«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (74 ψήφοι)

          Ο ιρλανδικής καταγωγής Martin McDonagh, το «κακό παιδί» των κρυφών τραυμάτων, συγκαταλέγεται στους συγγραφείς του «in yer face theatre», που έχει κατακτήσει το ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια με έργα διόλου «ευκολοχώνευτα». Γιατί έχει το χάρισμα να στήνει ανθρώπινες ιστορίες τόσο σουρεαλιστικά, όσο και ποιητικά, με αναπάντεχους σαρκαστικούς διαλόγους και με απειλητική διάθεση. Γιατί σερβίρει απροκάλυπτα την ωμή πραγματικότητα, την ανθρώπινη μοναξιά και την ανθρώπινη απελπισία σε πρώτο πλάνο, που ξεβολεύει τον θεατή. Γιατί οι ήρωές του ακροβατούν στα συναισθήματά τους, όντας θύτες και θύματα της ύπαρξής τους.
          «Η μοναξιά στην άγρια Δύση» είναι το τρίτο έργο στην «Τριλογία του Λήνεην», μετά το «Βασίλισσα της ομορφιάς» και το «Ένα ιρλανδέζικο κρανίο». Όλη η πίκρα και η βία συσσωρευμένη στον πυρήνα του έργου και μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα που σπάει σε χίλια κομμάτια, κάθε φορά, από μια βιτριολική ατάκα.
          Δύο αδέλφια λατρεύουν να «επικοινωνούν» μέσα από ανεκδιήγητους καβγάδες, ένας αλκοολικός ιερέας και μια ανήλικη που εμπορεύεται παράνομα ουίσκι, συνθέτουν τον καμβά της ιστορίας. Το ανθρώπινο τοπίο τραχύ σε μια μικρή πόλη ξεχασμένη από τον θεό.. Τα ζώα, εύκολος στόχος για παιχνίδι. Ο θάνατος, μια καθημερινή ρουτίνα. Η κηδεία, ευκαιρία για φαγοπότι. Τελικά, τι υπερέχει; Τα τσιπς ή μια δολοφονία; Οι ενοχές πού και πώς ορίζονται; Από τον ίδιο μας τον εαυτό ή τη θρησκεία; Και τι ήχο έχει, άραγε, η μοναξιά;
          Ο Νίκος Κουρής, στην πρώτη του σκηνοθετική προσέγγιση στο θέατρο Αθηνών, αναμετράται με ένα φαταλιστικό έργο που εξολοθρεύει ψυχές και συγχρόνως γοητεύει. Δίκοπο μαχαίρι για τον σκηνοθέτη, αφενός γιατί πρέπει να διαχειριστεί έξυπνα τις «ανθρωποφαγικές» διαθέσεις των ηρώων αφετέρου, να αναδείξει τους ποιητικούς χυμούς, το χιούμορ και την ευαισθησία του κατάμαυρου κειμένου. Στο πρώτο μέρος της παράστασης, παρατηρείται ένα «υπερπαίξιμο» των ηθοποιών σαν να μην έχουν βρει τα σωστά πατήματα, σαν να μην έχουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας, σαν να κινούνται διαρκώς στα κόκκινα, αδικαιολόγητα όμως. Απεναντίας, στο δεύτερο μέρος η ανταριασμένη θάλασσα ηρεμεί και πραγματικά απολαμβάνουμε τα τεκταινόμενα επί σκηνής. Το πινγκ-πονγκ της εξομολόγησης – συγχώρεσης μεταξύ των δύο Ιρλανδών αδελφών, Βαλέν και Κόλμαν, υπήρξε κορυφαία στιγμή της παράστασης.
          Ο παρασιτικός «Κόλμαν», του Χρήστου Μαλάκη, βρίσκεται σε διαρκή κόντρα με τον αδελφό του για πράγματα ανούσια και παιδιάστικα. Τσακώνονται για τα πατατάκια, το ουίσκυ, τα περιοδικά και τη σόμπα υγραερίου. Πηγαίνει στις κηδείες για να τρώει δωρεάν και επιδιώκει να φέρνει στο αμήν τον Βαλέν. Η ερμηνεία του κινείται στην κόψη του ξυραφιού.
          Τον ρόλο του κτητικού αλλά συναισθηματικού «Βαλέν» ενδύεται ο Νίκος Κουρής. Εμμονικός με τα πλαστικά θρησκευτικά αγαλματίδια που αγοράζει σωρηδόν, επιδεικνύει κάθε φορά την ανωτερότητά του με τα άψυχα αντικείμενα του σπιτιού, των οποίων η ιδιοκτησία σφραγίζεται με ένα κόκκινο μαρκαδόρο.
          Ο Γιώργος Ηλιόπουλος ενσαρκώνει με αξιοπρέπεια τον ιερέα «Γουέλς» της πόλης. Έναν παραπαίοντα επισκέπτη, βυθισμένο στο αλκοόλ, που μάταια αγωνίζεται να φέρει την ειρήνη τόσο στο σαρκοβόρο σπίτι όσο και στο ποίμνιό του. Συγκινεί στο σημείο της ύστατης προσπάθειας συμφιλίωσης με το γράμμα και την εκούσια αυτοκτονία του.
          Η ερμηνεία της όμορφης Δανάης Μιχαλάκη στον ρόλο της νεαρής «Γκερλήν» μένει, δυστυχώς, άκαρπη, όπως ο ατελέσφορος έρωτάς της, όπως και οι προσπάθειές της να μονιάσουν τα αδέλφια.
          Στο σκηνικό τοπίο της Όλγας Μπρούμα, ο Εσταυρωμένος είναι βουτηγμένος στα τσιπς, το φονικό όπλο (καραμπίνα) σε περίοπτη θέση, το πορτραίτο του αγαπημένου σκύλου και οι φιάλες των ουίσκυ καυτηριάζουν τόσο τις απόψεις της Εκκλησίας όσο και την κενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
          Οι ενδυματολογικές επιλογές της Ματίνας Μέγκλα συνάδουν με το ύφος του έργου.
          Ταιριαστό το μουσικό τοπίο του Θοδωρή Ρέγκλη. Οι ήχοι των άγριων ζώων και πουλιών αποδεικνύονται έξυπνο τέχνασμα στο pick των διαμαχών.
          Αρμόζοντα τα φώτα του Αλέκου Γιάνναρου.
          «Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» απαιτεί μεγάλα αποθέματα ψυχοσωματικής αντοχής σε έναν μονόδρομο πρωτοφανούς αντιπαλότητας και λεκτικών ακροτήτων.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.