ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου παρακολούθησα την τραγωδία του Ευριπίδη "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" που σκηνοθετεί αυτό το καλοκαίρι ο Γιάννης Καλαβριανός. Με την ημερομηνία που διδάχτηκε για πρώτη φορά να είναι άγνωστη, αλλά να τοποθετείται στο τέλος της ζωής του μεγάλου δραματουργού, το έργο καταπιάνεται με την ιστορία της Ιφιγένειας, κόρης του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Η θεά Αρτέμιδα θέλοντας να τιμωρήσει τον Αγαμέμνονα που σκότωσε το ιερό ελάφι της, φέρνει άπνοια στο λιμάνι της Αυλίδας όπου είναι συγκεντρωμένος (και καθηλωμένος) ο ελληνικός στόλος, έτοιμος να εκστρατεύσει κατά της Τροίας. Ο μάντης Κάλχας ενημερώνει τον Αχαιό ηγεμόνα, ότι ο μόνος τρόπος να εξευμενιστεί η οργή της θεάς είναι να θυσιάσει σ' αυτήν την κόρη του την Ιφιγένεια. Γνωρίζοντας ότι μια τέτοια απόφαση θα εξόργιζε τη γυναίκα του, την Κλυταιμήστρα, η οποία θα αρνιόταν την άσκοπη αυτή θυσία, καλεί την κόρη του στην Αυλίδα με το πρόσχημα ότι θέλει να την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Όταν ο πραγματικός σκοπός της πρόσκλησης αποκαλύπτεται, η Κλυταιμήστρα παρακαλεί τον Αχιλλέα να προσπαθήσει να μεταστρέψει την απόφαση της θυσίας αυτής. Ο στρατός όμως απειλεί να στασιάσει και η ίδια η Ιφιγένεια μη βλέποντας άλλη λύση προσφέρεται οικειοθελώς να θυσιαστεί. Κατά την εκτέλεση της θυσίας η θεά αναλαμβάνει την "ανάληψή" της για να την κάνει ιέρειά της και αφήνει ένα ελάφι στη θέση του σφάγιου.
Τη μετάφραση υπογράφει ο Παντελής Μπουκάλας, στην οποία απέδωσε το απαιτούμενο ειδικό βάρος και τη μεστότητα του ευριπίδειου λόγου, αν και στα χορικά δεν αποφεύχθηκαν κάποιες μικρές αρρυθμίες.

Ο Γιάννης Καλαβριανός σκηνοθετεί την παράσταση θέλοντας να δώσει έμφαση στη διαχρονικότητα των μηνυμάτων του κειμένου και την έντονα αντιπολεμική tου αίσθηση και να τονίσει πόσο ασήμαντη ήταν η αξία της ανθρώπινης ζωής απέναντι στον παραλογισμό ενός πολέμου. Η Ιφιγένειά του είναι ανθρώπινη, προσγειωμένη, έχει όλη τη νεανική ορμητικότητα της ηλικίας της, αλλά και τη συναίσθηση πως ότι και να κάνει θα αποτελέσει το εξιλαστήριο θύμα. Η ροή του λόγου και η δομή της παράστασης είναι τέτοια ώστε να προκύπτουν αβίαστα τα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων που συμμετέχουν στις αποφάσεις και την εκτέλεσή τους. Η ενδοσκόπηση αυτή όμως δεν προχωρά βαθύτερα, αλλά αρκείται σε μια επιφανειακή και μια μάλλον συνοπτική ανάγνωση των σκέψεων και των αισθημάτων των ηρώων. Οι συγκρούσεις δεν έχουν αιχμηρότητα και δε φτάνουν στην αναμενόμενη κορύφωσή τους, ώστε να αφήσουν ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στο θεατή. Η αισθητική της παράστασης αποπνέει μια λιτότητα και μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση, αλλά ο ρυθμός της έχει κάποια σκαμπανεβάσματα, καθώς ορισμένες σκηνές πλατειάζουν. Έξυπνη η παρουσία του ελαφιού στη σκηνή, υπενθύμιζε το λόγο της θυσίας, αλλά και τη ματαιότητά της.

Ο Γιώργος Γλάστρας στο ρόλο του Αγαμέμνονα είχε καθαρή άρθρωση και σωστούς τονισμούς, χωρίς όμως ο λόγος του να έχει τη στιβαρότητα, την αποφασιστικότητα και το ειδικό βάρος ενός ηγεμόνα και του επικεφαλής του Ελληνικού στρατού. Δεν υποστήριξε στη σκηνή με την πρέπουσα ένταση την εσωτερική πάλη μεταξύ του πατέρα και του στρατηγού, αφήνοντάς την να κυμανθεί σε μάλλον χλιαρά επίπεδα, ενώ αντίστοιχα τα συναισθήματά του δεν αποτυπώνονταν στο πρόσωπο και την κίνησή του, η οποία δεν είχε νεύρο και δυναμική (πλην κάποιων εξαιρέσεων).
Στον αντίποδα η Ιφιγένεια της Ανθής Ευστρατιάδου κρατά πολύ εύστοχα τις ισορροπίες μεταξύ της νεανικής αθωότητας της ηλικίας της και της συναίσθησης του τιμήματος που καλείται άθελά της να πληρώσει. Από τη μία εύθραυστη, ευαίσθητη, διψασμένη για ζωή και από την άλλη αποφασιστική, σίγουρη και συνειδητοποιημένη στο δρόμο της θυσίας. Μια ώριμη και απόλυτα συνεπής παρουσία από μια νέα ηθοποιό που μας έχει ξαναδώσει διαπιστευτήρια του πλούσιου ταλέντου της.
Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος υποδύθηκε ένα Μενέλαο μισαλλόδοξο και εγωιστή, του οποίου η βασική επιδίωξη είναι η παντί τρόπω επανάκτηση της Ελένης (και κατ' επέκτασιν της αξιοπρέπειάς του). Δεν απέφυγε κάποιες φωνητικές και εκφραστικές υπερβολές, αλλά γενικότερα απέδωσε σωστά το χαρακτήρα του.
Η Μαρία Τσιμά ως Κλυταιμήστρα καταφέρνει να αποτυπώσει με πληρότητα και αμεσότητα τόσο τη γυναίκα, όσο και τη μάνα, να διατηρήσει αναλλοίωτες και τις δύο αυτές πτυχές της προσωπικότητας του χαρακτήρα της, απεκδυόμενη μόνο αυτήν της αλαζονείας της βασίλισσας. Δωρική παρουσία, απέφυγε τις ακρότητες και η ερμηνεία της έβγαλε αλήθεια, συναίσθημα και μια βαθιά κατανόηση της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας που υποδύθηκε.
Ο Θανάσης Ραφτόπουλος έπαιξε τον Αχιλλέα, δημιουργώντας έναν στην ουσία άνευρο και αμήχανο χαρακτήρα, που δε με έπεισε ότι βιώνει το λόγο του, ενώ την κίνησή του χαρακτήρισε η υπερβολή. Τα κωμικά στοιχεία του ρόλου του αισθάνθηκα ότι δεν είχαν απεύθυνση στο κοινό.
Ο Γιώργος Καύκας ερμήνευσε τον Πρεσβύτη έχοντας μια καθαρή και μεστή εκφορά του λόγου, υπογραμμιστική της σοφίας της ηλικίας του. Έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένος στο χαρακτήρα του και είχε σωστό σκηνικό στήσιμο.
Ο Χρίστος Στυλιανού ήταν ο Αγγελιοφόρος (αλλά και το σιωπηλό ελάφι) του οποίου η παρουσία λειτουργεί ως στιγμιαία αποφόρτιση της τραγικότητας της ιστορίας. Συνεπής στις απαιτήσεις του σύντομου περάσματός του, αν και πιο ενθουσιώδης απ' όσο θα ήθελα.
Στο χορό συμμετείχαν η Μομώ Βλάχου, η Στελλίνα Βογιατζή, η Δέσποινα Γιαννοπούλου, η Ιωάννα Δεμερτζίδου, η Δανάη Επιθυμιάδη, η Αίγλη Κατσίκη, η Λήδα Κουτσοδασκάλου, η Μαρία Κωνσταντά, η Αλεξία Μπεζίκη, η Ζωή Μυλωνά, η Μαριάνθη Παντελοπούλου, η Κατερίνα Παπαδάκη και η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, οι οποίες αποτέλεσαν μια καλλίφωνη, συντονισμένη και καλοδουλεμένη ομάδα που υπηρέτησε τη σκηνοθετική οπτική και "γέμισαν" τη σκηνή με την κίνησή τους.
Ο Δημήτρης Χουντής έπαιξε ζωντανά μουσική και συνόδευσε δημιουργικά τη ροή του λόγου.

Ο σκηνικός χώρος των Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και Ράνιας Υφαντίδου ήταν λιτός, αλλά λειτουργικός, καθώς γέμισαν τη σκηνή με άμμο (για να θυμίζει την παραλία της Αυλίδας, όπου παρέμεναν καθηλωμένα τα ελληνικά καράβια), και διάσπαρτους κρίνους που παρέπεμπαν στη νεανική αθωότητα της Ιφιγένειας. Τα κοστούμια των ιδίων, σε ομοχρωμία του μαύρου και χωρίς διάθεση να τραβήξουν το μάτι του θεατή.
Τη μουσική, τη μουσική διδασκαλία και το σχεδιασμό του ηχητικού τοπίου ανέλαβε ο Θοδωρής Οικονόμου και είχαν κλιμάκωση, εντάσεις και δυναμική, υποστηρίζοντας αρμονικά το λόγο.
Η κίνηση του Δημήτρη Σωτηρίου ήταν πολύ προσεκτικά μελετημένη όσον αφορά το χορό, αλλά είχε ασάφειες και αδυναμίες σε σχέση με τους υπόλοιπους ήρωες.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εστίασαν εύστοχα στα πρόσωπα (χωρίς να λείψουν κάποια ψυχρά στιγμιότυπα) και δημιούργησαν την σωστή σκηνική ατμόσφαιρα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, είδα μια παράσταση μιας από τις πιο κλασσικές τραγωδίες του Ευριπίδη με λόγο που είχε ροή και δυναμική, έντονο αντιπολεμικό μήνυμα και ήρωες ανθρώπινους. Η σκηνοθετική προσέγγιση είχε μια λιτότητα και μια αισθαντικότητα που άρεσε, αλλά ένιωσα ότι φοβήθηκε να αναμετρηθεί με τη βαθύτερη ουσία των χαρακτήρων του έργου. Δεν αναλώθηκε σε λογοτεχνισμούς και συναισθηματικό εκβιασμό του θεατή, αλλά προτίμησε έναν ισορροπημένο ρεαλισμό. Κάποιες σκηνές επιδέχονταν συντόμευσης, που θα εξυπηρετούσε και τη γενικότερη χρονική οικονομία του εγχειρήματος. Οι ερμηνείες είχαν κάποιες πολύ καλές (Ιφιγένεια, Κλυταιμήστρα, Πρεσβύτης) και κάποιες πιο αμήχανες (Αγαμέμνων, Αχιλλέας) στιγμές, ενώ ο χορός ήταν μια καλοδουλεμένη ομάδα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.