην οθόνη και κλείνει το μάτι στο συναίσθημα του θεατή, προκαλώντας συγκίνηση, δάκρυ, ένα σκίρτημα της καρδιάς, με το χαρακτήρα του Γιάννη να έχει μόλις επιστρέψει στο διαλυμένο σπίτι του. Σημειολογική και η παρουσία στη σκηνή του σκηνοθέτη, στο ρόλο του ηθοποιού, σε μία σκηνή διαλόγου και χορού με τη Μαρίνα, σαν προφητικός παρατηρητής της ζωής και στοργικός πατέρας των ηρώων του.

Δεν έδωσε μεγαλύτερη από την απαιτούμενη έκταση στη μεταφυσική πλευρά του έργου, πέρα από κάποιες νύξεις και κινηματογραφικά στιγμιότυπα, καθώς ο στόχος του ήταν μια γήινη και ρεαλιστική παράσταση, στόχος που επετεύχθη σχεδόν απόλυτα.

Η σκιαγράφηση των ηρώων, ενδελεχής, έντονη και πολυδιάστατη, εστιάζοντας στα πάθη, τις ανασφάλειες και τον ψυχισμό τους και δημιουργώντας ένα μικρό κέντημα-έργο τέχνης για τον καθένα, το οποίο υπηρέτησαν με τη σειρά τους με την ερμηνεία τους.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στο ρόλο της Μαρίνας Μπαρέ, αποδείχθηκε απλά ο κατάλληλος άνθρωπος για τον κατάλληλο ρόλο. Ερωτοτροπώντας με το ρομαντισμό και τον κυνισμό, άλλοτε με παλμό και ένταση στη φωνή και τη ματιά και μια αποφασιστικότητα στην κίνησή της και άλλοτε με μια πιο στατική και εσωτερική προσέγγιση του χαρακτήρα που υποδύθηκε, έδωσε ένα μεστό και νευρώδες πορτραίτο της ηρωίδας. Με λυρισμό, ευαισθησία, ελεγχόμενο συναίσθημα, κουβάλησε με το ρόλο αυτό, ολόκληρη την παράσταση και είναι απορίας άξιον, πως κανείς άλλος σκηνοθέτης ως τώρα δεν την είχε εμπιστευτεί σε ένα ανάλογο εγχείρημα. Δίνει ένα ολοκληρωμένο ρόλο καριέρας, ενός χαρακτήρα που θα τη σημαδέψει.

Ο Μάξιμος Μουμούρης στο χαρακτήρα του Γιάννη Ρείζη, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη, δίνοντας μία από τις πιο ενθουσιώδεις και ταυτόχρονα ώριμες ερμηνείες της καριέρας του. Παίζοντας καθαρά με ψυχή και επιβεβαιώνοντας το ταλέντο που έχει, σκιαγραφεί ένα χαρακτήρα στέρεο, αληθινό, που έχει μεγάλα αποθέματα αγάπης και μια έμφυτη αρχοντιά και λεπτότητα. Είναι ο εξισορροπητικός κρίκος στην οικογένειά του, ο άνθρωπος που συμβιβάζει και ενώνει και πάνω του έχει υφανθεί ο οικογενειακός ιστός των Ρείζηδων.

Ο Δημήτρης Μοθωναίος έπαιξε το Μηνά, τον bon viveur αδερφό που σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και κινείται μέσα στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Λίγο εστέτ, λίγο ελιτιστής, λίγο απόμακρος, αλλά ειλικρινής στις ιδέες και τις προθέσεις του, δημιουργεί μια υποβόσκουσα πλατωνική ερωτική σχέση με τη Μαρίνα. Πλάθει ξεκάθαρα και με σαφήνεια τις πτυχές αυτές του ρόλου, όντας άλλοτε χαριτόβρυτος και άλλοτε σαρκαστικός και παιγνιώδης, άλλοτε ήρεμος και προσηνής και άλλοτε με τα σκοτεινά πάθη της ψυχοσύνθεσής του να κυριαρχούν.

Η Σμαράγδα Σμυρναίου υποδύεται τη μάνα, σε ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα δεσποτικής νησιώτισσας μητέρας-αρχηγού του σπιτιού, δίνοντας μια ερμηνεία ακριβή, πειστική και εύστοχη, άλλοτε πιο επιθετική και άλλοτε πιο ανθρώπινη προσαρμοζόμενη στις καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και να ελέγξει. Δικαίως η Μαρίνα σε μια στιγμή αναρωτιέται στη σκηνή φωναχτά, "Μα τι είδος ανθρώπου είστε ακριβώς;". Έμπειρη ηθοποιός φέρνει σε πέρας την αποστολή της σχεδόν υποδειγματικά.

Η Ειρήνη Φαναριώτη στο ρόλο της Λιλής (αλλά και της Καλλιόπης και της Βιεναμέζας πόρνης), είχε τρία μικρά, αλλά περιεκτικά περάσματα σα Λιλή από τη σκηνή, αλλά χωρίς να με πείσει ότι έχει αφομοιώσει το ρόλο της πλήρως και ότι έχει μπει στο πετσί του. Της έλειψε λίγη ένταση, λίγο πάθος, λίγη φλόγα στη ματιά, τα οποία σιγά σιγά πιστεύω θα βελτιώσει.

Η Καίτη Μανωλιδάκη στο μικρό ρόλο της Ανεζιώς, ούσα έμπειρη και ικανή ηθοποιός συμμετέχοντας στο μοιρολόι, ήταν σπαρακτικά συγκινητική, έδωσε ταυτότητα, χρώμα και ειδικό βάρος στην ολιγόλεπτη παρουσία της στη σκηνή. Η εμφάνιση του Δημήτρη Τάρλοου στο ρόλο του Δημήτρη Ροδόπουλου στη σκηνή της δεξίωσης, παιγμένη με μέτρο και ευφυία, είναι αινιγματική και προφητική, αφού δημιουργός και δημιούργημα, δίνουν ένα ακαθόριστο ραντεβού στο μέλλον. Στο ρόλο της Αννούλας, κόρης της Μαρίνας, παίζουν σε διπλή διανομή η Βασιλική Παναγιώτογλου και η Μανιώ Τάρλοοου.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου σε δύο επίπεδα, στο επάνω το κατάστρωμα της "Χίμαιρας" και κάτω το Συριανό αρχοντικό των Ρείζηδων, με θέα την απέραντη θάλασσα ήταν καλό, αν και όχι όσο ευφάνταστο θα το περίμενα. Έδωσε μια αίσθηση ότι το πάνω τμήμα στραγγάλισε λίγο την οπτική του κάτω, αλλά εν γένει στάθηκε λειτουργικό. Οι ενδυματολογικές της επιλογές αντίθετα αέρινες και πιστές στο πνεύμα της παράστασης και στην εποχή.

Η μουσική της Κατερίνας Πολέμη, είχε σημαντική συμβολή στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας της παράστασης και ήταν ονειρική και ταξιδιάρικη.

Η Ζωή Χατζηαντωνίου στη χορογραφία μας έδωσε μια υψηλής αισθητικής σκηνή μεταξύ Μηνά και Μαρίνας, μια σχεδόν ζωώδη συνεύρεση, ενώ και γενικότερα η κινησιολογία της είχε μια ανάλαφρη, χορευτική αίσθηση. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου καίριοι και λειτουργικοί.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια παράσταση, η οποία αν και με διαφορές από το βιβλίο, με συνάρπασε εξίσου και στη δεύτερή μου επίσκεψη σε αυτή, καθώς το κάστ πλην της κυρίας Αϊδίνη ήταν διαφορετικό από πέρσι. Και φέτος, εκμεταλλευόμενη και την περσινή εμπειρία, φάνηκε δουλεμένη σχεδόν στην απόλυτη λεπτομέρεια, συνδυάζοντας θεατρική ακρίβεια και κινηματογράφιση υψηλού επιπέδου. Η σκηνοθεσία είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα, μέτρο και υψηλή αισθητική, στάθηκε με παρεμβατική ματιά όπου χρειάστηκε, αλλά και συμπλέουσα με το ρυθμό του κειμένου και απέσπασε ερμηνείες υψηλού επιπέδου σχεδόν από όλους τους συμμετέχοντες ηθοποιούς. Δίκαιη η εμπορική και καλλιτεχνική της επιτυχία και νομίζω ότι και φέτος αποτελεί μία από τις καλύτερες θεατρικές προτάσεις της πόλης, από αυτές που κανείς θεατρόφιλος δε θα ήθελε να χάσει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.