ΞΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΞΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Την παράσταση "Ξένες Πόρτες" σκηνοθέτησε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ο Μάνος Καρατζογιάννης. Βασίζεται σε απομαγνητοφώνηση ηχογραφήσεων του Μάνου Ελευθερίου με διηγήσεις της γιαγιάς του, Ευαγγελίας Διγενή-Πίσσα, που έγιναν κείμενο το οποίο εμπιστεύθηκε στη Νένα Μεντή πέντε χρόνια πριν το θάνατό του. Γεννημένη την αυγή του εικοστού αιώνα, έζησε μια φτωχή, αλλά έντονη ζωή, σχεδόν σαν παραμύθι και θραύσματά της διηγήθηκε στον εγγονό της, ο οποίος τα έκανε κείμενο με χρονική και νοηματική αλληλουχία. Ένα είδος οδοιπορικού στην κλειστή και συντηρητική κοινωνία της Σύρου, από τα πρώτα της παιδικά χρόνια, τις κακουχίες και την ταλαιπωρία της επιβίωσης, τους πρώτους φίλους, τους νεανικούς έρωτες, τους γάμους, την οικογενειακή ζωή και τα παιδιά της. Μιλά για τις απλές, καθημερινές μάχες, ξετυλίγει μνήμες με τα ήθη και την κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής, περιγράφει ιδέες και συναισθήματα, αναφέρεται με θάρρος στο θάνατο και δίνει το προσωπικό στίγμα μιας γυναίκας που μέσα από την απλότητά της έζησε μια αθόρυβη αλλά δυναμική ζωή. Τη δραματουργική επεξεργασία του πρωτογενούς υλικού έκαναν ο σκηνοθέτης μαζί με το Θανάση Νιάρχο και τη Χριστιάνα Ματζουράνη.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, με στόχο μέσα από τη διαδρομή και τα προσωπικά βιώματα της ηρωίδας να αναδείξει την κόρη, τη μάνα, τη γιαγιά, το κορίτσι και τη γυναίκα, τη μετάβαση από την άγουρη αλλά με δίψα για ζωή νέα στη μεστή και με αυξανόμενη εμπειρία ενήλικη και τελικά στη γεμάτη σοφία ηλικιωμένη, ένα κύκλο ζωής σαν παραμύθι. Η αφήγηση χωρίζεται σε δέκα ενότητες (9 κεφάλαια κι έναν επίλογο), όπου μέσα από την καθημερινότητα της ηρωίδας προβάλλουν σκέψεις, ιδέες, αξίες, συναισθήματα που έστω και μέσα από την μετάλλαξή τους στο χρόνο παραμένουν διαχρονικά. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο αγώνας για την επιβίωση μέσα από τη σκληρή δουλειά (και μάλιστα αρχής γενομένης από ιδιαίτερα τρυφερή ηλικία), η αξία της οικογένειας, η κοινωνική καταξίωση, η χαρά και η μελαγχολία, η σκέψη του θανάτου γίνονται λόγια που αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές του θεατή, αναμοχλεύουν τις δικές του αναμνήσεις και του μιλούν σε έναν προσωπικό ενικό αριθμό. Υπάρχει ρεαλισμός, υπάρχει χιούμορ, υπάρχει συναίσθημα, ακόμα και κάποιες πινελιές μελό που όμως δεν ενοχλούν, αλλά αφήνουν μια αίσθηση ανθρωπιάς κι ευαισθησίας. Άλλωστε έτσι αναδεικνύεται και η γενικότερη ποιητική χροιά και ζωντάνια που είχε ανέκαθεν ο λόγος (και ο στίχος) του Ελευθερίου. Κάποιες μικρές επιμέρους αρρυθμίες δεν αλλοίωσαν το θετικό πρόσημο του όλου εγχειρήματος. Η σκιά του Μάνου Ελευθερίου παρούσα σχεδόν συνέχεια στην άκρη της σκηνής, σα σιωπηλός παρατηρητής που ξαναζεί το παρελθόν του.

Η Νένα Μεντή αναλαμβάνει το ρόλο της γιαγιάς Ελευθερίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δοκιμαστεί συχνά στη σκηνική απόδοση ιδιαίτερα απαιτητικών γυναικείων χαρακτήρων. Ο λόγος της αργόσυρτος, μεστός, σωστά τονισμένος, συνδυάζεται με την κίνησή της που άλλοτε μοιάζει κουρασμένη κι άλλοτε δυναμική σα να παίρνει μια ιδιαίτερη εσωτερική δύναμη από τις αναμνήσεις της. Χρησιμοποιεί εύστοχα όλα της τα εκφραστικά μέσα (λόγο, κίνηση, βλέμμα, στάση σώματος), μπαίνει στην ουσία της ηρωίδας της, είναι αυθεντική, πηγαία και καταφέρνει να ξυπνήσει σχεδόν σε ολόκληρο το κοινό της, μνήμες της παιδικής τους ηλικίας. Μέσα από την αφήγησή της περνά μια άλλη Ελλάδα περασμένων εποχών, δύσκολων, φτωχών, που όμως διαμόρφωσαν το ύφος της Ελλάδας του σήμερα. Ζούμε μαζί της την κοινωνική αδικία και απαξίωση, τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, αλλά και τη σιγουριά ενός καλύτερου και πιο φωτεινού μέλλοντος. Κι όλα αυτά με μια αλήθεια και μια αμεσότητα που μπορεί να επιδείξει μόνο μια ηθοποιός με εμπειρία, μεγάλη διαδρομή και πραγματικό ταλέντο.

Το σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη με την κεκλιμένη πρόσοψη ενός παλιού σπιτιού στη μία πλευρά και λίγα διάσπαρτα σκηνικά αντικείμενα στην υπόλοιπη σκηνή είναι λειτουργικό, δημιουργεί μια αίσθηση νοσταλγίας, ενώ αφήνει και αρκετό διαθέσιμο χώρο για τη συνεχή κι έντονη κίνηση της ηθοποιού. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα απλά, όπως θα ταίριαζαν σε μια φτωχή γυναίκα της καθημερινής βιοπάλης, αλλά προσεγμένα και χωρίς ατέλειες. Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου ταιριάζει με τη νοσταλγικότητα της γραφής και των στίχων του Μάνου Ελευθερίου, ενώ οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου σε μουντή και υποφωτισμένη διάθεση δημιουργούν τις σκιές που θέλησε να υπερβεί και να καταπολεμήσει η γιαγιά Ελευθερία.

Συμπερασματικά, στο χώρο της Πειραιώς 260, παρακολούθησα ένα άγνωστο ως τώρα κείμενο, τα θραύσματα του οποίου έγιναν παράσταση για την ιστορία μιας γυναίκας απλής, λαϊκής, οι αναμνήσεις της οποίας όμως έχουν διαχρονική προβληματική. Η σκηνοθεσία συντονίστηκε με την ευαίσθητη και ανθρώπινη ροή του λόγου, υπογράμμισε τη λαϊκότητα της ιστορίας, δημιούργησε συναίσθημα κι έδωσε τη δυνατότητα στην ηθοποιό του να ξεδιπλώσει για άλλη μια φορά όλη την έκταση του ταλέντου της, να μας συγκινήσει και να μας προσφέρει μια ιδιαίτερη θεατρική βραδιά.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.