ΤΖΑΣΜΙΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΖΑΣΜΙΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Την παράσταση "Τζάσμιν" βασισμένη σε σενάριο (Blue Jasmine) του Γούντι Άλλεν (Woody Allen) σκηνοθετεί στο Θέατρο Διάνα ο Σταμάτης Φασουλής.
Στην ταινία του 2013 πρωταγωνιστούσε η Cate Blanchett, η οποία κέρδισε το βραβείο Όσκαρ για την ερμηνεία της, ενώ είχε προταθεί και για τα αγαλματίδια τόσο του Β' γυναικείου ρόλου (Sally Hawkins) όσο και του σεναρίου (Woody Allen). Η Τζάσμιν είναι μια πλούσια και κακομαθημένη Νεοϋορκέζα, η οποία ζει με το σύζυγό της Αλ μια άνετη ζωή, αλλά γεμάτη αυταπάτες. Όταν αυτός διαλύει το γάμο τους και στη συνέχεια χρεοκοπεί, πηγαίνει φυλακή και τελικά αυτοκτονεί, νιώθει τον κόσμο της να συντρίβεται και καταφεύγει άφραγκη πια στην αδερφή της στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτή είναι έτοιμη να παντρευτεί τον Τσίλι, ένα λαϊκό τύπο και η ζωή της αποδιοργανώνεται πλήρως με την άφιξη της Τζάσμιν. Η αντιπάθεια Τσίλι-Τζάσμιν είναι σχεδόν κεραυνοβόλα και οι διαρκείς τους συγκρούσεις δημιουργούν ανεξέλεγκτες καταστάσεις ακόμα και μεταξύ των δύο γυναικών και φτάνουν τις σχέσεις όλων στα άκρα. Η Τζάσμιν σε ένα χορό γνωρίζει τον Ντουάιτ, ένα μοναχικό, χήρο διπλωμάτη με προοπτική πολιτικής καριέρας και λέγοντάς του ψέμματα για την προηγούμενη ζωή της, αναπτύσσεται μεταξύ τους ένα ειδύλλιο, που δείχνει να μπορεί να οδηγήσει σε γάμο. Η τυχαία όμως αποκάλυψη του ψέματος της Τζάσμιν, διαλύει τη σχέση τους, βυθίζοντάς την και πάλι στην απελπισία. Τη θεατρική απόδοση του σεναρίου υπογράφουν η Ελένη Ράντου με το Βαγγέλη Χατζηνικολάου, στην οποία έχουν μεν αποδοθεί σωστά και επιμελημένα οι χαρακτήρες του έργου, αλλά παραμένει σε πολλά σημεία "αμερικανιά", χωρίς να δείχνει προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα ελληνικά δεδομένα.

Ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί την παράσταση βασιζόμενος στην εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος, πραγματικότητας και μνήμης, με διαρκείς μεταβάσεις της πρωταγωνίστριας από το ένα στο άλλο, έχοντας αρωγούς τη φαντασία του θεατή και το περιστρεφόμενο σκηνικό. Η πρωταγωνίστρια φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο άφραγκη και συναισθηματικό ράκος, καταφεύγοντας στη λαϊκών καταβολών αδερφή της, την οποία στο παρελθόν απαξίωνε κατ' εξακολούθηση. Το ότι δεν έχει ξεπεράσει τα απωθημένα και την έπαρσή της γίνεται σαφές από την αρχή, δίνοντας στο θεατή την αίσθηση ότι ζει σε μια συνεχιζόμενη αυταπάτη, από την οποία δυσκολεύεται να συνέλθει και να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα. Η ταξική αντίθεση με την αδερφή της και τον περίγυρό της είναι επίσης εμφανής και εκεί βασίζονται σε σημαντικό βαθμό οι κωμικές στιγμές του έργου. Συχνά όμως ένιωσα ότι οι διάλογοι κινούνται σε πολύ ρηχά επίπεδα, είναι σχηματικοί και ξύνουν μόνο την επιφάνεια του συναισθηματικού τους υποβάθρου, με τους περισσότερους χαρακτήρες να παραμένουν άνευροι, στατικοί και χωρίς εξέλιξη στη ροή του έργου. Οι διαρκείς εναλλαγές του σκηνικού μετά από κάποιο σημείο κουράζουν, ενώ οι εντάσεις των συγκρούσεων των χαρακτήρων δε με παρέσυραν (πλην κάποιων εξαιρέσεων) στη δίνη τους. Συχνά κατέφυγαν στην υπερβολή και τις αχρείαστες φωνητικές εξάρσεις αφήνοντάς με παθητικό δέκτη τους, χωρίς να με κάνουν να νιώσω ότι μπορεί να αντιπροσωπεύουν ήρωες της διπλανής πόρτας ή ότι "θα μπορούσε να είχε συμβεί και σε μένα". Η νευρωτική αίσθηση που είναι αντιπροσωπευτική των ταινιών του Woody Allen δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά, ο ρυθμός κάνει μεγάλη κοιλιά και αρκετές σκηνές καταφεύγουν σε κλισέ χωρίς τη δυναμική, την αιχμηρότητα ή την ποικιλία για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή.

Η Ελένη Ράντου αναλαμβάνει το ρόλο της Τζάσμιν, η οποία αναζητά απελπισμένα μια επανεκκίνηση στη ζωή της. Σε μία ηρωίδα όπου το κωμικό της στοιχείο συνυπάρχει σχεδόν επί ίσοις όροις με το τραγικό, ένιωσα το πρώτο να επικρατεί έντονα στη σκηνική της παρουσία, υποβαθμίζοντας έτσι σημαντικά το δεύτερο, το οποίο απλά υποστηρίχθηκε από κάποια εκφραστικά στερεότυπα προηγούμενων ρόλων της ίδιας ηθοποιού. Η υπερβολή στέρησε τον αυθορμητισμό του χιούμορ της, ενώ και η συνειδητοποίηση της τραγικής πραγματικότητας δεν είχε συναισθηματικό βάθος και αποτύπωση της εσωτερικής συντριβής στο σώμα, το πρόσωπο και την κίνησή της.
Ο Μάξιμος Μουμούρης υποδυόμενος τον Αλ, δεν έδειξε να έχει σκηνική χημεία με την Τζάσμιν, δίνοντας δίπλα της την αίσθηση του ζευγαριού. Με μια νωχελικότητα στα όρια της απάθειας τόσο στο λόγο όσο και στην κίνησή του, δεν έβγαλε τη ματαιοδοξία ή τη λανθάνουσα έπαρση του χαρακτήρα του, αλλά ένα μάλλον στείρο και άχρωμο ναρκισσισμό, που δε μου γέννησε ούτε καν αντιπάθεια για το χαρακτήρα του.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ερμήνευσε την Τζίντζερ, αδερφή της Τζάσμιν. Με ένα λαϊκό γρέζι στη φωνή, συχνά αναποφάσιστη για το ίδιο της το μέλλον, με συνεχή και νευρική κίνηση και μια σκηνική παρουσία που ξεχείλιζε από ένταση, αγωνία και γνήσιο συναίσθημα, υποστήριξε εξαιρετικά την ηρωίδα της και αποτέλεσε το ιδανικό αντίπαλον δέος της κακομαθημένης και συχνά απαξιωτικής αδερφής της.
Ο Παντελής Δεντάκης ήταν ο Τσίλι, ένας επίσης λαϊκός τύπος, σύντροφος της Τζίντζερ και στα πρόθυρα του γάμου μαζί της. Απλός, συχνά αδέξιος, ευέξαπτος, καυγατζής, κάποιος φορές "άξεστος" στους τρόπους και τις αντιδράσεις του, αλλά αυθεντικός και με αγνά αισθήματα ανταποκρίθηκε πειστικά και ολοκληρωμένα στις απαιτήσεις του ρόλου του.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος έπαιξε τον Ντουάιτ, το διπλωμάτη καριέρας που συναντά τυχαία την Τζάσμιν και εμπλέκεται συναισθηματικά μαζί της. Αποτυπώνει ένα χαμηλών τόνων, σχεδόν ατσαλάκωτο, λάτρη των τύπων, ο οποίος γοητεύεται μεν από την Τζάσμιν, αλλά μόλις μαθαίνει την αλήθεια γι' αυτήν απλά την εγκαταλείπει, μη θέλοντας να θυσιάσει το πολιτικό του μέλλον.
Ο Κώστας Κορωναίος είναι ο γιατρός φίλος του Τσίλι, στου οποίου το ιατρείο δέχεται να δουλέψει η Τζάσμιν, αλλά και ο τύπος που γνωρίζει την Τζίντζερ στο πάρτυ και κάνει μια εφήμερη σχέση μαζί της. Και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιεί τόσο τη λεκτική όσο και την εκφραστική υπερβολή και αγγίζει την καρικατούρα στην αποτύπωση των δύο χαρακτήρων, καταφεύγοντας σε άνοστα τρικ για να τονίσει τις κωμικές πινελιές της σκηνικής του παρουσίας.
Ο Ορέστης Καρύδας ερμηνεύει τον Ντάνι, γιο του Αλ από προηγούμενο γάμο του. Γίνεται συμπαθής, αλλά μόνο στη σκηνή του Όκλαντ με την Τζάσμιν η συμβολή του στην εξέλιξη της ιστορίας αποκτά κάποιο ειδικό βάρος και οντότητα.
Ο Δημήτρης Καπετανάκος υποδύεται τον Όγκι, παλιά σχέση της Τζίντζερ, η οποία χάλασε επειδή εμπιστεύθηκε λεφτά στον Αλ για επένδυση. Κινήθηκε διεκπεραιωτικά και σε κλισέ μονοπάτια λαϊκού τύπου τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και γενικότερης γλώσσας του σώματος.

Τα σκηνικά της παράστασης ήταν από τη Μαγιού Τρικεριώτη και χρησιμοποίησαν την περιστροφή για την εναλλαγή μεταξύ του νεοϋορκέζικου διαμερίσματος της Τζάσμιν και του αντίστοιχου της αδερφής της στο Σαν Φρανσίσκο. Το πρώτο ήταν μάλλον φτωχό για να αποτυπώσει ένα πολυτελές κατάλυμα, το δεύτερο κοντύτερα στην πραγματικότητα, ενώ η συνεχής τους εναλλαγή σε κάποια σημεία με κούρασε.
Τα κοστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων, αν και κάποιες λεπτομέρειες ξέφυγαν.
Η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου έδωσε λίγη από τη νοσταλγική ατμόσφαιρα της ταινίας, ενώ η κίνηση της Αντιγόνης Γύρα δεν είχε τη ζωντάνια και την εκλυόμενη ενέργεια που θα έπρεπε να συνοδεύει το θεωρητικά παραγόμενο συναίσθημα.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη έπαιξαν με τις απαλές αποχρώσεις των χρωμάτων και φώτισαν σωστά τους ήρωες στα ξεσπάσματά τους.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Διάνα, είδα τη θεατρική μεταφορά μίας από τις γνωστότερες κινηματογραφικές επιτυχίες του Woody Allen. Η διασκευή δεν είχε την αιχμηρότητα, τη δυναμική ή τη νευρωτική ανησυχία του αρχικού σεναρίου, ενώ και η σκηνοθετική ματιά ήταν αρκετά επιφανειακή, άνευρη, χωρίς εμβάθυνση στο συναίσθημα και στον ψυχισμό των ηρώων, με το παρόν να μη δικαιολογείται σε σημαντικό βαθμό από τα flashback του παρελθόντος. Οι ερμηνείες (με κάποιες εξαιρέσεις) δεν είχαν παλμό, χρώμα και εναλλαγές, ενώ λίγες ήταν οι στιγμές που υπήρχε χημεία και αλληλεπίδραση των χαρακτήρων μεταξύ τους. .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.