ΙΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΙΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.3/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το έργο του Ευριπίδη "Ίων" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα-Ιδέα η Ιόλη Ανδρεάδη. Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στο 60ό Φεστιβάλ Φιλίππων το καλοκαίρι του 2017 σε μία προσαρμογή του αρχικού κειμένου για δύο πρόσωπα, την οποία υπογράφουν η σκηνοθέτιδα σε συνεργασία με τον Άρη Ασπρούλη. Γραμμένο γύρω στο 412 π.Χ., αποτελείται από 1622 στίχους και αφηγείται την ιστορία της Κρέουσας, κόρης του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, την οποία βιάζει ο θεός Απόλλων. 9 μήνες μετά αυτή φέρνει στον κόσμο ένα αγόρι, τον Ίωνα, τον οποίο εγκαταλείπει στο σημείο του βιασμού της, για να εξαφανιστεί ή να πεθάνει, στολίζοντάς το όμως με τα κοσμήματα που φορούσε σαν παρθένα. Ο Ερμής σώζει κατ' εντολήν του Απόλλωνα το βρέφος και το μεταφέρει στους Δελφούς για να το αναθρέψει η Πυθία. Μεγαλώνοντας γίνεται νεωκόρος στο ιερό του θεού-πατέρα του, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι είναι νόθος γιος του. Μετά από χρόνια, η Κρέουσα, ήδη παντρεμένη με τον Ξούθο, φτάνει στο μαντείο για να ρωτήσει, γιατί στο γάμο της παραμένει άτεκνη. Ο Ίων τη συναντά και αυτή του εξιστορεί το πάθημά της, λέγοντας ότι συνέβη σε μία φίλη της και αυτός κριτικάρει το θεό για τη συμπεριφορά του προς τη γυναίκα. Στο μεταξύ ο Ξούθος με ένα τέχνασμα του Απόλλωνα πείθεται ότι ο Ίων είναι νόθο παιδί του, καρπός ενός οργίου με μία μαινάδα και αποφασίζει να τον υιοθετήσει. Η Κρέουσα αποφασίζει να δολοφονήσει το νεαρό, γιατί βλέπει να παίρνει κάποιος ξένος το θρόνο των προγόνων της, ενώ αυτή παραμένει άτεκνη. Η απόπειρα αποτυγχάνει, η πλεκτάνη αποκαλύπτεται και ο Ίων θέλει να εκδικηθεί σκοτώνοντάς τη. Την κρίσιμη στιγμή η Πυθία επεμβαίνει με τα σπάργανα και τα κοσμήματα του βρέφους και αποτρέπει τη μητροκτονία, αποκαλύπτοντας και στους δύο την αλήθεια. Μάνα και γιος πλέον επιστρέφουν στην Αθήνα, όπου ο Ίων γίνεται ο γενάρχης των Ιώνων. Τη μετάφραση του αρχαίου κειμένου επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτις και έχει ροή και πληρότητα.

Η Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί την παράσταση, αναδεικνύοντας τις λεπτές ισορροπίες των δραματικών και κωμικών στοιχείων του κειμένου και επενδύοντας στις πολλές αμφισημίες του. Οι αντιθέσεις και οι συμβολισμοί τους διατρέχουν τη ραχοκοκκαλιά της ματιάς της, όπου συνυπάρχουν το δράμα και η φάρσα, η ανεμελιά της εφηβείας με την ωριμότητα και την ανασφάλεια των ενηλίκων, η ατεκνία της Κρέουσας με την αρχική άγνοια του Ίωνα για τους πραγματικούς του γονείς, η διπλή απόπειρα παιδοκτονίας της κόρης του Ερεχθέα με την παρ' ολίγο μητροκτονία του Ίωνα. Εξίσου ευρηματική είναι η αντιπαράθεση της ακίνητης μέχρι την τελική σκηνή Κρέουσα (η οποία ερμηνεύει τοποθετημένη σε ένα βάθρο ανάμεσα στους θεατές) με τον απόλυτα κινητικό (κάποιες στιγμές αγγίζει και την υπερβολή) Ίωνα. Η γυναίκα καλύπτεται συχνά με ένα μακρύ κόκκινο πέπλο για να σκεπάσει την ντροπή της, ενώ ο έφηβος Ίων είναι ημίγυμνος, μη έχοντας να απολογηθεί σκηνικά για το παρελθόν του. Η επιλογή όμως να ερμηνευθούν επτά ρόλοι από τον ίδιο ηθοποιό, ο οποίος συχνά συνδιαλέγεται με τον εαυτό του, εναλλάσσοντας χαρακτήρες και πρόσωπα δεν ευνόησε την οικονομία του έργου. Οι διαφορετικοί χρωματισμοί της φωνής του κάθε χαρακτήρα δεν ήταν πάντα σαφείς και υπήρξαν αστοχίες, με αποτέλεσμα συχνά ο λόγος να γίνεται ένας μακρόσυρτος μονόλογος χωρίς την απαραίτητη συνοχή και συνέχεια, στοιχείο που αποδιοργάνωνε τη συγκέντρωση του θεατή και δυσκόλευε την εξέλιξη της ροής της ιστορίας. Συχνά η εναλλαγή συναισθημάτων δε συντονιζόταν με την εναλλαγή των χαρακτήρων και δημιουργούνταν έτσι νοηματικά κενά. Τέλος, η κίνησή του, η οποία είχε στοιχεία ινδικών παραδοσιακών μοτίβων, δεν εξυπηρέτησε πάντα τη διαδοχή προσώπων και η ένταση και η επαναληπτικότητά της κούρασε.

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής ανέλαβε κατά σειρά την επί σκηνής προσωποποίηση του Ερμή, του Ίωνα, των Αθηναίων ακολούθων της Κρέουσας, του Ξούθου, του Παιδαγωγού, του Υπηρέτη και της Πυθίας, μια αποστολή που εκ προοιμίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Οι εναλλαγές των χαρακτήρων απαιτούσαν ταχύτητα και χειρουργική ακρίβεια τόσο στον τόνο της φωνής του, όσο και στις εκφράσεις του. Στην πρώτη περίπτωση υπήρξαν αρκετές στιγμές που η ισορροπία χάθηκε, συμπαρασύροντας και την αντίστοιχη στάση σώματος, ενώ σε κάποιους μονολόγους (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Υπηρέτη) ο τόνος της φωνής εκφυλίστηκε σε άλλον, άλλου χαρακτήρα. Παρ' όλες τις κάποιες αδυναμίες, έδειξε την απαραίτητη τόλμη να αναμετρηθεί με την πρόκληση που του ανατέθηκε και απέδειξε ότι υπάρχει πολύ ταλέντο και μεγάλες δυνατότητες από τον ίδιο να το αξιοποιήσει όπως του αξίζει.
Η Δήμητρα Χατούπη ήταν σταθερά η Κρέουσα και ούσα έμπειρη, εκμεταλλεύθηκε σε υψηλό βαθμό τη μεγαλοπρέπεια και τη βαθιά εσωτερικότητα της φωνής της για να αποδώσει με σαφήνεια τόσο την αρχοντική καταγωγή της ηρωίδας της, αλλά και τη βαθιά ψυχική και ηθική της ανασφάλεια και αγωνία. Χωρίς να απομακρυνθεί από το βάθρο απ' όπου ερμήνευε, είχε ένα σώμα παλλόμενο από εσωτερική φλόγα που αποκάλυπταν μικρές κινήσεις των χεριών και των ποδιών της. Απέδωσε την πριγκήπισσα απλά, γνήσια, πειστικά, αλλά την εμπότισε και με την ευαίσθητη φοβία ότι θα μείνει άτεκνη, δε θα γίνει μητέρα που τόσο πολύ επιθυμούσε. Και οι δύο ηθοποιοί συντονίστηκαν φωνητικά για να ερμηνεύσουν τη θεά Αθηνά, ενώ στη σκηνή ήταν πάντα παρών και ο μουσικός Νίκος Τουλιάτος, ο οποίος με το ηχητικό τοπίο που δημιούργησε είχε σημαντική συμβολή στη δημιουργία μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας.

Τα σκηνικά είχαν την υπογραφή της Δήμητρας Λιάκουρα και περιελάμβαναν ένα εντυπωσιακό βάθρο (κατασκευή Περικλής Πραβήτας) ανάμεσα στους θεατές με την καθηλωμένη εκεί Κρέουσα και λίγα σκηνικά αντικείμενα στην καθεαυτό σκηνή, ευνοώντας την κινητικότητα των χαρακτήρων που ερμήνευσε ο Κωνσταντίνος Μπιμπής.
Την ηχητική συνοδεία του λόγου επιμελήθηκε, όπως προείπα, ζωντανά ο Νίκος Τουλιάτος, ενώ την κίνηση, την οποία δεν ένιωσα πάντα να συνοδεύει αρμονικά το λόγο και είχε στοιχεία υπερβολής, η ίδια η σκηνοθέτις.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα-Ιδέα, είδα μια παράσταση, που κατέθεσε μία ιδιαίτερη άποψη για ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Ευριπίδη. Ο σκηνοθετικός προσανατολισμός σαφής, οι συμβολισμοί και τα μηνύματα του κειμένου δόθηκαν με επάρκεια, αλλά υπήρξαν σκηνές, όπου ο λόγος και οι εναλλαγές των προσώπων δημιούργησαν σύγχυση και ασάφειες στο θεατή, ενώ κάποιες κινητικές επιλογές με ξένισαν. Ο χώρος του κλειστού θεάτρου δεν προσαρμόστηκε απόλυτα στο σκηνοθετικό όραμα, όπως υποθέτω το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων. Οι ερμηνείες είχαν πολλές φωτεινές στιγμές, οι οποίες έμειναν περισσότερο στο νου, από τα μικρά προβλήματα που εντόπισα. Παρά τις όποιες ενστάσεις μου, αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη πρόταση από ανθρώπους που αγαπούν να υπηρετούν το θέατρο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.